Fractal

Αίροντας κάθε αναβολή

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Πασκάλ Μερσιέ «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα» Εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 568

 

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας ύμνος για την αξία της ζωής, γεμάτο από φιλοσοφικές και όχι μόνο αναζητήσεις. Επίσης είναι ένα βιβλίο, που θα έπρεπε να το διαβάσουν όλοι όσοι είναι γονείς για να βελτιώσουν τη σχέση τους με τα παιδιά τους, αλλά και να καταλάβουν πόσο σημαντική είναι η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ώστε αφ’ ενός μεν να μην οδηγούν τα παιδιά στα όνειρα τα δικά τους, αλλά και να μην αφήνουν τα σημάδια τους στα παιδιά, τα οποία τελικά όταν ανακαλύπτουν πως στην ουσία «ευνουχίστηκαν» και δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα, τα δικά τους όνειρα και τα δικά τους θέλω, γίνονται δυστυχισμένα και τα περισσότερα καταλήγουν στην αυτοκτονία. Είναι επίσης ευρηματικό το ότι μέσα στο δικό του μυθιστόρημα μας εγκιβωτίζει και διάφορα αποσπάσματα από το βιβλίο του πορτογάλου ποιτή- συγγραφέα Αμαντέου Πράντο, «Amadeu Inacio de Almeida Prado, Um ourives das palavras, Lisboa 1975», για να τονιστούν σημαντικά πράγματα που έχουν σχέση με το μυθιστόρημα και  απορρέουν από τις αναζητήσεις και τις σκέψεις του Πορτογάλου, που συνεπαίρνουν τον ήρωα του μυθιστορήματος, γιατί βρίσκει ομοιότητες στη ζωή του.

Ο Ράιμουντ Γκρεγκόριους ή Μούντους όπως τον αποκαλούν οι μαθητές του και οι συνάδελφοί του, είναι καθηγητής της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, αλλά και των εβραϊκών κειμένων, σ΄ ένα γυμνάσιο στη Βέρνη. Κατάγεται από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν φύλακας σ’ ένα μουσείο και η μητέρα του καθάριζε ξένα σπίτια. Παρ’ όλη τη φτώχια τους και οι δυο τους στέκονταν με αξιοπρέπεια στην κοινωνία, όμως του ίδιου του δημιουργούσαν κάποιες αναστολές εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης. Επίσης πονούσε τον Γκρεγκόριους το γεγονός ότι η μαμά του δεν διάβαζε, ενώ εκείνος διαβάζοντας πάσχιζε να βρει την τελειότητα στη δουλειά του και τον πονούσε επίσης και το γεγονός, που  ο πατέρας του υπέφερε που ήταν ένας απλός φύλακας εξ’ αιτίας του κόσμου της εποχής που ήταν επηρμένος και κομπορρήμονας.

Είχε παντρευτεί τη Φλοράνς παλιά του μαθήτρια, αλλά λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων γρήγορα χώρισαν. Η Φλοράνς έκανε πολλά ταξίδια στα οποία ποτέ δεν την ακολουθούσε, όμως τώρα  παίρνει το τρένο και πάει για τη Λισαβόνα. Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να πάρει αυτήν την απόφαση και να παρατήσει τη Βέρνη από την οποία δεν είχε φύγει ποτέ, αλλά και να παρατήσει το σχολείο που δίδασκε, τους μαθητές του και να αφήσει απροειδοποίητο τον Γυμνασιάρχη; Ήταν μία τρέλα; Ένα εσωτερικό όνειρο φυγής;

Η αιτία ήταν η παρ’ ολίγον αυτοκτονία μιας γυναίκας που τη συνάντησε στη γέφυρα Κίρχενφελντ, μια βροχερή ημέρα πηγαίνοντας για το σχολείο. Κατάφερε να τη σώσει κι ακούγοντας ότι ήταν πορτογαλίδα, η προφορά και μόνο στο άκουσμα της λέξης τον αναστάτωσε. Του δημιουργήθηκαν μέσα του αισθήματα ιδιαίτερα για τον άγνωστο αυτόν τόπο, που ήθελε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει. Κάποτε είχε νιώσει τα ίδια συναισθήματα για μια Ασιατική περιοχή, το Ισφαχάν, όταν του είχε  δοθεί η ευκαιρία να πάει, αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας εγκατέλειψε την ιδέα. Μέσα του σιγόκαιγε η επιθυμία της φυγής, γιατί ίσως δεν ήταν ευτυχισμένος στο μέρος, που ζούσε κι έψαχνε να βρει την ευτυχία, που επιζητούσε. Αφού εντυπωσιάστηκε από τη γλώσσα, έψαξε σ’ ένα βιβλιοπωλείο και  βρήκε ένα βιβλίο ενός Πορτογάλου συγγραφέα του Αμαντέου Πράντο με τίτλο: «Ένας χρυσοχόος των λέξεων». Το αγόρασε κι αγόρασε κι ένα λεξικό και προσπαθούσε μόνος του να ερμηνεύσει κάποιες προτάσεις. Αυτό το βιβλίο με τις  εντυπωσιακές ιδέες του, ήταν η αφορμή της φυγής του.  Όταν έφτασε στη Λισαβόνα ζήτησε αμέσως να γνωρίσει αυτόν το συγγραφέα- ποιητή, γιατί καταγοητεύτηκε από  τα γραφόμενά του και από την ποίησή του. Ο ίδιος όμως δυστυχώς δεν υπήρχε στη ζωή, όμως κατάφερε και γνώρισε τις αδελφές του, τη φιλενάδα του και κάποιους παλιούς συντρόφους του.  Τις σκέψεις και όλα όσα είχε γράψει ο Πράντο τα είχε  δημοσίευσε η αδελφή του μετά από το θάνατό του. Ας δούμε με λίγα λόγια ποιος ήταν αυτός ο Πράντο.

