Fractal

Σε ήχους νυχτερινών ραδιοφωνικών ακροάσεων

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Νυχτερινή ακρόαση», μυθιστόρημα, Ευγενία Φακίνου, εκδόσεις Καστανιώτης

 

Μπορούμε άραγε να σκεφτούμε μια εποχή που οι ακροάσεις των ραδιοφωνικών εκπομπών (κυρίως οι νυχτερινές) θα είναι μια ανάμνηση για τους παλαιότερους και μια ασαφής έννοια για τους πολύ νεότερους;

Το ραδιόφωνο. Ένα μετρίου μεγέθους SABA, τοποθετημένο πάνω στον μπουφέ και μονίμως ανοιχτό, σ’ ένα σταθμό που έπαιζε κυρίως τραγούδια.

 

Πώς να εξηγηθεί σε κάποιον, που έχει συνηθίσει να συνδέει τη φωνή με την εικόνα, ο εθισμός σε μια ακρόαση απρόσωπη, να μη βλέπεις αυτόν που τραγουδά ή που μιλά με «ραδιοφωνική» φωνή και όμως  να νιώθεις πως συνδιαλέγεσαι μαζί του, πως συμπάσχεις με όσα σου φέρνουν τα κύματα στη συσκευή ενός ραδιοφώνου; Μια επικοινωνία τόσο δεμένη με την εποχή που παρήλθε, τότε που η οικογενειακή διασκέδαση ήταν συνώνυμη της ακρόασης εβδομαδιαίων εκπομπών, τότε που μικρά τρανζιστοράκια παρακινούσαν σε νυχτερινές πολύωρες ακροάσεις τους πιο μοναχικούς.

Το νέο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Ο ένας, κλασικός και συνήθης στους φίλους της μεγάλης αφήγησης (του μυθιστορήματος), ακολουθεί την πλοκή που περικλείει τους ήρωες (κύριους και δευτερεύοντες) καθοδηγώντας τους στην περιπέτεια -απαραίτητη συνθήκη της γραφής αυτής- και ταυτίζεται (ιδανικά) με τη μοίρα τους. Η ζωή της Ελένης, της ηρωίδας της Φακίνου με τις μυθοπλαστικά επινοημένες ανατροπές, προσφέρεται για αναγνωστικές περιπλανήσεις. Ένα χωριό κάπου στον κάμπο, αδιάφορο και  ασήμαντο, χωρίς τη σωτήρια διέξοδο σε μια θάλασσα, χωρίς το -επίσης σωτήριο για ανύψωση της ζωής τους- υψόμετρο των βουνών, κάτι που να τους αποκόψει από μια ισοπέδωση ή από μια αναπόφευκτη ανεπιθύμητη φυγή προς άλλους ορίζοντες, μακριά από τον γενέθλιο τόπο. Με τους νέους να φεύγουν ή να μαραζώνουν δίπλα σε γέροντες συμβιβασμένους με το ίσωμα της ζωής τους, με τα παιδιά να μεγαλώνουν ήδη από την ανύπαρκτη παιδική τους ηλικία υιοθετώντας τις συνήθειες των γεροντότερων και τη μοιρολατρία τους. Ως να έρθει και γι’ αυτά η ώρα του ξεριζωμού.

Γέρασαν πριν την ώρα τους τα παιδιά, έγιναν μουρτζούφλικα και εριστικά, έπαιζαν άγρια παιχνίδια με σπρωξιές και τρικολοποδιές, δεν άφηναν κανένα κουσούρι συμπαίκτη τους να πέσει κάτω, αδιάφορα στο σχολείο, άντε να τελειώσουν κι αυτό το βάσανο, να πάνε στα ξένα να συναντήσουν τους γονείς τους, που θα τους έβρισκαν ξένους κι αυτούς. Πάντα θα ήταν μετέωρα, θα είχαν τον αβόλευτο στην ξενιτιά, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και τις συνήθειες των άλλων, χωρίς να θυμούνται στην πραγματικότητα τον πατέρα, τη μάνα ή τ’ αδέλφια τους που είχαν μεγαλώσει αλλιώς, αλλά δε θα χωρούσαν ούτε στο χωριό όταν θα επέστρεφαν μετά από χρόνια. Μια γενιά που μεγάλωσε με γέρους κι ενηλικιώθηκε με ξένους, αν και συγγενείς πρώτου βαθμού.

