Fractal

Χαρτογραφώντας έναν άλλο πλανήτη: Για την ταινία “Χειμερία νάρκη” του Ν. Μπ.Τσεϊλάν

Από την Μαρία Γαβαλά //

 

gav1

 

Στην προηγούμενη ταινία του Ν. Μπ. Τσεϊλάν “Κάποτε στην Ανατολία” (2011), η αναζήτηση ενός πτώματος θαμμένου στη ρίζα ενός δέντρου, ήταν η αφετηρία για μια μετακίνηση στην τουρκική ενδοχώρα, η αιτία για μια κατάδυση σε έναν κόσμο με χαρακτηριστικά εξωτικής ομορφιάς, εκείνον των στεπών. Η αφήγηση ξετυλιγόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, κυρίως, με τους ήρωες (μια μικρή ομάδα ανθρώπων που εκπροσωπούν τον νόμο και έναν σιδηροδέσμιο ύποπτο για φόνο) να βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στην απεραντοσύνη του τοπίου, κινούμενοι διαρκώς χωρίς να μπορούν να συγκεκριμενοποιήσουν το γεωγραφικό στίγμα του προορισμού τους, και περιμένοντας το ξημέρωμα για να το ανακαλύψουν, όπως και να αντιληφθούν τις πραγματικές διαστάσεις του χώρου ο οποίος τους περιβάλλει. Η γη –άγνωστη, διαφορετική, ασυνήθιστη, επίφοβη –είναι εκεί, από καταβολής κόσμου, για να επιβάλλει τους νόμους της στους ανθρώπους, στους επισκέπτες, στους εξερευνητές. Η φύση, στην αδάμαστη εκδοχή της, όπως άλλωστε και οι ακραίες καιρικές συνθήκες, είναι παρούσες σε κάθε ταινία του Τούρκου κινηματογραφιστή (και φωτογράφου). Απαραίτητη συνοδοιπόρος σε κάθε κινηματογραφικό ταξίδι του («Το χωριό», «Σύννεφα του Μάη», «Μακριά», «Κλίματα αγάπης»…), ένας ουσιώδης μάρτυρας για να καταδείξει, με τον δικό της αυστηρό αλλά ξεκάθαρο τρόπο, τον αγώνα δρόμου της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κινηματογραφική κάμερα στήνεται απέναντι σε μια αχαρτογράφητη ακόμη ήπειρο, στο αχανές μιας δύστροπης και αινιγματικής ερήμου.

Στη «Χειμερία Νάρκη», ο μικρός ξενώνας με το όνομα «Οθέλλος» (χάριν του Σαίξπηρ), ιδιοκτησία του κεντρικού ήρωα Αϊντίν, βρίσκεται στην καρδιά της Καππαδοκίας, της γης των άγριων αλόγων, που είναι και το εκτενέστερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Τουρκίας. Μια (σεληνιακή) περιοχή με εξωπραγματικούς γεωλογικούς σχηματισμούς, ένα απέραντο οροπέδιο με φαράγγια, υπόσκαφες εκκλησίες, μοναστήρια, κατοικίες τρωγλοδυτών… Και λόγω όλων αυτών, ένας φημισμένος τουριστικός προορισμός, σε νεκρή όμως σαιζόν, εξαιτίας του χειμώνα. Το άκρως εντυπωσιακό αυτό φυσικό σκηνικό δίνει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να στήσει μια παραστατική συνέχεια, μια γέφυρα που οδηγεί στη συγχώνευση του ανθρώπου με τη φύση. Μοιάζει σαν να επιχειρείται μια επιστροφή του Τσεϊλάν, του ίδιου του κινηματογράφου, προμελετημένη όσο και αυθόρμητη, στις απαρχές του κόσμου. Παράλληλα, σκηνοθετείται και μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών πλάνων. Τα πρώτα εκπέμπουν την αίσθηση του ανοικτού, απεριόριστου, ακατανόητου, μυστηριακού, παγωμένου και ανατολίτικου, τα δεύτερα είναι περισσότερο οικεία και προσιτά στον δυτικό θεατή: αποπνέουν «δυτικό» άνεμο, ορθολογισμό, ζέστη, φλόγα, μας εισάγουν στο κλειστό και περιορισμένο, με θερμούς χρωματισμούς και απαλό φωτισμό. Τα σκηνικά των εσωτερικών χώρων μοιάζει να έχουν μεταφερθεί στην καρδιά της πέτρινης χώρας από μια παράσταση του Βυσσινόκηπου ή του Θείου Βάνια. Ο αστικός αέρας πνέει από παντού. Γίνεται ολοφάνερο πως ο σκηνοθέτης πρόκειται να κινηθεί σε δύο ταμπλό. Μέσα-έξω, ανοικτό-κλειστό, δυτικό-ανατολικό, αστικό-αγροτικό, θερμό-ψυχρό, φωτιά-πάγος. Και μέσα απ’ αυτή τη συνεχή αντιδιαστολή, βρίσκει την ισορροπία της αισθητικής και της λογικής στην αφήγησή του.

