Fractal

✔ Ντίνος Σιώτης: Ποιητής του απόλυτου παρόντος

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Είναι η χρονιά του. Κυκλοφόρησαν μόλις τα «Ποιήματα 1969-1999» από τον Κέδρο και η καινούργια του ποιητική συλλογή «Ωροσκόπιο νεκρών» από τον Καστανιώτη, εν όψει της ημέρας ποίησης με τον Κύκλο Ποιητών ετοιμάζει χίλια δυο. Και στο μεταξύ τρέχουν τα (δε)κατά, το Poetix και το Tranz.ito. Ο Ντίνος Σιώτης, «ποιητής του απόλυτου παρόντος», όπως δηλώνει, «λαθραναγνώστης» και «ωτακουστής», κάνει ποίηση μια ζόρικη και θολή εποχή. Θα μπορούσε να είχε παραμείνει και στην Αμερική όπου ζούσε για χρόνια, όμως «πατρίδα του ποιητή είναι η γλώσσα», μας λέει στον Φιλελεύθρο σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

 

-Κύριε Σιώτη, και λόγω δουλειάς, έχετε ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική, μετανιώσατε που γυρίσατε;

Έχω πάψει εδώ και χρόνια να κάνω συγκρίσεις μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, όχι μόνο διότι είναι μάταιο και ανώφελο αλλά είναι και αδιέξοδο, πώς είναι η ζωή εδώ και πώς είναι εκεί. Όχι, δεν μετάνιωσα, αν και έρχονται μέρες που διαπιστώνω ότι μου λείπει αφάνταστα το να ζω σε μια οργανωμένη χώρα—γιατί εδώ στην Ελλάδα χώρος είμαστε, χώρα δεν ξέρω αν θα γίνουμε ποτέ. Ξέρετε, εμείς οι Έλληνες μπορούμε και φτιάχνουμε τη ζωή μας και να κάνουμε το σπίτι μας όπου χρειαστεί, αλλά για έναν ποιητή πατρίδα του είναι η γλώσσα του. Το «νόστιμον ήμαρ» καίει αδιάλειπτα πάντα σαν φλογίτσα, εξορκίζοντας τα αναπόφευκτα διλήμματα. Οπότε, αν και είναι μια ερώτηση δύσκολο να απαντηθεί, θα προτιμούσα να πω πως αν ήμουν δέκα χρόνια νεώτερος θα πήγαινα ξανά να ζήσω στην Αμερική. Αλλά δεν είμαι. Και γι’ αυτό δεν μετανιώνω.

 

-Από τις «Καιρικές συνθήκες» το 1981 μέχρι τα φετινά «Ωροσκόπια νεκρών», τι έχει αλλάξει και τι έχει παραμείνει ίδιο, κύριε Σιώτη; Στην ποίησή σας, στη ζωή σας…

Πολλά. Υπάρχουν αλλαγές ορατές διά γυμνού οφθαλμού και άλλες που μόνο ο χρόνος με το βιολογικό του τεφτέρι καταγράφει. Η ποίησή μου το 1981 ήταν σε ένα μεταίχμιο ακόμη νεανικό, με έντονες σουρεαλιστικές καταβολές αλλά πάντα με μια αυταπόδεικτη κοινωνική ευαισθησία, ίσως και έναν πολιτικό προσανατολισμό. Σήμερα είμαι αρκετά ώριμος ώστε να πειραματίζομαι με αυτά που γράφω, που είναι μεν άκρως πολιτικής κατεύθυνσης αλλά με έντονα τα φαινόμενα της αποστασιοποίησης από τον σουρεαλισμό. Μου είπε κάποτε ο σπουδαίος αμερικανός ποιητής Τσαρλς Σίμικ ότι αν δεν περάσεις από τον σουρεαλισμό δεν αποκτάς την ελευθερία που σου χρειάζεται να γίνεις αυτό που είναι να γίνεις ως ποιητής. Είναι αλήθεια αυτό. Ο σουρεαλισμός σου δίνει το ελευθέρας, είναι ένα μεγάλο σχολείο.

