Fractal

Ήταν ένα χωριό που βούλιαζε…

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

nyxterini_vardia«Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου» της Μαρίας Ξυλούρη, Εκδ. Καλέντης, σελ. 296

 

… και το έλεγαν Νιόφυτο και δεν έχει νόημα αν ήταν πραγματικό, επινοημένο ή κάτι ενδιάμεσο. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι έβρεχε πολύ, έβρεχε ασταμάτητα και κάπως τα νερά, υπόγεια το έτρωγαν το χωρίο, το έπιναν. Οι άνθρωποι έντρομοι άρχισαν να φεύγουν, κάποιοι χάθηκαν, κάποιοι γλίτωσαν την ύστατη στιγμή. Μόνο η καταραμένη φάρα των Ραγκουδαίων, με σπίτι ανέπαφο, μνήμες ιοβόλες και αίμα σκέτο δηλητήριο δεν το κούνησε ρούπι. Μόνοι τους έμειναν στο παλιό χωριό, την ώρα που το καινούργιο Νιόφυτο φτιαχνόταν με τα παλαιά υλικά και τους παλαιούς των ημερών ανθρώπους, μόνοι τους, σκέτα φαντάσματα του παρελθόντος, έμεινε η αιματοβαμμένη φατρία να «προσέχει» το χωριό. Να προσέχει του χωριού την «χάλαση».

Αυτή η οικογένεια , βγαλμένη θαρρείς από τις λαμπρές σελίδες του Ουίλιαμ Φώκνερ, μια άλλη οικογένειας Σαρτόρις, είναι η ραχοκοκαλιά του τρίτου μυθιστορήματος της Μαρίας Ξυλούρη. Δεν είναι, όμως, όλο το βιβλίο όπως –ατυχώς- τείνεις να πιστεύεις όσο φτάνεις στη μέση της ιστορίας. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε για μετά.

