Fractal

Μια αληθινή ιστορία αγάπης

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Νυχτερινές ικεσίες» του Σαντιάγκο Γκαμπόα, μτφ: Βασιλική Κνήτου, Εκδ. Πόλις, σελ. 400

 

Για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές και ο μαγικός ρεαλισμός του έκατσαν στο σβέρκο των Κολομβιανών επιγόνων του και μέτρο από το δρόμο του δεν έφυγαν, σάμπως και τα στερνά άλλο δεν πρέπει να κάνουν από το να τιμούν τα πρώτα, υπάρχουν οι χαρίεις Σέρχιο Αλβάρες, Μάριο Μεντόζα, Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες και Σαντιάγκο Γκαμπόα να αναμετρηθούν με τις λέξεις από το δικό τους ευγενές ύψος.

Κανένας τους δεν πέφτει στην παγίδα της μιμητικής, ούτε φέρει την ευθύνη να προχωρήσει την τέχνη του «πατερούλη» σε μια φολκλόρ σημερινή εκδοχή.

Μοιάζει να είναι αυταπόδεικτο γι’ αυτούς να μιλήσουν για την Κολομβία που έζησαν και ζουν. Πρόκειται για μια λογοτεχνική πράξη ευθύβολη, αλλά όχι απομαγευτική. Συχνάκις σκληρή, καθώς τραβούν το πέπλο των δεινών της χώρας, δίχως όμως να αφαιρούν τη δραστική δύναμη του μύθου, του ύφους και της πλοκής.

Ο Γκαμπόα μεταφράζεται για δεύτερη φορά στα ελληνικά (έχει προηγηθεί πριν από 16 χρόνια το μυθιστόρημά του «Το να χάνεις είναι ζήτημα μεθόδου» (εκδ. Opera). Το μόνο κοινό που υπάρχει με το μυθιστόρημα «Νυχτερινές ικεσίες» είναι οι μετα-νουαρίστικες περιελίξεις, αλλά και το έντονο στοιχείο κριτικής γι’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Κολομβίας.

Η ιστορία που αφηγείται ο Γκαμπόα θα μπορούσε κάλλιστα να συμπιεστεί από τις μυλόπετρες της κοινοτοπίας. Έχουμε να κάνουμε με τις περιπέτειες δύο αδελφών, του Μανουέλ και της Χούανα. Και τα δύο τους δεν έχουν περάσει την οικογενειακή βάσανο αβρόχοις ποσίν.

Αντιθέτως, οι συναισθηματικοί και ψυχολογικοί μώλωπες που τους άφησαν οι συντηρητικοί γονείς τους είναι απόλυτα εμφανείς πάνω τους. Άλλωστε, αυτός είναι ο ρόλος που η σχέση τους αποκτάει την έννοια της άμυνας απέναντι στον οδοστρωτήρα του σπιτιού (αρχικά) και της εχθρότητας της κοινωνίας (στη συνέχεια).

Τα δύο παιδιά είναι ξένα απέναντι σε ό,τι τα περιβάλλει. Ενώνονται με δεσμούς αξεδιάλυτους, αντιλαμβανόμενα πλήρως τη διαφορετικότητά τους, διότι αν αφεθούν στο κύμα γνωρίζουν πως θα τους καταπιεί αυτοστιγμεί. Η σχέση τους παύει να είναι στενά αδελφική, αποκτάει το βαθύ χρώμα μιας αγάπης άδολης, θυσιαστικής, εμποτισμένης από ατόφια στοργή.

Ο Μανουέλ είναι εξαρχής ένα διαφορετικό παιδί, φιλομαθής, με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες (δημιουργεί εξαίρετα γκράφιτι στο δρόμο). Η Χουάνα, περισσότερο πραγματίστρια, έχει αποφασίσει να τον πάρει υπό τον προστασία της και παντί τρόπω, να τον βοηθήσει να κάνει πράξη τα όνειρά του και ουσιαστικά να τον οδηγήσει με ασφάλεια στο μακρύ δρόμο της ενηλικίωσης. Ακόμη κι αν πρέπει η ίδια να αναλωθεί ως προσωπικότητα για να επιτευχθεί ο ανώτερος σκοπός.