Σ έναν τέτοιο τόπο μπορείς να βρεις τη μοναδική διέξοδο που υπάρχει, αν φυσικά τη διακρίνεις, γιατί πρέπει να κοιτάζεις προς τα πάνω, ακόμη κι αν αυτή η στάση προκαλεί τους χαμερπείς και εσύ το πληρώνεις με απομόνωση και σχόλια συνεχή από τους καλοθελητές γύρω. Ίσως έτσι, όμως, να τραβήξεις την προσοχή κάποιου που επίσης δεν πατά απολύτως καλά στο έδαφος της μίζερης επαρχίας, που υπερίπταται και ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή, πιο μακριά, πιο ανοιχτά, πιο όμορφα. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο Μάξιμος ο «φαροφύλακας». Φυσικά σ’ έναν τόπο χωρίς θάλασσα δεν είναι υπαρκτή η ασχολία αυτή. Ο φαροφύλακας, ωστόσο, υπάρχει, όσο υπάρχει η επιθυμία να βλέπει φουρτουνιασμένους ορίζοντες, που χρειάζονται το φως που αυτός θα τους ανάβει ανελλιπώς. Κι αν έχει την έμπνευση να δημοσιεύει στην τοπική εφημερίδα ιστορίες με καράβια που σώζονται βλέποντας το φως του φάρου, τότε τον λασπωμένο καμπίσιο τόπο τον μετατρέπει σε καράβι για να ταξιδεύουν όλοι οι κάτοικοι μαζί με γοργόνες και πειρατές, που έρχονται στα όνειρά τους. Γιατί, σημαντικό κι αυτό, ο Μάξιμος ξέρει να αφηγείται ιστορίες, απ’ αυτές που ξαφνιάζουν τους άλλους και ξεσηκώνουν τη φαντασία της Ελένης.

Ο τόπος κλειστός, η νοοτροπία αδυνατεί να κατανοήσει την ερωτική σχέση, κι ας έχει μείνει αυτή μόνο στη θεωρητική ολοκλήρωσή της· ήδη -γι’ αυτούς- έχει ξεπεράσει τα όρια. Έτσι ο μεν Μάξιμος θα βρεθεί να οργώνει δρόμους ατελείωτους με φορτηγό, μακριά από τον φάρο που ονειρεύτηκε, και η Ελένη θα βρεθεί να μαθαίνει μοδίστρα δίπλα σε μακρινές της θείες (τις δίδυμες Σία και Σία) στην Αθήνα. Το μόνο που θα μάθει στην εντέλεια θα είναι το φινίρισμα των ρούχων. Όμως στο σπίτι υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον από τα φιγουρίνια, τις πλούσιες πελάτισσες και τα ραψίματα: το ραδιόφωνο! Και όταν είσαι στην Κυψέλη τη δεκαετία του ’60, αυτό  μπορεί να είναι και μαγικό.

Από το σημείο αυτό και πέρα ο αναγνώστης έχει την επιλογή να διαβάσει την ιστορία με άλλον πρωταγωνιστή. Ο ήχος του ραδιοφώνου συντροφεύει, υποκαθιστά την ανθρώπινη παρουσία, ανοίγει ορίζοντες διαφυγής.

Το ερωτεύτηκε η Ελένη, ήταν η συντροφιά της κι η παρηγοριά της, κάθε τραγούδι, κάθε στίχος τραγουδιού νόμιζε πως είχε γραφτεί γι’ αυτήν.[…] Απ’ όλα τα παλιά τραγούδια η Ελένη ένα είχε ξεχωρίσει, ένα με τη φωνή της Δανάης, το είχε κάνει δικό της, και το μουρμούριζε κάθε βράδυ, σαν προσευχή, σαν ευχή και σαν παράκληση: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».

