Fractal

Ντίνος Σιώτης: «Η αυτοβιογραφία ενός στόχου» την εποχή που ζούσαμε «στο απώγειο του καταναλωτισμού»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μια αποκαλυπτική συνέντευξη από την εποχή που είμαστε ανυποψίαστοι.

 

siotis

 

«Είναι κάτι μέρες που μας ξαναδίνουν ζωή

λένε τα πάντα και μέσα τους

ανοίγουμε όπως οι αχηβάδες στο βράχο…»

Έτσι ανοίγει στην «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» κι ο ποιητής: σαν «αχηβάδα στο βράχο». Και στη συνέντευξη που ακολουθεί, όπως και σ’ αυτήν εδώ την τελευταία του ποιητική συλλογή εξομολογείται τα πάντα: τα τριάντα χρόνια στη Αμερική, την επανάσταση που ποτέ δεν ήρθε, τα δέκα περιοδικά που αποτέλεσαν τα σκαλιά για να γεννηθούνε, τελικά, τα (δε)κατα, τις δεκατέσσερις ποιητικές που προηγήθηκαν για να φτάσει να «αυτοβιογραφηθεί ο στόχος», τα τρία πεζά και τις δυο ανθολογίες που ολοκληρώνουν το ίδιο πρόσωπο του ενός Ντίνου: του Ντίνου της Τήνου, του Ντίνου της Αθήνας και της Αμερικής, το πρόσωπο του Ντίνου Σιώτη. Διότι η Τήνος, όπως χαριτολογώντας παραδέχεται ενώνει, εν τέλει, τους Ντίνους.

Εμείς στην Αθήνα τους… συναντήσαμε. Και τους τρεις… Ντίνους.

 

aytobio– Πώς «αυτοβιογραφείται ένας στόχος», κύριε Σιώτη;

– Κοιτάζοντας μέσα. Κοιτάζοντας μέσα στον στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εαυτό μας, βέβαια. Και μπορεί το βιβλίο να είναι σε τρία μέρη «Εγώ», «Εμείς» και «Άλλα πρόσωπα» αλλά βασικά πρόκειται πάντα για ένα πρόσωπο, για τον ίδιο μας τον εαυτό. O οποίος γίνεται στόχος μας, στόχος της ζωής και αυτοσκοπός.

 

– Θα μπορούσε ο στόχος αυτός να αυτοβιογραφηθεί πριν από κάποια χρόνια;

– Θα μπορούσε ίσως διαφορετικά. Γιατί καθώς περνάν τα χρόνια αυξάνονται τα ποσοστά της μνήμης, αυξάνονται αυτά που έχουμε πίσω μας, και μειώνονται αυτά που έχουμε μπροστά μας. Επομένως αποκτάς εμπειρίες και μπορείς και βλέπεις πράγματα που δεν έβλεπες νεότερος. Έτσι τώρα που έχω πατήσει τα εξήντα νομίζω ότι έχω αυτή την ευχέρεια να αυτοβιογραφηθώ.

 

– Κι από το εμείς στο εγώ; Είναι μακρύς, δύσκολος, επώδυνος δρόμος; Και τι είναι αυτό που προηγείται, το εγώ ή το εμείς; Στην ποίηση, ποιο έχει προτεραιότητα;

– Πάντα το εμείς! Είναι βασική μου αρχή ότι ο ρόλος μας είναι να καταγράφουμε αυτά που γίνονται ως μια συλλογική μονάδα, ως μια συλλογική οντότητα. Επομένως το «εμείς» πάντοτε υπερέχει και θα ‘πρεπε να υπερέχει. Το «εγώ» είναι η εξαίρεση.

 

– Υπάρχει «εμείς», σήμερα;

– Ζούμε το απόγειο και την λατρεία του καταναλωτισμού, της αυταρέσκειας, του ναρκισσισμού και ο ποιητής έχει χρέος του να μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι αυτά τα πράγματα η ζωή. Η ζωή είναι ευαισθησίες, αρμονίες, ισορροπίες. Και αν προέχει το συλλογικό «εμείς», τότε θα μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τις προσωπικές μας αδυναμίες.

 

– «Ξεχνάμε» πολύ εύκολα, η ποίηση έχει να κάνει με τη μνήμη;

– Βασικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μνήμη. Η μνήμη είναι η γλώσσα, η γλώσσα είμαστε εμείς. Χωρίς γλώσσα δεν υπάρχουμε, χωρίς μνήμη δεν έχουμε οντότητα. Ναι, κυρίως είναι η μνήμη. Τι να γράψεις αν δεν έχεις μνήμη; Η μνήμη είναι πανταχού παρούσα, σε όλους τους ποιητές.