 

gav2

 

Ο τίτλος της ταινίας είναι πολύ εύγλωττος. Η πάχνη του χειμώνα δεν καλύπτει μόνο το βραχώδες τοπίο, αλλά απλώνεται και πάνω στα πρόσωπα, κυρίως πάνω στους κεντρικούς ήρωες της αφήγησης. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα καλύπτονται απ’ την πάχνη του ψύχους, το ίδιο όμως συμβαίνει και για κάθε προσποίηση. Το κρυστάλλινο κουκούλι του λήθαργου («Κουκούλι» ήταν επίσης ο τίτλος της πρώτης, μικρού μήκους, ταινίας του Τσεϊλάν, γυρισμένης το 1995) κάποια στιγμή θα σπάσει και το περιεχόμενό του θα χυθεί ασυγκράτητα έξω, αποκαλύπτοντας έτσι τις πλέον βαθιές πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας (Δες και την ταινία «Τρεις πίθηκοι»- 2008, έκτη κατά σειρά ταινία του Τσεϊλάν). Καθετί κρυμμένο επιμελώς. Από την εμφανέστατη λοιπόν διαφορά μεταξύ του «μέσα» και του «έξω», περνάμε και στην υπόγεια σύγκρουση αντίρροπων συναισθηματικών καταστάσεων ή ιδιαιτεροτήτων της ανθρώπινης ψυχής.

Ο δριμύς χειμώνας είναι λογικό να συμβάλλει σε συναισθηματικές ενδοσκοπήσεις. Να πυροδοτεί απρόσμενες εκρήξεις. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση ενός ανθρώπου φύσει απόμακρου και μονόχνοτου, ενός τυφλοπόντικα όπως θα έλεγε ο Σαίξπηρ –που στοχάζεται και πάσχει, ωστόσο τα δεινά του δεν μπορούν να αλλάξουν την τυφλοποντικήσια (1) μοίρα του – , ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ουμανιστή, ενώ σταδιακά αποκαλύπτεται πως, συγχρόνως, είναι ένας ναρκισσευόμενος και αρκετά μισαλλόδοξος άνθρωπος. Ένας εγωιστής αστός, ο οποίος όμως έχει την ευφυΐα και την ικανότητα να διαπιστώνει το βαθύ χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής (αλλά και των άλλων ανθρώπων που τον συναναστρέφονται) και στους ρυθμούς του δικού του κόσμου. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σαν κάθε συνεπής αυτάρεσκος, θέλει να επιβάλλει στους άλλους την προσωπική του ρότα, αναγκασμένος ταυτοχρόνως να αναζητά διέξοδο για να μην καταποντιστεί λόγω της αδιαλλαξίας του.

 

gav3

 