Ο Αμαντέου Πράντο, όταν ήταν παιδί, παρουσίαζε μια ιδιαίτερη οξυδέρκεια, φιλαναγνωσία και ιδιαίτερη πρόοδο στα μαθήματα. Ήθελε να σπουδάσει κλασικές επιστήμες και μάλιστα είχε εκφράσει την ιδέα να γίνει δικηγόρος. Η οικογένειά του είχε αριστοκρατική καταγωγή και ήταν πλούσια, ο πατέρας ήταν δικαστής και μάλιστα όταν στην Πορτογαλία επεβλήθη η  δικτατορία παρέμεινε στο δικαστικό σώμα κι έγινε ανώτατος δικαστής του κράτους. Ήταν όμως πολύ άρρωστος. Περπατούσε σχεδόν σκυφτός και υπέφερε από πολύ δυνατούς πόνους στην πλάτη. Η μητέρα του έδειχνε να μην έχει προσωπική άποψη για κάτι, ακολουθούσε τη γνώμη του άντρα της και οι δύο αποφάσισαν τι θα γινόταν ο γιος τους που τον προόριζαν να γίνει γιατρός, ίσως εξαιτίας της αρρώστιας του πατέρα. Πράγματι έγινε γιατρός και μάλιστα από τους πολύ καλούς και δεχόταν να εξετάζει τους φτωχούς ανθρώπους δωρεάν. Έζησε όμως με το βάρος της αμφιβολίας, ανησυχώντας μήπως η ιατρική ήταν ένα μεγάλο λάθος, αφού την είχε διαλέξει μόνο και μόνο για να κάνει τη χάρη του πατέρα του, χωρίς ο ίδιος να την επιθυμεί.

 

Pascal Mercier

 

Αγαπούσε τον τόπο του και ήθελε να τον απαλλάξει από τη δικτατορία, παρ’ ότι ο πατέρας του με τη θέση που δέχτηκε ανήκε στο δικτατορικό καθεστώς και ήταν κάτι που τον πονούσε φρικτά, γι’ αυτό και οργανώθηκε στην αντίσταση. Κουβαλούσε επίσης πολλά ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας της ανατροφής που είχε. Ο ίδιος αντιμετώπιζε μία αδιαφορία από τους γονείς του, δεν είχε σχεδόν καμία επικοινωνία, αλλά συγχρόνως δεχόταν  και μία πίεση στο να κάνει αυτά που επιθυμούσαν οι ίδιοι. Έγραφε ο ίδιος: «Τα περιγράμματα των γονεϊκών επιθυμιών και φόβων γράφονται με πύρινα γράμματα στις ψυχές των μικρών, που είναι ανήμπορες κι άμαθες και δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Και χρειαζόμαστε μια ολόκληρη ζωή για να βρούμε το κείμενο το χαραγμένο βαθιά μέσα μας, να μπορέσουμε να το διαβάσουμε, χωρίς να’ μαστε καν σίγουροι ότι θα το καταλάβουμε ποτέ». 

Σχεδόν αδιαμαρτύρητα ακολούθησε ό,τι αυτοί ήθελαν και υπέμεινε τις αδιάφορες αυτές  διαπροσωπικές σχέσεις, όμως μέσα του έβραζε από θυμό και δυσανασχέτηση και όλα αυτά του έβγαιναν στο να τα καταγράφει σε κείμενα ή  σε στίχους. Ο ίδιος έγραψε κάποια στιγμή για τη μητέρα του: «Απογοητεύτηκα για πρώτη φορά από σένα όταν δε θέλησες να ακούσεις τις πολλές ερωτήσεις που με βασάνιζαν σχετικά με το επάγγελμα του μπαμπά. Αναρωτιόμουν: είχες δηλώσει αδυναμία – εξαιτίας της μειονεκτικής θέσης σου, μια και ήσουν γυναίκα στην οπισθοδρομική Πορτογαλία;(…) Γιατί δεν υποχρέωσες τον μπαμπά να μιλήσει μαζί μας; Να μην είναι ένα βουβό και αμίλητο άγαλμα;(…)Γιατί μου φόρτωσες στην πλάτη την υποθήκη της προτίμησής σου; Κι εσύ κι ο μπαμπάς;»