Φευ, κάπως έτσι γίνεται τελικά. Αποδιωγμένη ουσιαστικά από την οικογένειά της -οι καβγάδες για τα πολιτικά είναι παροιμιώδεις με τον πατέρα της να υποστηρίζει τον σκοτεινό πρόεδρο Ουρίμπε και τους παραστρατιωτικούς, ενώ εκείνη απαιτεί με ορμητικότητα ένα άλλο μέλλον για τη χώρα της-, αλλά και με εντατική ζέση να κάνει το καλό για τον αδελφό της, δεν διστάζει να πουλήσει το κορμί της σε υψηλά κυβερνητικά στελέχη. Ο στόχος της είναι διττός: το εύκολο κέρδος, αλλά και μια προσπάθεια να εκδικηθεί από μέσα τους γκάνγκστερ της κυβέρνησης που δεν διστάζουν να σκοτώνουν κόσμο (κυρίως αριστερούς αντάρτες) εν ψυχρώ.

 

Santiago Gamboa

 

Τα ίχνη της Χουάνα χάνονται. Ολοι νομίζουν ότι κάποιος την έχει «εξαφανίσει», αλλά εκείνη θα διαβεί χώρες και ηπείρους σε ένα δραματικό ταξίδι. Από την Κολομβία θα μεταβεί στην Ιαπωνία κι από εκεί στην Τεχεράνη για να ταξιδεύσει άρον άρον στην Μπανγκόκ.  Ο αδελφός της την αναζητεί και όταν μαθαίνει πού βρίσκεται αποφασίζει να την βρει. Για να βρει χρήματα δέχεται να γίνει ακόμη και βαποράκι. Κάπως έτσι, δίχως όμως να ευθύνεται, συλλαμβάνεται στην Μπανγκόκ για κατοχή ναρκωτικών. Μπαίνει στη φυλακή και κινδυνεύει με την εσχάτη των ποινών. Σε αυτό το σημείο μπαίνει στην ιστορία ο πρόξενος της χώρας του, ο οποίος προσπαθεί να τον σώσει. Επί της ουσίας είναι ο συνδετικός κρίκος των δύο αδελφών, αλλά και του μυθιστορήματος. Αμφότερα τα παιδιά θα του εξομολογηθούν τη ζωή τους θέλοντας να πετάξουν από πάνω τους το βάρος της μοίρας και της ενοχής.

Το μυθιστόρημα αλλάζει συντεταγμένες ανάλογα με το ποιος μιλάει και τούτο είναι το μεγάλο επίτευγμα του Γκαμπόα. Δεν είναι ο κοσμοπολιτισμός ή η χωρική και χρονική έκταση με τα οποία ενδύει την -έτσι και αλλιώς- πλούσια ιστορία του. Δεν είναι μόνο οι άμεσες νύξεις για τους λεκέδες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην Κολομβία. Αν θέλετε, δεν είναι ούτε μόνο τα ποικίλα βιβλιοφιλικά και καλλιτεχνικά αναβρύσματα από σελίδα σε σελίδα. Οι αναφορές στον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, τον Εσνόζ, τον Φουέντες, τον Σαρτρ, τον Βόνεγκατ, τον Ρεμπώ, τον Ριμπέιρο και κάμποσους άλλους.

Αυτό που μετασχηματίζει/εξυψώνει/διαστέλλει το μυθιστόρημα είναι ότι ο Γκαμπόα δίνει φωνή σε τέσσερις απολύτως διακριτές φυσιογνωμίες και τις αφήνει να μιλήσουν με το δικό τους στόμα. Μιλάει ο πρόξενος, ο Μανουέλ, η Χουάνα και μια cyber-φιγούρα, τα κεφάλαια της συγκεκριμένης είναι κάτι σαν πολυπρισματικά ιντερλούδια. Μαθαίνουμε αυτή την ιστορία από την ευρυχωρία των φωνών, από το ξεχωριστό ηχόχρωμα καθεμιάς ξεχωριστά.

Το όλον είναι ένα πανδαιμόνιο έμπνευσης. Το ύφος ευημερεί και απλώνεται με διαφορετικούς τροπισμούς (άλλοτε έχουμε να κάνουμε με αστυνομική πλοκή, άλλοτε με νουάρ, κι άλλοτε με αισθηματική επωδό), η πλοκή αφήνει πίσω της πολλαπλά συναισθηματικά εναύσματα. Το φινάλε του είναι πρότυπο για το πώς διαχειρίζεται ο επιδέξιος συγγραφέας την αμετάβλητη απώλεια δίχως να ξεπέφτει σε ευκολίες. Καμία συγγραφική αυταρέσκεια: μόνο ανόθευτες λέξεις και δύναμη· πολλή δύναμη. Ναι, τελικά έχει δίκιο ο Μανουέλ όταν λέει στον πρόξενο ότι αυτό δεν είναι μια αστυνομική ιστορία, αλλά μια ιστορία αγάπης. Τω όντι, είναι και με το παραπάνω.

Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στη Βασιλική Κνήτου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top