Ο Αϊντίν, όμως, παρά τον υπερτροφικό ναρκισσισμό του, είναι ένας άνθρωπος που αναζητά και την προσωπική του, καταρχάς, αλήθεια. Κατόπιν, την αλήθεια των οικείων προσώπων του, ή των προσώπων που αποτελούν το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του. Έχει τη νηφαλιότητα και την εξυπνάδα να θεωρεί την αλήθεια θεμέλιο λίθο της ύπαρξής του. Ποιος είναι στην πραγματικότητα; Πλούσιος κληρονόμος, διανοούμενος, πρώην ηθοποιός, νυν αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα για να σκοτώνει τον καιρό του (για να βγαίνει από τον πνευματικό λήθαργό του) και για να κοινοποιεί τις ιδέες του. Φιλοδοξεί μάλιστα να γράψει την ιστορία του τουρκικού θεάτρου, ενώ δίνει την εντύπωση μάλλον δυσκίνητου και μαλθακού ανθρώπου. Κάποιου ο οποίος κωλυσιεργεί μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Είναι ικανός να αποστομώνει τους συνομιλητές του, μάστορας της διαλεκτικής, εντυπωσιακός ρήτορας, ανίκανος όμως να επικοινωνεί ουσιαστικά με τους συνανθρώπους του. Η οπτική του είναι εκείνη ενός ηλικιωμένου και μάλιστα αρτηριοσκληρωτικού. Επιπλέον, έχει στο πλάι του μια νεαρή γυναίκα, με ομορφιά και γοητεία πέραν του συνηθισμένου. Είναι θωρακισμένος, έχει το πλεονέκτημα. Είναι οφθαλμοφανές, λοιπόν, πως πρόκειται για πρόσωπο που κοιτάζει τον κόσμο αφ’ υψηλού, από τον θρόνο της υπεροχής του, απ’ το παλάτι-κάστρο όπου έχει αποσυρθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμμονή του να παραποιεί, απαξιώνοντας, το όνομα του δάσκαλου, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει έναν εχθρό που τον απειλεί, κάποιον που πλευρίζει τη νεαρή γυναίκα του. Γενικώς, έχει την τάση να ψάχνει γύρω του για εχθρούς, ανθρώπους που απειλούν τα κεκτημένα του, που επιχειρούν να διαταράξουν την ηρεμία και ασφάλεια του θρόνου-άντρου του. Τούτη δω η διαφορά στάθμης, όπως και ο φόβος του, τον φέρνουν αντιμέτωπο με όσους έχουν διαφορετική άποψη (η αδελφή του, η γυναίκα του, ο δάσκαλος, οι ενοικιαστές του…), με κάθε αντιφρονούντα και διαφωνούντα, διευρύνοντας έτσι και το χάσμα των ταξικών αντιθέσεων. Ταράζεται μεν και αφυπνίζεται, συνειδησιακά, με την ουρανοκατέβατη πέτρα που θρυμματίζει το τζάμι του αυτοκινήτου του, παρακολουθεί όμως παθητικά, σχεδόν αμέτοχος, τον διαπληκτισμό ανάμεσα στον άνθρωπο που είναι το δεξί του χέρι και την οικογένεια του μικρού, ο οποίος εκτόξευσε την πέτρα για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια του πατέρα του. Δείχνει μεν κατανόηση (αόριστη μεγαλοψυχία) για τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονται οι ενοικιαστές του, κυρίως όμως κόπτεται υπέρ του δικού του συμφέροντος, προασπίζοντας το κεφάλαιό του, τη δική του ταξική τιμή. Αδιαφορεί αλλά και δείχνει ενδιαφέρον. Μένει απαθής αλλά και συγκινείται. Νιώθει αθώος, νιώθει όμως και ένοχος. Στην ταινία λοιπόν θα ανακαλύψουμε τις αντιφάσεις μιας ανθρώπινης ψυχής. Τη δύναμη του πνεύματος αλλά και τη μικροψυχία του. Τη γοητεία του (εκείνην ενός ανήσυχου και βασανισμένου τσεχοφικού ήρωα) αλλά και όλη την απεχθή εικόνα των προφανών ελαττωμάτων του. Τον Τσεϊλάν δεν τον ενδιαφέρει η μονομερής και μονοσήμαντη κατάδειξη ανθρώπινων χαρακτήρων, αλλά το μυστήριο που καλύπτει την ανθρώπινη ψυχή – το μυστήριο ενός άγνωστου πλανήτη –, η εξερεύνηση και η χαρτογράφηση αυτής της εν πολλοίς απάτητης γης. Σε τέτοια βάθη καταδύεται και αυτό είναι το ενδιαφέρον του ως δημιουργού.