 

Ευγενία Φακίνου

 

Όταν όμως εύχεσαι κάτι έτσι με την αοριστία του δεύτερου προσώπου, χωρίς ένα όνομα, δεν είναι πάντα αυτό που επιθυμείς που γίνεται πραγματικότητα. Ο Μάξιμος χαμένος από χρόνια -η Ελένη θέλει να τον φαντάζεται να κυβερνά τον θαλάσσιο χώρο μέσα από το φως του φάρου του-, ο Παύλος είναι πιο γήινος, πιο χειροπιαστός και προσεγγίσιμος. Είναι όμως αυτό που αληθινά θα γεμίσει τη  μοναξιά της; Οι νυχτερινές ακροάσεις θα πληθύνουν, η επικοινωνία -έστω και πλασματική- θα πάρει άλλη διάσταση στη ζωή της. Κι όταν θα βρεθεί κυριολεκτικά τώρα μόνη, η συντροφιά της θα είναι ο αρτοποιός «Κοσμάς ο Αιτωλός», η νοσοκόμα «η αντ’ αυτής», ο «Ιώβ ο υπομονετικός», ο νταλικέρης «άρχοντας της εθνικής» και ο ερημίτης με τον σκύλο του τον Μιλάνο, από το όνομα πόλης όπου βρέθηκε. Όλοι να προβάλλουν κάτι που και είναι και δεν είναι η αληθινή τους υπόσταση, πίσω από τον απρόσωπο ήχο της ραδιοφωνικής εκπομπής. Και όλοι να αναζητούν τον λίγο χρόνο της επαφής με τον κόσμο που ακούει αλλά δεν μιλά, όλοι να στέλνουν μηνύματα και αφιερώσεις με μοναδικούς αποδέκτες· και τα μηνύματα να πολλαπλασιάζουν την πιθανότητα μιας ερμηνείας απολύτως προσωπικής για τον ξένο ακροατή, που για λίγο νιώθει τη μέθεξη στον αλλότριο πόνο ή στην ανοίκεια χαρά. Τι θα συμβεί, όμως, όταν ανάμεσα στις μοναξιές των ακροάσεων ακουστεί και ένα γνώριμο όνομα να έρχεται από τα παλιά για να ακυρώσει μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα χρόνια της μη βιωμένης ζωής της Ελένης; Με πρωταγωνιστή το ραδιόφωνο η ιστορία αποκτά άλλες διαστάσεις, ξεφεύγει από την περίκλειστη ζωή των ηρώων και ανοίγεται πρόθυμη να απαντήσει σε ερωτήματα δύσκολα που αφορούν έναν έτσι κι αλλιώς οριοθετημένο στα ραδιοκύματα κόσμο (άρα θεωρητικά περίκλειστο επίσης) με μια δυναμική ωστόσο να  πάρει τη μορφή ιδεατού χώρου, συνιστώντας μια πρόκληση ζωής αλλά ταυτόχρονα και μια αναγνωστική πρόκληση. Προτιμώ αυτόν τον δεύτερο τρόπο ανάγνωσης.

Η «Νυχτερινή ακρόαση» μιλά για τους ανθρώπους που μοναχικά αναζητούν μια διέξοδο στο τέλμα της συνήθειας, της ρουτίνας, ίσως και της ακυρωμένης τους ελπίδας για κάτι καλύτερο. Ωστόσο, απευθύνεται αναγνωστικά μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να νιώσουν τη μαγεία του ραδιοφώνου, να σχηματίσουν με τη σκέψη την απούσα εικόνα, να μετασχηματίσουν τη φωνή σε παρουσία προσωπική, να μεταλλαχθούν σε αποκλειστικό αποδέκτη του μηνύματος που εκπέμπεται. Εν τέλει να ακούσουν τις ιστορίες του επίσης ακυρωμένου φαροφύλακα. Και να είναι αυτές ακριβώς οι ιστορίες ικανές να γεφυρώσουν χάσματα ματαιωμένων ονείρων.

Και τότε η Ελένη, με μια ξαφνική έμπνευση, διόλου προετοιμασμένη να πει κάτι παρόμοιο, χαρούμενη ωστόσο που της ήρθε αυτό και όχι κάτι άλλο, του είπε χαμογελώντας, κι ας μην μπορούσε εκείνος να δει το χαμόγελό της, του είπε: «Πες μου μια ιστορία, Μάξιμε».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top