Fractal

Διήγημα: «Νύχτα»

 Της Γιώτας Αναγνώστου //

 

 

f8

 

Νύχτα στην πλατεία. Το ’ξερε πως δεν έπρεπε να βγει, μα βγήκε. Η απαγόρευση ήταν γενική. Από τότε που επικράτησαν οι σκοτεινοί. (Αν στο σημείο αυτό σκέφτηκες: αυτό με τους σκοτεινούς κάπου το έχω ξαναδιαβάσει, σπεύδω να σε σταματήσω και να σε διαβεβαιώσω: πράγματι το έχεις ξαναδιαβάσει και αυτό γιατί όντως οι σκοτεινοί επικράτησαν. Επομένως, αφού το σκέφτηκες μόνος σου, δεν υπάρχει η παραμικρή ανάγκη να σου παραθέσω τη σχετική βιβλιογραφία και τις ιστορικές πηγές που το αποδεικνύουν. Μπορείς πολύ εύκολα σκαλίζοντας λίγο πιο έντονα τη μνήμη σου να ανασύρεις όλη την απαραίτητη πληροφορία. Οπότε συνεχίζω). Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Οι ελεύθεροι σκοπευτές ακροβολισμένοι στα γύρω κτήρια. Οι κάμερες να γράφουν. Όταν οι σκοτεινοί ήθελαν κάτι να επιβάλουν, ήξεραν και τον τρόπο. Ούτε συλλήψεις ούτε δικαστήρια. Απλώς εκτελούσαν. (Αν συνεχίζεις τη μνήμη να σκαλίζεις να δεις πόσους γνωστούς θ’ ανακαλύψεις στη λίστα των νεκρών. Μα θα σε παρακαλέσω, μην διανοηθείς να σκεφτείς εσύ πώς γλίτωσες, γιατί τότε δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσεις αυτή την ιστορία που είναι και το ζητούμενο). Κινήθηκε στη σκιά. Όπως αναβόσβηναν τα λαμπιόνια στα δέντρα, άφηναν πολλά μέρη σκοτεινά. Φορούσε σκούφο κι ένα κασκόλ. Μόνο τα μάτια του να φαίνονται. Τυλιγμένος στο μαύρο παλτό του. Κομμάτι κι αυτός από το συμπαγές σκοτάδι. Έπρεπε να διασχίσει τη μεγάλη πλατεία δίχως να τον πάρουν χαμπάρι. Πόνταρε στο διαβολεμένο κρύο και στο σκοτάδι. Ίσως οι σκοπευτές κουλουριασμένοι να το ’χαν ρίξει στο πιοτό. Ζεσταίνει το οινόπνευμα. (Βάλε κι εσύ ένα ποτό. Ζεσταίνει και τη συνείδηση αποκοιμίζει. Μα να το πιεις σιγά-σιγά, σαν να τ’ απολαμβάνεις). Κι ύστερα το σκοτάδι ήταν βαθύ.

Τα λαμπιόνια το έκαναν βαθύτερο. Και να τον έπιαναν οι κάμερες δεν θα ξεχώριζε έτσι όπως ήταν φασκιωμένος. Τα μαλακά του παπούτσια. Τα γρήγορα βήματά του. Πάνω σε σωρούς προκηρύξεων και φύλλων ενός φθινοπώρου που έδωσε τη θέση του σ’ έναν σκληρό χειμώνα. Το κρύο περόνιαζε το κορμί του. Ζήλεψε τη σκέψη ότι οι ακροβολισμένοι σκοτεινοί μπορεί να κατέβαζαν οινόπνευμα από κάποιο φλασκί. Δε σταμάτησε. Μέχρι που ανταμώθηκε μ’ ένα ζευγάρι μάτια. Το μόνο ακάλυπτο μιας μαύρης φιγούρας. Τ’ αναγνώρισε τα μάτια της. Τι διάβολο γύρευε τέτοια ώρα στην πλατεία; Ούτε κι εκείνη είχε πάρει το βραδινό κατασταλτικό της. (Βέβαια εσύ κι εγώ το πήραμε γι’ αυτό και ήταν μόνοι στην πλατεία). Δεν ένιωθε τον κίνδυνο; Οι σκοτεινοί δεν απειλούν. Απλώς εκτελούν. Κοιτάχτηκαν. Κατέβασαν τα κασκόλ.

«Γυναίκα, ποιον ζητάς;»

«Εσένα»

Ένωσαν τα χείλη. Τα χείλη τους βρήκαν τον δρόμο κι ας είχαν τόσα μεσολαβήσει. Ο χρόνος κύρτωσε σ’ αυτή την ένωση και ακινήτησε. Την κρατούσε σφιχτά αγκαλιά, χαμένος στο φιλί της. Τον έλουσε το φως του τότε. Το φως του έρωτα που έζησε μαζί της, πριν την επικράτηση των άλλων. Δεν άκουσε τη σφαίρα. Ένιωσε μόνο ένα κάψιμο στην πλάτη. Το ίδιο που κι εκείνη ένιωσε στο στήθος.

«φίλα με…»

«ήθελα να σε δω…»

«γι’ αυτό βγήκα…»

«φίλα με…»

«μόνο τα χείλη…»

«γι’ αυτό κι εγώ…»

«κράτα με…»

«μαζί…»

 

(Πρωί-πρωί τα πτώματά τους πρέπει να’ χουν απομακρυνθεί από την πλατεία. Οι πλάκες να πλυθούν με επιμέλεια. Ποιος έχει σειρά;)

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top