 

gav4

 

Όταν μιλούμε για τη χαρτογράφηση ενός μυστικού κόσμου, δεν εννοούμε μόνο την περίπτωση Αϊντίν. Το ίδιο ισχύει και για τις ψυχές των άλλων ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Πρωτίστως της νεαρής γυναίκας του Νιχάλ (ενός προσώπου που υπερασπίζεται σθεναρά το δίκιο του, επιδεικνύοντας όμως και όλη την αφέλεια που κρύβει η πεισματική στάση της ή το φιλότιμο και η ευαισθησία της) και δευτερευόντως της αδελφής του Νεκλά (μιας γυναίκας που κουβαλά τις πληγές ενός πρόσφατου χωρισμού, άρα και όλο το βάρος της μνησικακίας της). Αλλά και των δύο αδελφών, ενοικιαστών του – του διαλλακτικού (που δέχεται να συζητήσει τα επιχειρήματα ή τις προσφορές της άλλης πλευράς, επιδεικνύοντας ακόμη και συμπεριφορά υποχωρητικού δουλοπάροικου) και του αδιάλλακτου, πρόσφατα αποφυλακισμένου πατέρα του μικρού ταραξία που πέταξε την πέτρα, ο οποίος απορρίπτει με ηχηρή περηφάνια τα πάντα, υπογράφοντας έτσι την καταδίκη της μοίρας της οικογένειάς του. Ο Τσεϊλάν παίρνει τον κινηματογραφικό χρόνο που του χρειάζεται ώστε να ξεδιπλώσει όλες αυτές τις πτυχές της ανθρώπινης ψυχής (όλο το εύρος της αμφιθυμίας, της εξέγερσης και σύγκρουσης συναισθημάτων) και να εξερευνήσει το βάθος και τα βάσανά της. Οι ήρωες είναι διαρκώς θεατές της ίδιας τους της ζωής, την παρακολουθούν σαν να παρακολουθούν θεατρικό έργο, ένα έργο χαμηλών τόνων αλλά υποδόριων κραδασμών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον Τσέχωφ, πηγή εκκίνησης και σημείο αναφοράς για τον Τούρκο δημιουργό. Ο κάθε άνθρωπος έχει μόνο μια φορά την ευκαιρία να ζήσει, μπορεί όμως άπειρες φορές να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να παραδοθεί στην ενδοσκόπησή του. Το ζήτημα είναι τι είδους, εμβέλειας και σαφήνειας, είναι το είδωλο που σχηματίζεται στον καθρέφτη, και πόσο ο ίδιος ο καθρεπτιζόμενος έχει τη δύναμη, το κουράγιο, αλλά και τα εφόδια, ώστε να κατεβεί σε ικανοποιητικό βάθος και να βγάλει ουσιαστικά συμπεράσματα. Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να σχίσει το πέπλο του ναρκισσισμού και να παραδώσει την αλήθεια του στο άπλετο φως.