 

– «Ζούμε για τις αναμνήσεις;» Και ποια είναι, εν τέλει, τα συστατικά του ποιήματος;

– Βασικό συστατικό είναι η γλώσσα. Η γλώσσα αποτελείται από ρήματα, ουσιαστικά, επιρρήματα, φράσεις που φτιάχνουν τους στίχους… Επομένως τα συστατικά είναι η γλώσσα, η σκέψη, το ένστικτο, η εμπειρία, ο αυτοσχεδιασμός και η φαντασία. Όλα αυτά τα βάζουμε σε ένα μίξερ και βγάζουμε μ’ αυτά λέξεις. Οι οποίες πρέπει να μπαίνουνε σωστά η μια δίπλα στην άλλη. Αν δεν μπαίνουν σωστά, δεν φτιάχνουμε ποιήματα. Το μυστικό είναι να μπούνε στη σωστή τους σειρά.

 

– Πόσο εύκολο είναι κανείς να ζει με «ψευδώνυμα», «δανεικά» και «αναμνήσεις»;

–  Θα ‘λεγα ότι είναι μια μάσκα για να κάνουμε τους άλλους να μη μας βλέπουνε όπως είμαστε, να μη μας λυπούνται, να μην τους γινόμαστε βάρος, να μην ασχολούνται με μας. Επομένως παίζουμε διάφορους ρόλους κάθε μέρα, στη ζωή μας, στη δουλειά μας, στο σπίτι μας. Άσκηση είναι όλα αυτά, και τα ψευδώνυμα, για μη δείχνουμε τον πραγματικό μας εαυτό.

 

siotis2

 

– Η ποίηση, τα περιοδικά την κάνουν ευκολότερη αυτή τη ζωή; Και ποιον αφορούν, τον… αποστολέα ή τον παραλήπτη; Γιατί τα κάνουμε, κύριε Σιώτη, για μας ή για τους άλλους;

– Για μας τα κάνουμε, αλλά έχουμε στο νου τους άλλους. Διότι ο ποιητής όταν γράφει είναι και αναγνώστης. Όχι αναγνώστης των ποιημάτων του, είναι αναγνώστης διότι έχει διαβάσει. Και εδώ θα έλεγα ότι ένας που δεν διαβάζει πολύ, δεν γίνεται καλός ποιητής. Επομένως κάνουν ευκολότερη τη ζωή, διότι η διαδικασία της γραφής σου παίρνει ένα βάρος από πάνω. Αλαφραίνεις λίγο, ξεφορτώνεσαι ακόμα και το άγχος της μέρας. Εγώ κάθομαι το βράδυ να γράψω, πολύ αργά, συνήθως πριν κοιμηθώ γράφω όταν είμαι πολύ κουρασμένος. Η γραφή δε χρειάζεται ενέργεια, χρειάζεται μόνον μια ψυχική εγρήγορση. Κι εκείνη τη στιγμή βλέπεις ότι η ζωή σου ανοίγεται με τρυφερότητα, καταλαβαίνεις τα πράγματα πολύ πιο καλά.

 

– «Μας αρκούν όσα είδαμε τόσα χρόνια/ στις πέντε ηπείρους», από τις… πέντε ηπείρους βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά;

– Από τις πέντε ηπείρους αποκτάς εμπειρίες. Ίσως πιο καθαρά διότι τα ταξίδια, οι προορισμοί, οι αφίξεις, όλα αυτά, σε βοηθούν και να βλέπεις πάρα πολλά πράγματα, με τα ίδια σου τα μάτια βέβαια, αλλά από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Επομένως ναι νομίζω ότι ξανοίγεσαι στον κόσμο, γίνεται κοσμοπολίτης με την καλή έννοια, γίνεσαι ένας άνθρωπος πιο ελεύθερος, βλέπεις τι γίνεται σε άλλα σημεία του κόσμου αλλά ξαφνικά λες ότι εντάξει, ας πάμε στο χωριό μας να δούμε πως πετάνε οι γλάροι που τους έχουμε ξεχάσει στην τσιμεντούπολη. Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων δεν έχουμε τον χρόνο να ασχοληθούμε με την φύση. Διότι δεν υπάρχει φύση γύρω. Βγαίνεις στους δρόμους της Αθήνας και βλέπεις μόνο τσιμέντο και αυτοκίνητα. Δεν έχεις τον χρόνο να δεις ένα πουλί το οποίο μπορεί να είναι πάνω σε μια νεραντζιά. Δεν σε απασχολεί το πουλί. Δυστυχώς.