 

– Οι τίτλοι σας είναι αφ’ εαυτού τους ένα ποίημα και μάλιστα συνήθως το πιο αινιγματικό, συγκρίνοντας τίτλους στις ποιητικές συλλογές σας αλλά και αντικείμενο, τα τελευταία 8 χρόνια όλα γίνονται διαφορετικά: «Μαύρο χρήμα» (2011), «Εκεί έξω» (2012), «Οι φτωχοί μας άνθρωποι» (2013), «Νέες αναρτήσεις» (2014), «Ριάλιτι διαρκείας με άνω τελείες» (2015), «Μάρθα, Μάρθα» (2016), «Ωροσκόπια νεκρών» (2017), θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ποιητικό σύμπαν πια γίνεται πιο σκληρό έως και πιο… μεταφυσικό;

Το ποιητικό σύμπαν είναι παράλληλο με το πραγματικό σύμπαν, για έναν που έχει τα πόδια του στο έδαφος αλλά κοιτά ψηλά αναζητώντας το ήθος και την αλήθεια, αποσκοπώντας στην αυτογνωσία. Εφόσον σκληραίνει η πραγματικότητα επόμενο να σκληραίνει και το ποιητικό σύμπαν, όσο φυσικό ή μεταφυσικό κι αν ακούγεται αυτό.

 

-«Όλη μου τη ζωή ψάχνοντας για το παγόβουνο έχασα την κορφή του»… θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η συλλογή είναι τρόπον τινά ένας απολογισμός; Η περίληψη του ποιητικού σύμπαντός σας;

Κατά βάθος, όλα αυτά τα σχεδόν πενήντα χρόνια (η πρώτη μου συλλογή εκδόθηκε το 1969) γράφεται το ίδιο ποίημα, εναλλάσσοντας τις ιδιομορφίες της κάθε εποχής, της κάθε ηλικίας. Στίχοι όπως αυτός που αναφέρατε, της ίδιας υφής και νοήματος αλλά με άλλες λέξεις, υπάρχουν σε πολλές συλλογές μου, οπότε, ναι, θα συμφωνήσω μαζί σας ότι η έκδοση της κάθε συλλογής είναι και από μία συμπαντική περίληψη, ένας απολογισμός κεντημένος στον καμβά των ποιητικών βιωμάτων.

 

-Κατά πόσο επηρεάζει η Ιστορία τις ιστορίες σας και η Ιστορία το ποιητικό σύμπαν μας, κύριε Σιώτη;

Η Ιστορία με την γενική σημασία του όρου, δεν επηρεάζει τις ιστορίες μου. Τις ιστορίες μου τις τρέφει το παρόν, η καθημερινότητα, οι ειδήσεις εν γένει, είμαι ο ποιητής του απόλυτου παρόντος, είμαι λαθραναγνώστης και ωτακουστής. Τα περισσότερα ποιήματα μού έρχονται ενώ περπατώ στους δρόμους ή όταν είμαι στο μετρό ή στο βαπόρι και κάτι αρπάζει το αυτί μου, κάπου πέφτει το βλέμμα μου και εξοστρακίζεται σε στίχους.

 

-Δύσκολη εποχή, μεγάλη ποίηση; Ή δεν πάει έτσι;

Κάπως έτσι πάει. Σε δύσκολες εποχές, σε εποχές κρίσης, γράφεται μεγάλη ποίηση. Σολωμός, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Σεφέρης, Ρίτσος, Εγγονόπουλος, Ελύτης έγραψαν τα καλύτερά τους ποιήματα μετά από μια ή μέσα σε μια δύσκολη περίοδο. Ο Έλιοτ έγραψε τα «Τέσσερα  κουαρτέτα» ενώ μαινόταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Την ίδια εποχή ο Σεφέρης έγραψε τον «Τελευταίο σταθμό», ο Εγγονόπουλος τον «Μπολιβάρ», ο Ελύτης το «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Το ίδιο και οι Σινόπουλος, Ρίτσος και άλλοι. Ο Όμηρος «έγραψε» την «Ιλιάδα» μετά από μια δύσκολη εκστρατεία και έναν αιματηρό δεκαετή πόλεμο.