Η συγγραφέας αφήνει το αστικό τοπίο που μας έχει συνηθίσει στα δύο προηγούμενα βιβλία της και μας μεταφέρει σε ένα χωριό κάπου στη Β. Ελλάδα, σε χρόνο απλωμένο σε αρκετές δεκαετίες. Αυτό που δεν αφήνει να φύγει από το υφολογικό της οπλοστάσιο είναι η παρουσίαση μιας ακόμη κλειστοφοβικής «φέτας» κόσμου. Μια δυστοπία παρουσιάζεται μπροστά μας ανάγλυφη. Ο τόπος χάνεται, ερημώνει. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδιώξουν τα χτικιά που τους βαρούν την πλάτη. Ο Λουκάς Ραγκούδης, ο δεσποτικός πατέρας, του οποίου ο ίσκιος και τα κρίματα έχουν φέρει την κατάρα στην οικογένεια, ο «αλλούτερος» πρωτότοκος γιος που καταγίνεται με την ορνιθολογία και την ξυλουργική, ο γιος του Αδαμάντιος που έζησε για να πεθάνουν ο πατέρας και η μάνα του (διότι έτσι αποφάσισε η εξωπραγματική γυναίκα-θεραπεύτρια, ντυμένη στα μαύρα-μπλε) και μοιάζει να είναι σαλός, ή λογικός σε μια δική του διάσταση και ο Ιάκωβος Ραγκούδης, ο μικρότερος γιος που προσπαθεί να πετάξει από πάνω του το επώνυμο και την κατάρα που αποφασίζει να φύγει μακριά από την οικογένεια. Αυτές είναι οι αντρικές φιγούρες της οικογένειας που κάθε μια φέρει και μια συμβολική διάσταση στην μακρόχρονη ιστορία της. Άλλωστε, σε τούτο το θαυμαστό μυθιστόρημα τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται. Ακόμη και στις στιγμές γειωμένου ρεαλισμού, πάντα εμφανίζεται μια βελόνα που ξηλώνει την ευταξία των πραγμάτων. Η μαγική διάσταση του ρεαλισμού θάλλει κάτω από κάθε πρόταση, εικόνα, διάλογο, πράξη, φαινόμενο και ιστορία. Επίσης, η Μαρία Ξυλούρη γυρίζει την πλάτη της στην έννοια του «ανοιχτού» τέλος διότι δεν της αρκεί. Οι δικές της ιστορίες είναι ανοιχτές από την αρχή, δεν χρειάζονται το τέλος για να γίνουν μυστηριώδεις. Έτσι και αλλιώς, τίποτα δεν τελειώνει σε τούτο τον λαβύρινθο ιστοριών που όλες μαζί είναι σαν τα νερά που μετακινούν το Νιόφυτο. Όπως το χωριό χάνεται πόντο-πόντο, σαν τη σχεδία του Σαραμάγκου, στο πουθενά, έτσι και οι επάλληλες, ομόκεντρες, φυγόκεντρες ιστορίες που εκτείνονται στο μυθιστόρημα μεταφέρουν το μυθιστόρημα σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο. Σε ποιον; Ας το βρει ο κάθε αναγνώστης μόνος του: δεν είναι άλλωστε ένας. Το αυτό συμβαίνει και με τις ένθετες ιστορίες της «Νυχτερινής βάρδιας του καλλιγράφου». Όπως σημείωνα στην αρχή, οι Ραγκουδαίοι είναι η βάση, αλλά ότι το επιστέγασμα. Μια ολόκληρη πανίδα περνάει μπρος από τα μάτια μας. Άνθρωποι του χωριού, ανεπεξέργαστοι,  αμαθείς, λαϊκότροποι, θυμόσοφοι, κουτσομπόληδες, μικροπραματευτάδες, κακόβουλοι, καυχησιάρηδες, τρελούτσικοι, τυχοκυνηγοί. Άνθρωποι καθημερινοί στους οποίους η Ξυλούρη δίνει φωνή, υπόσταση, παρελθόν, φωνές που ξεπερνούν την πνιγηρή καθημερινότητά τους. Πάνω από όλα τους αφαιρεί την τρωκτική γραφικότητά τους (δίχως να χάνουν την εγγενή ταυτότητά τους), για να τους μπολιάσει με μια νέα, μαγική διάσταση πράξεων και λόγων. Τα περιστατικά εναλλάσσονται σε βάθος, ύφος και διάθεση. Από τους νέους που αφήνουν το χωρίο για να γλιτώσουν από το άχθος του επαρχιωτισμού, και τελικά γυρίζουν σαν βρεγμένες γάτες, μέχρι τις ξιπασμένες κυρίες που έπιασαν την καλή και απέκτησαν εξοχικό στο νέο Νιόφυτο. Παιδιά που σπατάλησαν την όποια αξία τους στο χωριό, ένας ατάλαντος συγγραφέας που δεν κατάφερε να βρει καλές ιστορίες στο χωριό και πήγε καλιά του, μια καμήλα που προκάλεσε δυστύχημα, ένας ζευγάρι ξένων που έρχονταν κάθε χρόνο και είχαν γίνει αναπόσπαστα μέλη της κοινότητας, αλλά και η ξαφνική απώλεια της γυναίκας που άλλαξε δραματικά τη δική τους μικροϊστορία, τα πουλιά των Ραγκουδαίων –αληθινά ή κυρίως κατασκευασμένα- που έμοιαζαν με ψυχές που ήθελαν να πετάξουν, με κτερίσματα σε τάφους ανθρώπων που χάθηκαν από τα χέρια του πατέρα Ραγκούδη, του κτήνους που έμεινε τελικά με λειψά δάχτυλα, αφού του τα έκοψε ο γιος του. Μα, δεν είναι μόνο αυτά που συμβαίνουν σε αυτό το μυθιστόρημα-μαγική γυάλα. Το παλιό χωρίο είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος, το νέο είναι ένα φάντασμα της χύδην ανάπτυξης: τουρίστες πάνε και έρχονται, αφήνουν τα χρήματά τους, ερωτοτροπούν με τους ντόπιους, μετατρέπουν το νέο τόπο σε αγοραίο παζάρι. Όλες οι φυλές του… Ισραήλ μαζεύονται στο Νιόφυτο και το χωριό ανθίζει οικονομικά, αλλά ολοένα βυθίζεται. Αυτά τα καταραμένα νερά δεν λένε να το αφήσουν σε ησυχία. Ο Αδαμάντιος, αυτή η παράξενη, καλοντυμένη, ενεργητική φιγούρα, που κουβαλάει στο αίμα του το δράμα της οικογένειας, σπέρνει αινίγματα που δεν έχουν λύση, φτιάχνει πουλιά που έχουν τη συμμετρία ενός άλλου κόσμου, βρίσκεται στο κατώφλι αθέατων πραγμάτων, συνομιλεί με τη γυναίκα που τον έσωσε και τον αφάνισε. Είναι ο τελευταίος των Ραγκουδαίων που κάνουν μόνο αγόρια; Μα, ποιος θα μένει ανέπαφος, έτσι και αλλιώς, σε ένα χωριό που πάλι ετοιμάζεται να… περπατήσει για αλλού;

 

Μαρία Ξυλούρη

Μαρία Ξυλούρη

 

Ήταν ένα χωριό που το έλεγαν Νιόφυτο και άρχισε να βυθίζεται και σε αυτό βάλτε όποιον συμβολισμό θέλετε. Η Ξυλούρη δεν πέφτει στην παγίδα να ονοματίσει, μένει προσκολλημένη στην ιστορία της. Μόνο που η ιστορία, από μόνη της, υπερπηδάει το περίγραμμά της και οδεύει για αλλού. Είναι κι αυτή μια ιστορία-σχεδία προς άγνωστο προορισμό. Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα πυκνής χρωμάτωσης. Η γλώσσα είναι σχεδόν τραγουδιστή, εύπλαστη, κομμάτι μιας ακριβής παραμυθίας. Η δομή φέρει μια επιμέλεια απαλλαγμένη από απωθητικές συνεκδοχές. Η μία ιστορία πηγαίνει στην άλλη, είτε προσθετικά είτε ως ταλάντωση. Όλα αρχίζουν και ολοκληρώνονται (… αλλά δεν τελειώνουν) μαγικά και ιμπρεσιονιστικά. Είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο από κόμπους που ζητούν απεγνωσμένα λύσιμο. Είναι οι τύψεις των ανθρώπων που δεν βρίσκουν λύτρωση. Είναι η χειροπιαστή κατάρα τους που δεν βρίσκει γιατρικό. Η Ξυλούρη αφηγείται το πλήθος των τραυμάτων σε έναν τρόπο οριακό, ζωντανό, απαράμιλλα διεγερτικό. Εν συνόλω: ίσως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων ετών που εκδόθηκαν στα μέρη μας.

 

nyxt_vardia

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top