Fractal

O παλαιοπώλης

της Κατερίνας Καριζώνη // *

 

fractal_summerO Φώτης ήταν παλαιοπώλης, κοντός με φαλάκρα, λεπτό μουστάκι κι αιχμηρό βλέμμα, ίσως του εμπόρου που σε ζύγιζε από μακριά, πάλευε για να συντηρήσει τις τρεις γυναίκες του, όπως έλεγε: δυο κόρες και μια σύζυγο. Δύσκολη εποχή, αρχές του ’60, οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν ν’ αγοράσουν παλιά πράγματα, άνεργοι οι περισσότεροι κοίταζαν πώς θα εξασφαλίσουν ένα διαβατήριο για να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού, στις περίφημες, ωστόσο θλιβερές φάμπρικες της Βόρειας Ευρώπης.

Ο Φώτης που τον συναντούσα συχνά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας, δύσθυμο και πάντα βιαστικό, σαν κάτι να τον κυνηγούσε, μάλλον το άγχος της επιβίωσης και ποτέ του δεν μου έσκασε χαμόγελο, ούτε μου απηύθυνε το λόγο, διατηρούσε ένα μικρό παλαιοπωλείο σ’ ένα στενό δρομάκι της Νέας Σμύρνης. Η περιοχή ήταν προσφυγική, ο κόσμος φτωχός, τα περισσότερα σπίτια μονοκατοικίες με αυλές και μαυροφορεμένες γερόντισσες που πότιζαν ολημερίς τις γλάστρες. Οι πολυκατοικίες ωστόσο, ξεφύτρωναν σιγά σιγά ανάμεσα απ΄τα χαμηλά κτίσματα, καθώς η ιδεολογία της αντιπαροχής είχε αρχίσει να συνεπαίρνει τους κατοίκους των πόλεων. Ο Φώτης όμως δεν είχε τέτοιου είδους ελπίδες, δεν διέθετε ιδιοκτησία, έμενε σ΄ένα μικρό διαμέρισμα με ενοίκιο.

Καμιά φορά περνούσα έξω απ΄το μαγαζί του κι έριχνα μια κλεφτή ματιά στα παλιά πράγματα που συσσωρεύονταν φύρδην- μίγδην στο πάτωμα: χάλκινα ταψιά, σκουριασμένα μαγκάλια, βιβλία με φθαρμένα εξώφυλλα, ευτελή μπιμπελό, πολυκαιρισμένες εικόνες, λιωμένα χαλιά, μπακίρια που είχαν αρχίσει να πρασινίζουν απ΄ τα χρόνια, καρέκλες με χαλασμένες ψάθες, προπολεμικοί καναπέδες, ετοιμόρροπα ντουλάπια, ένας κόσμος παράξενος, λειψός, φτιαγμένος από υλικά αμφισβητούμενης αξίας, αλλά ταυτόχρονα γοητευτικός, καθώς τα παλιά πράγματα φέρουν επάνω τους την αύρα από την ιστορία των ανθρώπων που τα κατείχαν. ΄Αραγες τα πουλούσε όλα αυτά, αναρωτιόμουν, ή τα μάζευε από μια ανεξήγητη ιδιοτροπία από άλλους δύστυχους που εκποιούσαν τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί. Κι ακόμα αν κατάφερνε να τα πουλήσει, ποιος τα αγόραζε; Κάποιοι άλλοι φτωχοί κι απελπισμένοι που δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα ωραία εκείνα δυτικότροπα έπιπλα της δεκαετίας του 60;