Ταινία την οποία απασχολούν οι διαφορετικές όψεις των αποφάσεων ή της ανθρώπινης πλάνης, η «Χειμερία νάρκη», έχει να μας αποκαλύψει διάφορους, απρογραμμάτιστους, σταθμούς αυτού του μακρύ και πολύ κοπιαστικού υπαρξιακού ταξιδιού. Ποτέ δεν γνωρίζεις τι μαγειρεύεται στο εκτός κάδρου. Στις αθέατες τρύπες αυτού του δαιμονικού τόπου. Ο συνεχής αιφνιδιασμός μας μπορεί να έχει σχέση με τη ροή των εικόνων: εκεί που παρακολουθούμε έναν μακροσκελή και απρόσκοπτο διάλογο, μια νέα «πέτρα» προερχόμενη από ένα εκτός κάδρου σημείο ρίψης, με κατεύθυνση το βάθος πεδίου, έρχεται να διαρρήξει τη γυάλινη ατμόσφαιρα. Ο βίαιος καλπασμός των αλόγων της στέπας, η αιχμαλωσία ενός καθαρόαιμου, το αγκομαχητό και η αγωνία του στην όχθη του παγωμένου ποταμού, αλλά και η απελευθέρωσή του απ’ τον στάβλο, στη συνέχεια, όταν ο Αϊντίν θα αλλάξει γνώμη και θα αποφασίσει να είναι περισσότερο δίκαιος με τα πλάσματα του Θεού. Ή και εντελώς ανάλγητος, όταν πυροβολεί το άκακο άγριο κουνέλι που λουφάζει στον πάγο, βάφοντας με αίμα το άσπιλο λευκό της εικόνας. Οι αιφνιδιασμοί όμως μπορεί να έχουν σχέση και με κάποια αλλαγή απόφασης, όπως είναι εκείνη του μοναχικού νεαρού μοτοσικλετιστή-ταξιδιώτη, ή εκείνη του γκροτέσκου Ιάπωνα τουρίστα, που και οι δύο δείχνουν να θέλουν να το σκάσουν μια ώρα γρηγορότερα απ’ το ξενοδοχείο, ασφυκτιώντας σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο μοιάζουν να είναι ξένα σώματα. Ο αιφνιδιασμός μπορεί να προέρχεται επίσης και από την πλάνη της Νιχάλ, ή την υποδοχή που έχει η πρωτοβουλία της να προσφέρει χρήματα στην οικογένεια του προσβεβλημένου άνδρα. Ο τελευταίος θυμίζει περισσότερο ανήμερο θηρίο, παρά άνθρωπο του πολιτισμένου κόσμου. Η άρνησή του να δεχτεί τα χρήματα –ούτε καν για να βοηθήσει με αυτά τον άρρωστο γιο του –, η πράξη του να τα πετάξει στη φωτιά, είναι μια βόμβα μεγατόνων και όχι απλώς ένα λιθάρι που προσγειώνεται πάνω στη σκηνή των γεγονότων. Εξού και το δυνατό σοκ της Νιχάλ, η οποία θα το σκάσει με τη σειρά της πανικόβλητη μες στη νύχτα. Η ηχηρή απόρριψη των χρημάτων έχει κι αυτή πολλές σημασίες. Πράξη απόγνωσης, πράξη τρέλας, αλαζονείας, αξιοπρέπειας, αγνωμοσύνης, μνησικακίας, εκδίκησης, στενομυαλιάς, ξεροκεφαλιάς, καθαρής βλακείας…. Το συμβάν είναι ανοικτό σε κάθε ερμηνεία. Όπως ανοικτά σε ερμηνείες είναι και τα συμπεράσματα που θα μπορούσε να βγάλει η Νιχάλ από όλη αυτή την ιστορία.

 

gav5

 

Η Νιχάλ είναι όμορφη, γλυκιά και συγκαταβατική, στην προφανή τουλάχιστον εικόνα της, για να απογυμνώσει στη συνέχεια τον εαυτό της, το άλλο της πρόσωπο, που έχει πολλά κοινά σημεία με την τραχύτητα και το απρόσιτο του τόπου που τη φιλοξενεί. Η Νιχάλ όμως, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά, δεν έχει άλλη πατρίδα έξω απ’ αυτά τα κακοτράχαλα εδάφη. Δεν έχει πού αλλού να πάει, πέρα απ’ αυτό τον ζεστό, υποφωτισμένο, ξενώνα που είναι το μοναδικό σπίτι της. Είναι και δεν είναι η οικοδέσποινα αυτών των χώρων. Είναι και δεν είναι η περιπλανόμενη ξένη που έχει βρει κατάλυμα και καταφύγιο σε τούτο το κομψό αλλά και γεμάτο αγκάθια ξενοδοχείο. Στην πόλη, την περιμένει το άγνωστο. Δεν έχει δουλειά και σιγουριά, πέρα από την ασφάλεια που της παρέχει το φιλανθρωπικό της έργο στην περιοχή. Δεν διαθέτει άλλα χρήματα, πέρα από αυτά που της προσφέρει ο ευκατάστατος άντρας-αφέντης της. Άρα η Νιχάλ δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υπακούει ή να μην υπακούει τον Αϊντίν. Απ’ το να ξοδεύει, να σπαταλάει ή να θυσιάζει τα χρήματά του. Δεν αισθάνεται προστατευμένη σε τούτον τον ξενώνα που φέρει το όνομα «Οθέλλος». Είναι, όσο και δεν είναι, η Δυσδεμόνα του Οθέλλου της.