 

 

-«…με κάθε κλειδί/ που χάνουμε βρίσκουμε μια καινούρια/ κλειδαριά στο πάτωμα των αναμνήσεων/ όπου άλλοι ζουν χωρίς να υπάρχουν κι/ άλλοι υπάρχουν χωρίς να ζουν». Και σήμερα κύριε Σιώτη, έτσι ζούμε ωσεί νεκροί ή εν υπνώσει;

Θίγετε ένα θέμα φιλοσοφικό και ελαφρώς μεταφυσικό. Υπάρχει ένα μέρος του κοινωνικού σώματος που είναι εδώ αλλά δεν μένει πια εδώ. Νιώθουν η ζωή τους να τους έχει φύγει, να έχει γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά τους, να είναι απόντες μέσα στην παρουσία τους. Οι κυβερνώντες την Ελλάδα από την μεταπολίτευση και μετά δεν είχαν την αίσθηση της ιστορικής τους ευθύνης. Θα έλεγα ότι οι κρατούντες εν γένει χαρακτηρίζονται από μια απληστία εξουσίας λες και θέλουν κι άλλο μέλι απ’ άδειο βαζάκι. Η κανονικότητα λείπει σε διακοπές. Πολλοί ζώντες είναι εν υπνώσει ενώ οι νεκροί μετράνε αντίστροφα, απ’ το εκατό στο μηδέν μήπως ξυπνήσουν και μήπως μας ξυπνήσουν…

 

-Κύριε Σιώτη, τι ακριβώς είναι η Κοινωνία των (δε)κάτων;

Είναι ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο που από το 2005 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό (δε)κατα, από το 2009 το περιοδικό ποίησης ΡΟΕΤΙΧ, από το 2016 το Tranz.ito, βιβλία ποίησης, από το 2006 τον ετήσιο τόμο ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ TΟΥ …., από το 2010 και ανά διετία το Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου, οργανώνει συναντήσεις συγγραφέων και ποιητών, απονέμει το ετήσιο βραβείο μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature, έφερε στην Ελλάδα το Poetry Slam, οργανώνει λογοτεχνικές ημερίδες και γενικώς κάνει ότι μπορεί για να μας θυμίζει ότι μέσω της ποίησης μπορούμε, αν θέλουμε, να ερμηνεύουμε τα πάντα στη ζωή.

 

– Και ο «Κύκλος των Ποιητών»; Ξεκίνησε το 2011 με την κρίση, σύμπτωση ή αντίδοτο;

Ο Κύκλος Ποιητών ήρθε στην Ελλάδα το 2011 με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Απορώ πώς και δεν βρέθηκαν άλλοι ποιητές πριν από εμάς να τολμήσουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Όταν λέω «εμάς» εννοώ τον εαυτό μου, τον Αναστάση Βιστωνίτη και τον Γιώργο Μπλάνα που ήταν ο πολύ στενός αρχικός πυρήνας. Λίγο πριν οργανωθούμε νομικά προστέθηκαν ο Γιώργος Χουλιάρας και ο Δημήτρης Αγγελής. Τρεις διαφορετικές γενιές ποιητών με στόχο να βγει η ποίηση απ’ το καβούκι της και να εκτεθεί με πολλαπλές δράσεις, πράξεις, ενέργειες και εκδηλώσεις σε δημόσια θέα. Είμαστε ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο, όχι συνδικαλιστικό. Οργανώσαμε τρία Διεθνή Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών με συνδιοργανωτές τον Δήμο Αθηναίων, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το Μουσείο Μπενάκη. Φέρνουμε σπουδαίους ποιητές του κόσμου στην Ελλάδα για να μάθουν κάτι οι έλληνες συνάδελφοί τους και να ανοίξουν λιγάκι τα μάτια τους αλλά πρωτίστως για να δει το ελληνικό κοινό τι εστί σπουδαία ποίηση. Έτσι ήρθαν στο Μέγαρο Μουσικής ο αμερικανός Τσαρλς Σίμικ, ο μεξικανός Ομέρο Αρίτζις, ο γερμανός Γέρχαρντ Φάλκνερ, ο πολωνός Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι και ο κινέζος Τζίντι Ματζά. Και ασφαλώς συνεχίζουμε.