Ο παλαιοπώλης λοιπόν, που παρέμενε ένα αίνιγμα στα μάτια μου, άνοιγε κάθε πρωί το κατάστημά του και το έκλεινε αργά το βράδυ, με ένα ενδιάμεσο διάλλειμα για φαγητό. Συχνά έφταναν ως τα αυτιά μας οι καυγάδες με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς ο Φώτης ήταν οξύθυμος, κυκλοθυμικός, εύφλεκτος και εύθικτος. Πολλές φορές η κυρία ΄Εφη, η γυναίκα του, παραπονιόταν στη μητέρα μου ότι ο άντρας της θύμωνε με το παραμικρό, ξεσπούσε πάνω της, φερόταν βίαια και επιθετικά στις κόρες του και συχνά σήκωνε χέρι. Εκείνη τη συμβούλευε να μη του πάει κόντρα, να κάνει υπομονή για να μη χαλάσει το σπίτι της, η οικονομική δυσπραγία έφταιγε για όλα, όπου φτώχεια και γκρίνια, κατέληγε πάντα κουνώντας το κεφάλι της. Και δεν είχε άδικο. Η οικογένεια του Φώτη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να πληρώσουν το νοίκι τους, δεν έβγαιναν έξω, δεν αγόραζαν ρούχα και περιττά πράγματα κι έκαναν οικονομία ακόμα και στο φαγητό. Η Έφη ωστόσο ήταν στωική και μειλίχια αν και λίγο απλοϊκή, άφταστη νοικοκυρά, όπως έλεγε η μάνα μου- υπέρτατο προσόν για την τελευταία- εξαιρετική σύζυγος και μητέρα .Οι κόρες της αρκετά χρόνια μεγαλύτερες από μένα, πήγαιναν τότε στο Γυμνάσιο, ενώ εγώ στο Δημοτικό. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν κάναμε παρέα.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, αρχές Γενάρη, έξω χιόνιζε, οι δρόμοι είχαν παγώσει, οι γυναίκες είχαμε μαζευτεί στην κουζίνα, όπου μπουμπούνιζε μια σόμπα πετρελαίου, η μάνα μου με τη γιαγιά μου, ως συνήθως μαγείρευαν, εγώ είχα ανοιχτά τα σχολικά μου τετράδια πάνω στο τραπέζι και έγραφα, όταν ακούσαμε ουρλιαχτά να έρχονται από το διαμέρισμά του Φώτη και αμέσως μετά κάποιους να χοροπηδούν, να πέφτουν πάνω σε καναπέδες, να αναποδογυρίζουν καρέκλες, να χτυπούν τραπέζια σα να ήθελαν να τα σπάσουν, να βγάζουν αλαλαγμούς – δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν από χαρά, ή απελπισία- να ρίχνουν πράγματα κάτω που έσπαζαν με θόρυβο, να γελάν’ και να κλαίνε ταυτόχρονα, να κυλιούνται στο πάτωμα ουρλιάζοντας, σα να είχαν πάθει ξαφνικά παράκρουση, σα να βρίσκονταν σε ομαδικό παροξυσμό, κάνοντας το ταβάνι μας να τρέμει επικίνδυνα και το πολύφωτο να πηγαινοέρχεται, όπως σε σεισμό. Και υποθέσαμε πως αν δεν ήταν πάλι κάποιος καυγάς, κάτι σοβαρό θα τους συνέβαινε. Η μητέρα μου μάλιστα έσπευσε να τους χτυπήσει το κουδούνι, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα τους, έπεσε ξαφνικά σιωπή και τα φώτα έσβησαν. ‘Ετσι δεν δώσαμε συνέχεια. ΄Αλλωστε σύντομα θα μαθαίναμε τα νέα τους. Η γυναίκα του Φώτη θα κατέβαινε να μας τα πει, όπως έκανε συνήθως.

Όμως εκείνη δεν εμφανίστηκε την άλλη μέρα, ούτε την επόμενη, εμείς από διακριτικότητα, δεν ρωτήσαμε τίποτα και το επεισόδιο θα είχε ξεχαστεί, αν μετά από λίγο καιρό δεν βλέπαμε το Φώτη να παρκάρει μπροστά στην πολυκατοικία μας ένα καινούργιο και πανάκριβο αυτοκίνητο. Κοντοστάθηκε, γελώντας κάτω απ΄ τα μουστάκια του και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Οι δικοί μου που τον είδαν απ΄ το μπαλκόνι, έμειναν με το στόμα ανοιχτό, εμβρόντητοι όμως έμειναν και οι υπόλοιποι γείτονες. Και οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί, η μία άρχισε να διαδέχεται την άλλη. Μια μέρα ένα φορτηγό στάθηκε στο πεζοδρόμιο κι άρχισαν να ξεφορτώνουν από μέσα έπιπλα: ένα βελούδινο σαλόνι, μια μοντέρνα κρεβατοκάμαρα, πανάκριβα σκρίνια με καθρέφτες, λαμπατέρ, ένα έπιπλο-πικάπ κι άλλα πολλά που τα ανέβασαν στο σπίτι του Φώτη. Και τις επόμενες μέρες οι αγορές συνεχίστηκαν με ρούχα, παπούτσια, τσάντες, κοσμήματα, αξεσουάρ. Εμείς παρακολουθούσαμε αμήχανοι την τροπή που είχε πάρει η ζωή του ζευγαριού, ακόμα και η συμπεριφορά τους. Ο άλλοτε κατηφής παλαιοπώλης μεταμορφώθηκε σ΄ έναν ευγενικό κύριο που όταν τον συναντούσες στις σκάλες δεν παρέλειπε να σου χαμογελάσει, ακόμα και να σου μιλήσει. Η ΄Εφη έγινε μια εύχαρις, αλλά απόμακρη γυναίκα, είχε σταματήσει να μας επισκέπτεται πια και απολάμβανε την ευτυχία της οικογενειακής της ζωής. Οι κόρες της άρχισαν να αποκτούν ακριβά γούστα και περίεργες παρέες και στο σπίτι οι καυγάδες κόπασαν. Τα κουτσομπολιά όμως στη γειτονιά έδιναν και έπαιρναν. Πού είχε βρει τα λεφτά ο Φώτης. Δε μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την απότομη αλλαγή. Πολλά τα σενάρια που κυκλοφορούσαν κι όσο η Έφη κρατούσε το στόμα σφραγισμένο, πλήθαιναν ακόμα περισσότερο. Ύστερα από ένα χρόνο ο Φώτης έκλεισε το παλιατζίδικο κι έφυγε με την οικογένειά του για μια καλύτερη και πιο ακριβή περιοχή της Αθήνας.