Παντρεύτηκε τη Φάτιμα δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, όμως τη θεωρούσε στήριγμά του κι όταν αυτή πέθανε στεναχωρήθηκε αβάσταχτα και γράφει: «Ισχύει πράγματι ότι όλα όσα κάνουμε τα κάνουμε από το φόβο της μοναξιάς; Αυτός είναι ο λόγος που στερούμε από τον εαυτό μας πράγματα, για τα οποία θα μετανιώσουμε στο τέλος της ζωής μας; Αυτός είναι ο λόγος που τόσο σπάνια λέμε ό,τι σκεφτόμαστε; Γιατί, αν όχι γι’ αυτό παραμένουμε γαντζωμένοι σε διαλυμένους γάμους, ψεύτικες φιλίες, πληκτικές γιορτές γενεθλίων; Τι θα γινόταν αν βάζαμε ένα τέλος σ’ όλα αυτά, αν σταματούσαμε αυτούς τους υπόγειους εκβιασμούς και υπερασπιζόμασταν τον εαυτόν μας;»

Ο μεγάλος πλατωνικός έρωτας του Αμαντέου ήταν η Μαρία Ζουάν που τη γνώρισε στο σχολείο και η οποία παρέμεινε πιστή φίλη του μέχρι το θάνατό του, αλλά ο έρωτας της ζωής του ήταν η Εστεφάνια που τη γνώρισε στην αντίσταση και ήταν το κορίτσι του αγαπημένου φίλου του Ζόρζε, που αυτό ήταν η αιτία να γίνουν από φίλοι άσπονδοι εχθροί κι επιπλέον για να τη σώσει από τα χέρια του Ζόρζε, που ήθελε να τη σκοτώσει, ο Αμαντέου αναγκάστηκε να τη φυγαδεύσει στην Ισπανία κι έτσι ούτε πρόλαβε να τη χαρεί.

Ο Αμαντέου ήξερε πως σύντομα θα πέθαινε γιατί έπασχε από ανεύρυσμα, το οποίο δεν ανέφερε σε κανέναν κι ούτε ήθελε να δοκιμάσει θεραπεία. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν σα να είχε μια ωρολογιακή βόμβα στο κεφάλι του κι ότι θα μπορούσε να σκάσει οποιαδήποτε στιγμή.  Ήταν αυτός που σαν τελειόφοιτος του καθολικού σχολείου που πήγαινε εκφώνησε έναν υπέροχο λόγο. Ήταν ότι πιο τρελό έκανε στη ζωή του, αλλά ένιωσε ελεύθερος, διότι ήταν λες και έκοβε μέσα του όλα τα δεσμά που ως τότε τον κρατούσαν δέσμιο.  Ήθελε να ταξιδεύει, αλλά μόλις απομακρυνόταν λιγάκι από τη Λισαβόνα, τον έπιανε τρομερή νοσταλγία, το πρόβλημα όμως δεν ήταν η Λισαβόνα, αλλά ο ίδιος κι ο κίνδυνος που τον απειλούσε ήταν ο ίδιος ο εαυτός του, γι’ αυτό και η νοσταλγία του είχε πάντα τη γεύση του πανικού και της καταστροφής, γιατί ο ίδιος, μεγαλωμένος χωρίς να παίρνει ο ίδιος πρωτοβουλίες, αλλά οι άλλοι έπαιρναν γι’ αυτόν, ένιωθε σα να επιβιβάζεται σ’ ένα βαγόνι χωρίς τη θέλησή του, γιατί δεν του είχε δοθεί περιθώριο επιλογής κι επιπλέον ούτε γνώριζε τον προορισμό του ταξιδιού.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Γκρεγκόριους, μαθαίνοντας όλα αυτά για τη ζωή του Αμαντέου, ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του, έβλεπε πολλές ομοιότητες και κατάλαβε γιατί δίσταζε να ταξιδεύει όταν η Φλοράνς ταξίδευε και δεν ήθελε να την  ακολουθεί, επιπλέον κατάλαβε και γιατί δεν είχε ταξιδέψει τότε στο Ισφαχάν, γιατί για όλες τις αναβολές, η αιτία ήταν ο ίδιος του ο εαυτός, που δεν μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες.

Τώρα σ’ αυτό του το ταξίδι μαθαίνοντας όλα αυτά δεν θέλει άλλο να μείνει στη Λισαβόνα, αλλά παίρνει χάρτες, ειδικά βιβλία και πληροφορίες για να ταξιδέψει στο Ισφαχάν, που ήταν και το απωθημένο του. Πριν φύγει όμως για το ταξίδι αυτό κι επειδή είχε εντωμεταξύ κάτι ζαλάδες φτάνοντας στη Βέρνη συνεννοήθηκε με το γιατρό του να μπει στο νοσοκομείο για να βελτιώσει την υγεία του και μετά να είναι ελεύθερος να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του και να ζήσει το όνειρό του. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top