 

-Έχετε υπάρξει ο δημιουργός σπουδαίων λογοτεχνικών περιοδικών και συνεχίζετε με τα (δε)κατα, το περιοδικό Poetix και από τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό Tranz.ito. Τι ακριβώς είναι για την εποχή ένα λογοτεχνικό περιοδικό; Και τι ακριβώς είναι και το Tranz.ito που ομολογώ αγνοώ…

Τράνζιτ σημαίνει μετάβαση, σημαίνει σταθμός μετεπιβίβασης σε αεροδρόμια και σταθμούς τρένων. Το περιοδικό Τranz.ito μάς ταξιδεύει σε εμβληματικά ποιήματα (συνοδευόμενα από εικόνες και φωτογραφίες) που δεν θα είχαμε σε άλλη περίπτωση προσέξει. Δίνει έμφαση στο ντιζάιν, με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία και πιστεύει ότι το έντυπο περιοδικό έχει μέλλον μπροστά του, παρά τα εκατομμύρια ψηφιακά online περιοδικά που χαοτικά μας κατακλύζουν. Το Τranz.ito υπάρχει γιατί υπάρχουν εκεί έξω πολλά καλά ποιήματα που μιλάνε μόνα τους και που είναι άδικο να παραμένουν απαρατήρητα. Γιατί το κάθε ποίημα που διαβάζουμε πρέπει να μοιάζει με καινούργια μέρα. Γιατί το κάθε  ποίημα που μας διαβάζει πρέπει να είναι σαν να ανοίγουμε ένα παράθυρο για πρώτη φορά. Γιατί το πραγματικό μέγεθος των ανθρώπων μόνο η ποίηση μπορεί να το αναδείξει. Γιατί δεν υπάρχει πλεόνασμα αρετής ούτε απόθεμα τόλμης. Γιατί δεν πρέπει να μένουμε εγκλωβισμένοι σε όσα ξέρουμε. Γιατί αυτό που κάνουμε μας προσδιορίζει κι όχι αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Γιατί το μέλλον όντως πολλή ξηρασία θα έχει. Γιατί ό,τι μας περιβάλει είναι ένα φιάσκο μεταμφιεσμένο σε μέρισμα. Γιατί το αύριο δεν θα μοιάζει με κάτι που ονειρευόμαστε αλλά με κάτι fake. Και για την εποχή μας το λογοτεχνικό περιοδικό είναι αυτό που ήταν πάντα: θερμοκήπιο και φυτώριο της καλής λογοτεχνίας.

 

-Το διαδίκτυο ωφέλησε ή έβλαψε τα λογοτεχνικά περιοδικά;

Μάλλον τα ωφέλησε. Ξέρετε, δημιουργείται ένας ανταγωνισμός με στοιχεία συναγωνισμού με λαμπρά και για τα δύο μέρη αποτελέσματα.

 

-Την ποίηση; Υπάρχει η ποίηση του διαδικτύου;

Ασφαλώς και υπάρχει. Τώρα αν είναι καλή και αν διαβάζεται αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Δεν διαφέρει πολύ η ποιότητα της ποίησης του διαδικτύου από εκείνη της έντυπης και εκδιδόμενης σε συλλογές ποίησης. Λόγω της ευκολίας των αναρτήσεων, ίσως υπάρχουν περισσότερα σκουπίδια. Το 80% δεν διαβάζεται. Το 20% είναι σχετικά καλό και από αυτό το 20% ένα 3% είναι σπουδαία ποίηση. Αυτή η έκρηξη δημοσιοποίησης της ποίησης μέσω του διαδικτύου έχει και τα καλά της και τα κακά της. Η κακή υπηρεσία που προσφέρει είναι ότι προάγονται πολλά ψώνια ενώ αυτοχρίζονται ποιητές πολλοί χωρίς έργο…

 