Θα’ χε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τότε, αρχές καλοκαιριού, καθόμασταν σε μια καφετέρια της Νέας Σμύρνης κι απολαμβάναμε τα καλοκαιρινά μας ροφήματα, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας η κυρία Εφη κομψή, καλοντυμένη, αλλά αισθητά πιο αδύνατη. Πεταχτήκαμε όρθιες και εν μέσω χαρούμενων επιφωνημάτων και εναγκαλισμών της ζητήσαμε να καθίσει στο τραπέζι μας.

-Τι κάνετε; Πώς είναι ο Φώτης, τα παιδιά; άρχισε η μητέρα μου.

-Πολύ καλά. Ο Φώτης άνοιξε μια αντικερί στο Κολωνάκι. Οι κόρες μου τελειώνουν το Πανεπιστήμιο, η μια τη Γεωπονική Σχολή και η άλλη τη Νομική…….. απάντησε εκείνη. Εσείς πώς είστε ;

-Κι εμείς καλά είμαστε, δόξα το Θεό. Τι να σε κεράσουμε; τη ρώτησε η μητέρα μου, ενώ την ίδια στιγμή την περνούσε ακτινογραφία.

-Έναν καφέ, απάντησε η γυναίκα στο γκαρσόνι που είχε ήδη σπεύσει για την παραγγελία.

-Μας λείπετε, συνέχισε η μητέρα μου. Τι ωραία εκείνα τα χρόνια που σας είχαμε κοντά μας. Κόπηκαν και οι καφέδες που πίναμε. Αλλά δεν βαριέσαι, αφού είστε καλά, τακτοποιημένοι, πλούσιοι πια ….χα,χα.

Η Έφη την κοίταξε συλλογισμένη.

-Ο Φώτης δούλεψε σκληρά από μικρό παιδί, απάντησε σχεδόν απολογητικά. Είχε τσαγανό, έβλεπε πολύ μακριά, γι’ αυτό και τα κατάφερε. Για ένα διάστημα συνεταιρίστηκε μ΄ ένα στενό του φίλο . Άνοιξαν μια αντικερί στο Παλιό Φάληρο και μετά μια δεύτερη στο Κολωνάκι. Ο Φώτης είχε πάντα τον τρόπο του, είναι ικανό άτομο, δραστήριος, δυναμικός, γεννημένος επιχειρηματίας, χαμογέλασε με κρυφή υπερηφάνεια για τον άντρα της.

Στον τόνο της φωνής της διέκρινε κανείς ένα ελαφρό φτερούγισμα, ωστόσο το βέβαιο ήταν ότι η γυναίκα δεν επιθυμούσε να μας ανοιχτεί. Η μητέρα μου άλλαξε αμέσως κουβέντα. Δε θέλησε να την φέρει σε δύσκολη θέση και γιατί να το κάνει άλλωστε, αφού εμείς τα είχαμε ήδη μάθει όλα. Δεν ξέρω αν η ιστορία που έφτασε ως τα αυτιά μας ευσταθούσε, ούτε και αποδείχτηκε ποτέ- πολλά κι ευφάνταστα τα σενάρια που κυκλοφορούσαν για τους θρυλικούς μας γείτονες- θύμιζε όμως παραμύθι.