 

gav6
Αντιστοίχως, με ανάλογα συν και πλην είναι φορτωμένος κι ο ίδιος ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο άνθρωπος που μοιάζει να κινεί τα νήματα, ενώ στην ουσία είναι μαριονέτα. Μετά την ομολογία της Νιχάλ πως έχει πάψει εδώ και καιρό να τον αγαπά, απλώς τον υπακούει και τον ανέχεται επειδή δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, ο ζηλόφθονος άρχοντας παίρνει τη μεγαλόστομη και μεγαλόψυχη (βουτηγμένη στο γινάτι) απόφαση να της αδειάσει τη γωνιά, να λείψει επ’ αόριστον, επιστρέφοντας στην πόλη, σε αυτό το «αλλού» που επίσης μοιάζει με άγνωστο, μυστηριώδες, εξωτικό επέκεινα. Η Ισταμπούλ, η Κωνσταντινούπολη. Αλήθεια, τι γυρεύει στο άστυ, στον εξημερωμένο πολιτισμό, ένα ατίθασο άλογο της αχανούς στέπας; Όταν ο Αϊντίν μαζεύει τα μπογαλάκια του και βγαίνει στη χιονοθύελλα, μαστιγώνεται, ίσως για πρώτη φορά τόσο άγρια, από τα δαιμονισμένα στοιχεία της φύσης. Και τότε γίνεται ο πιο ευάλωτος άνθρωπος του κόσμου, ο πιο τραγικός τυφλοπόντικας (1) της γης. Συνοψίζοντας τη ζωή του, παραδέχεται πως πρέπει να καταθέσει τα όπλα. Πως δεν είναι παρά ένας τυφλοπόντικας, πως το χώμα, η πέτρα, ο ουρανός και τα αστέρια δεν πλάστηκαν για χάρη του. Δεν έχει παρά να αποδεχτεί την τυφλοποντικήσια μοίρα του. Το αχανές και αιώνιο άσπρο που τον περιβάλλει είναι ο μοναδικός τόπος πάνω στον οποίο μπορεί να πατά. Η μοναδική γη που μπορεί να κατανοεί την τελουρική μοίρα του. Το μοναδικό τοπίο όπου το ασήμαντο ανθρωπάκι μπορεί να αλλάζει απόφαση, να σηκώνει την καραμπίνα και να μακελεύει το άκακο, κατώτερό του, λαγουδάκι. Ο Αϊντίν είναι εμετικά (βλέπε και το άδειασμα του στομαχιού του στο σαλόνι του φίλου του), τραγικά, προσηλωμένος σε αυτό τον λευκό θάνατο (που ωστόσο παράγει και εκτρέφει, χωρίς διακοπή, άγρια και ξεροκέφαλα άλογα, άρα είναι και παρα-είναι ζωογόνος). Αδυνατεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο του με τη μάνα-γη. Την ίδια, πάνω κάτω, στιγμή που η Νιχάλ, από τη μεριά της, θα δει την εξέγερσή της να σμπαραλιάζεται σαν ασήμαντο αντικείμενο που στολίζει το τσεχοφικό σκηνικό του συντρόφου της ζωής της. Η τραγική ειρωνεία, η μοιραία στιγμή, για δύο ανθρώπους  που δεν μπορούν να αποκολληθούν από τον τόπο τους, από το μοναδικό τους σπίτι, που δεν μπορούν να αποκοπούν ο ένας από τον άλλο, εν τέλει, θα οδηγήσει και στην αμετάκλητη απόφαση και παραδοχή τους: πως είναι σύντροφοι και συνοδοιπόροι, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό το δύσκολο, από κοινού, ταξίδι που έχουν επιλέξει. Ο Αϊντίν θα το ομολογήσει με τη συνήθη φανφαρόνικη ευγλωττία του, και η Νιχάλ θα τον ακούσει με την εύγλωττη σιωπή και το θλιμμένο βλέμμα της, πίσω από ένα τζάμι. Σε αυτή την πολύ σημαντική ταινία του σύγχρονου κινηματογράφου, στο συγκινητικό επίτευγμα του Τούρκου καλλιτέχνη, μια από τις σημαντικότερες αναφορές του, ο Σαίξπηρ, εμφανίζεται συνεχώς για να μας υπενθυμίσει πως «υπάρχει και δεύτερος τρόπος για την αποτίμηση της τραγικότητας της ιστορίας. Προέρχεται από την πεποίθηση πως η ιστορία δεν έχει νόημα και παραμένει ακίνητη ή ασταμάτητα επαναλαμβάνει τον αποτρόπαιο κύκλο της. Πως είναι μια φυσική δύναμη, όπως το χαλάζι, η καταιγίδα ή ο ανεμοστρόβιλος, όπως η γέννηση και ο θάνατος» (1).

 

Σημείωση: Γιαν Κοττ, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας, Ηριδανός 1970, μτφ. Αλέξανδρου Κοτζιά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top