-Στο «Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου» όπου είστε και ο διευθυντής του, γίνονται πολλά και σημαντικά. Τι σημαίνει για την Τήνο αυτό το Φεστιβάλ και τι θέση έχει αυτό το Φεστιβάλ και η Τήνος στη ζωή σας;

Καλά, η Τήνος είναι η πατρίδα μου και πάντα σ’ αυτήν επιστρέφω είτε νοερά είτε μέσω θαλάσσης. Το φεστιβάλ είναι διεθνές, διαρκεί τρεις μέρες και γίνεται κάθε δυο χρόνια το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου. Συνδυάζουμε πολιτισμό με τουρισμό. Η Τήνος, το νησί των καλλιτεχνών, το έχει αγκαλιάσει και τείνει να γίνει και νησί της λογοτεχνίας.

 

 

– Τι θα λέγατε σε έναν νέο ποιητή ή νέο συγγραφέα που σήμερα ασφυκτιά μέσα σ’ όλη αυτή τη μίζερη κρίση;

Να διαβάζει σπουδαίους συγγραφείς ώστε να μάθει να γράφει. Να συμμετέχει στη ζωή και στην κοινωνία. Να διαβάζει πολύ και να γράφει λίγο. Κάθε μέρα. Να μη βιαστεί να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Προ πάντων να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Να μην παραπατά στη δημοσιότητα. Να μην θεοποιεί την αυτοπροβολή και τον αυτοθαυμασμό. Να λέει λίγα για τον εαυτό του και πολλά για τους άλλους. Να θυμάται τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία. Να ενθουσιάζεται από τα μικρά και τα ασήμαντα. Η αναγνώριση, αν την αξίζει, θα έρθει να τον βρει ούτως ή άλλως.

 

– Αλήθεια τι σχέση έχει ο έλληνας συγγραφέας με τον συγγραφέα εκτός Ελλάδος;

Οι συγγραφείς ανά τον κόσμο έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Δεν διαφέρουν σε πολλά. Έχουν κοινές αγωνίες και έγνοιες, το έργο τους διαμορφώνεται από τον τόπο στον οποίο ζουν. Μπορούμε να πούμε ότι οι Βορειοαμερικανοί και οι Ευρωπαίοι συγγραφείς έχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους αλλά διαφέρουν τι από τους Ασιάτες και τους Λατινοαμερικανούς ή τους Αφρικανούς. Εν γένει είναι άνθρωποι ευφυείς, ανήσυχοι που δεν επαναπαύονται στα εύκολα.

 

– Τα «Ωροσκόπια νεκρών», η καινούργια σας ποιητική συλλογή θέτει εκ νέου το ζήτημα της αποστολής της ποίησης: «να πηγαίνει κατευθείαν στη ρίζα των πραγμάτων και στην ουσία της ζωής». Αυτή ήταν εξ’ αρχής η άποψή σας;

Όχι, δεν ήταν αυτή. Αυτή η αντίληψη προέκυψε τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια που η ποίησή μου έγινε ακόμη πιο ανθρωποκεντρική, πιο ώριμη, πιο ειλικρινής, πιο γνήσια, πιο ουσιαστική, λιγότερο φευγάτη, καθόλου ενδοσκοπική και εντελώς προσγειωμένη, αναζητώντας τη ρίζα των πραγμάτων, την ουσία της ζωής, πέρα από την ουτοπική διάσταση του ανθρώπινου βίου.

 

-Έχει την δύναμη η Ποίηση να αλλάξει την εποχή ή τη ζωή;

Δε νομίζω ότι η Ποίηση έχει τέτοιες δυνατότητες. Όμως όσοι διαβάζουν ποίηση, όσοι ενασχολούνται με αυτήν και φυσικά όσοι γράφουν ποίηση, έχουν την ευκαιρία να προβληματίζονται, να βλέπουν τη ζωή και τον εαυτό τους ενορατικά, να διαμορφώνουν έναν πιο εκλεπτυσμένο χαρακτήρα ευαίσθητο σε κοινωνικά ζητήματα, να είναι ανοιχτοί προς πολλές ερμηνείες του φαινομένου της ζωής και της ανθρώπινης συνθήκης και να έχουν μια διάθεση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top