Ένα βράδυ, λοιπόν, πριν ο Φώτης κλείσει το μαγαζί του, εμφανίστηκε κάποιος άντρας, μεσήλικας, από ένα χωριό της Εύβοιας. Κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό χειροποίητο χαλί και ένα δέμα. Είπε πως είχε κάτι να δείξει στο Φώτη και ξετύλιξε πρώτα το χαλί .Ήταν παλιό, αλλά καλοδιατηρημένο με ζωηρά χρώματα, προίκα της γυναίκας του. Το είχε φέρει απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτης έκανε ένα μορφασμό απαξίωσης. Είχε μαζέψει αρκετά χαλιά .Δεν ήθελε κι άλλο.

-Έχω κάτι καλύτερο, ψιθύρισε τότε ο χωρικός και ξετύλιξε το δέμα που έμοιαζε να περιέχει βιβλίο.

Όμως δεν ήταν βιβλίο, ήταν ένας παλιός πίνακας μικρού μεγέθους. Απεικόνιζε τοπίο της υπαίθρου κι είχε ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα στον ουρανό. Ο Φώτης πήρε τον μεγεθυντικό φακό, τον εξέτασε, κοίταξε την υπογραφή του ζωγράφου και προσπάθησε να τη διαβάσει. Η υπογραφή ήταν δυσανάγνωστη, ωστόσο κάτι διέκρινε, ένα S ένα a κι ένα n, ξένο όνομα, μουρμούρισε. Το παρατήρησε πάλι πιο προσεκτικά. Ναι, τώρα έβλεπε κι ένα z . Πήρε ένα πανί και καθάρισε τον πίνακα . Διάβασε το όνομα συλλαβιστά. Σζάν έγραφε, Ζαν , Σαιν Ζαν, μονολόγησε. Το όνομα του ζωγράφου, κάπου το είχε ξανακούσει. Πρέπει να ήταν γάλλος. Η Γαλλία έβγαζε πάντα τους μεγάλους ζωγράφους, αναλογίστηκε. Το έργο είχε αξία. ’Ισως μεγάλη. Πώς όμως βρέθηκε στα χέρια του χωριάτη. Γύρισε και τον κοίταξε καχύποπτα.

-Πού βρήκες τον πίνακα; Τον ρώτησε.

-Ήταν της μάνας μου.

-Κι εκείνη πού τον βρήκε;

-Τον άφησε ένας Γερμανός στην Κατοχή ……. και δεν ξαναγύρισε να τον πάρει .Ποιός ξέρει, μπορεί να σκοτώθηκε.

Ο Φώτης σκέφτηκε να αλλάξει ύφος, γιατί μ΄ αυτές τις ερωτήσεις, ίσως να ενθάρρυνε τις αξιώσεις του άντρα. Κι άρχισε να του εξηγεί σοβαρός, ότι ο πίνακας ήταν αντίγραφο, δεν είχε καμιά αξία, το μέγεθός του μικρό, δεν θα κατάφερνε να τον πουλήσει , θα του ‘μενε στοκ. Προτιμούσε να αγοράσει το χαλί. Όσην ώρα μιλούσε ο Φώτης, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, την άκουγε κι ο ίδιος, προσπαθούσε όμως να δείχνει αδιάφορος μπροστά στον πελάτη.

-΄Ελα, κάνε μια καλή τιμή και για τα δυο, συμβιβάστηκε εκείνος. Θα βρεις αγοραστή. Είσαι καλός έμπορος και έξυπνος άνθρωπος, πρόσθεσε σχεδόν παρακλητικά .

Ο Φώτης τον κοίταξε συλλογισμένος. Ο τύπος δεν είχε ιδέα τί του πουλούσε. Κι ο Γερμανός, ποιος ξέρει από πού τον είχε αρπάξει, και στη συνέχεια τι απέγινε. Και γιατί άραγε, τον άφησε στη μάνα του αγρότη και μάλιστα στην Κατοχή; Κι ο προηγούμενος απ΄ αυτόν πώς τον απέκτησε; Πολλά τα ερωτηματικά. ΄Αγνωστο και σκοτεινό το ταξίδι του πίνακα μέσα στο χρόνο, ίσως και ύποπτο. Γιατί να διστάσει λοιπόν, ο Φώτης. Σε ποιόν είχε να απολογηθεί, εκτός απ΄τη γυναίκα του και τα παιδιά του που ζούσαν μες στη φτώχεια.

-Θα σου δώσω δυο κατοστάρικα για το χαλί κι ένα πενηντάρικο για τον πίνακα, μουρμούρισε.

-Δώσε κάτι παραπάνω.

-Δεν γίνεται. Αλλιώς παίρνω μόνο το χαλί κι αφήνω το κάδρο.

-Άιντε, πάρτα και τα δυο, χαλάλι σου, του πέταξε ο χωριάτης. Λίγα είναι, αλλά τα έχω ανάγκη.

-Σε καλή μεριά, χαμογέλασε πονηρά ο παλαιοπώλης, καθώς του μετρούσε τις διακόσιες πενήντα δραχμές που ανέσυρε από ένα συρτάρι, όπου φύλαγε τις καθημερινές εισπράξεις του.

Μέσα του δεν είχε ακόμα πειστεί ότι ο πίνακας ήταν αυθεντικός. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον είχε ευνοήσει η μοίρα και μάλιστα τόσο προκλητικά. Έδειξε όμως το σπάνιο απόκτημά του σ΄ έναν εκτιμητή έργων τέχνης και η απάντηση ήρθε ταχύτατα. Ο πίνακας είχε πράγματι αξία. Ήταν έργο μεγάλου και επώνυμου ζωγράφου, που έζησε στη Γαλλία τον 19ο αιώνα. Μετά απ΄αυτό, το έργο πήρε το δρόμο του για ένα μουσείο του εξωτερικού, όπου και πουλήθηκε αντί πολλών εκατομμυρίων, κάνοντας το Φώτη πλούσιο εν μία νυκτί κι αλλάζοντας άρδην τη ζωή του.

Γύρισα κι έριξα μια ματιά στην ΄Εφη. ΄Επινε σιωπηλή τις τελευταίες γουλιές του καφέ. Πρόσεξα ότι γύρω απ΄ τα μάτια της διαγράφονταν μαύροι κύκλοι. Φαινόταν σα να έκλαψε πρόσφατα. Και το πρόσωπό της είχε μια περίεργη χλωμάδα. Μετά από τέτοια τύχη, απόρησα, μέσα μου. Τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει απ’ τη ζωή.

-Εσένα, όμως δεν σε βλέπω καλά, πρόλαβε τις σκέψεις μου, η μητέρα μου. Συμβαίνει κάτι ……….. με το Φώτη; τη ρώτησε.

-Τελειώνουν ποτέ τα προβλήματα, Φούλα μου, απάντησε αόριστα εκείνη κι αναστέναξε. Τελειώνουν ποτέ…….

-Δηλαδή; ξαναρώτησε η μαμά μου.

-Θα τα πούμε άλλη φορά. Τώρα πρέπει σας αφήσω, γιατί έχω ένα ραντεβού , προφασίστηκε μ΄ ένα αμήχανο χαμόγελο και σηκώθηκε όρθια.

Έβγαλε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά από την τσάντα της, τα φόρεσε βιαστικά, σα να ήθελε να κρυφτεί και φιλώντας μας σταυρωτά, έφυγε χωρίς να μας δώσει άλλες εξηγήσεις.

 

Karizoni* H Kατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε Οικονομικά και είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ. Ασχολείται με την Λογοτεχνία και την Οικονομική Ιστορία και έχει εκδώσει 27 βιβλία: ποίηση, παραμύθια, διηγήματα, μελέτες, μυθιστορήματα. Μερικά από τα βιβλία της είναι: »Ο άγγελός μου ήταν έκπτωτος», «Βαλς στην Ομίχλη», «Ο Μονόφθαλμος κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Τσάι με τον Καβάφη», «το τραγούδι του Ευνούχου», «Μεγάλο Αλγέρι», «Ρεσάλτο», «Ο Σαίξπηρ σε 7+2 παραμύθια», «Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη» κ.α. Έχει πάρει το Α βραβείο του κύκλου παιδικού βιβλίου το 1991 για το βιβλίο «Χίλιες και μια νύχτες των Βαλκανίων» και το βραβείο Αυλαία το 2009 για το συνολικό της έργο. Ποιήματα και πεζά της έχουμε μεταφραστεί στο εξωτερικό. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά με κριτικές βιβλίου, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top