 

– Αλήθεια πως σας φαίνεται αυτό που βρίσκετε κάθε φορά όταν γυρίζετε πίσω;

– Όλες οι πατρίδες είναι πιο όμορφες από μακριά. Όταν είσαι μακριά, τις εξιδανικεύεις. Εγώ θα έλεγα ότι δεν απογοητεύθηκα απ’ αυτά που βρήκα στην Ελλάδα γιατί ήταν σα να μην έφυγα ποτέ. Παρόλο που η απουσία μου σε Αμερική και Καναδά πλησίασε ίσως και τα τριάντα χρόνια. Εντούτοις αισθάνομαι ότι ήμουν πάντα εδώ και έλλειπα για μεγάλα διαστήματα. Ίσως επειδή ασχολούμαι πάντα με τη γλώσσα, ίσως επειδή η δουλειά μου στις πρεσβείες ή στα προξενεία έχει να κάνει με έλληνες, με τα ελληνικά ΜΜΕ, με λογοτεχνία, με βιβλίο, ένοιωθα ότι δεν έλειπα από την Ελλάδα, απλώς δεν ήμουνα πάντα εδώ. Επομένως δεν με εξέπληξε τίποτε απ’ όσα βρήκα όταν γύρισα. Ήθελα να γυρίσω και γύρισα διότι είχα βαρεθεί στην ξενιτιά. Και οι εμπειρίες μου όλων αυτών των χρόνων στην Αμερική αποκρυσταλλώνονται μέσα στα ποιήματά μου, στα βιβλία μου και στο περιοδικό που βγάζουμε τώρα.

 

– «Ήταν επόμενο να προβλέπουμε το παρελθόν», το παρελθόν, κύριε Σιώτη είναι τετελεσμένος χρόνος; Και εν τέλει ποιητικός χρόνος ποιος είναι; το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον;

– Ο ποιητικός χρόνος δεν περιγράφεται, είναι νομίζω μέσα μας, είναι και παρελθόν και παρόν και μέλλον. Ο πραγματικός χρόνος είναι όπως τον είπες: πριν, τώρα και μετά. Αλλά ο ποιητικός χρόνος είναι υπεράνω περιγραφής, ακριβώς επειδή ενέχει το μυστήριο της ενόρασης του ποιητικού κόσμου. Επομένως αυτή η ειρωνεία που έκανα το ποίημά μου ότι αποκτήσαμε την ικανότητα να προβλέπουμε το παρελθόν είναι ένας αυτοσαρκασμός που αφορά τον χρόνο αποκλειστικά, τον πραγματικό χρόνο, όχι τον ποιητικό. Γιατί ο ποιητικός χρόνος είναι κάτι πολύ σεβαστό, είναι σαν ένας χωροχρόνος όπου περικλείεται μέσα ο ποιητής.

 

– Τον ποιητικό χρόνο τον αξιώνονται όλοι; Εκτός από τον ποιητή είναι κάτι που αφορά…

– Όλοι! Και οι ποιητές και οι μη ποιητές. Και οι αναγνώστες. Οι πάντες δικαιούνται αυτόν τον χωροχρόνο, αρκεί να βρουν τον τρόπο να τον δαμάσουν. Ο χρόνος δεν περνάει, εμείς περνάμε του χρόνου. Ο χρόνος είναι κάτι ακίνητο. Μια σταθερή αξία είναι. Εμείς περνάμε και φεύγουμε, νομίζοντας ότι αφήνουμε πίσω μας τον χρόνο. Ο χρόνος είναι πάντα μπροστά μας και μας περιμένει να τον συναντήσουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα με τον χρόνο. Ας μη μας γίνει ψύχωση ο χρόνος. Ο χρόνος είναι κάτι καλό, κάτι ευεργετικό. Σε αφήνει και ωριμάζεις. Η ωρίμανση είναι κάτι μαγικό, πρέπει να το επιδιώκουμε.

 

– Τα «άλλα πρόσωπα» κατά πόσο καθορίζουν το «εγώ»; Όλα «σε σχέση» είναι; Και το ποίημα;

– Τα άλλα πρόσωπα είναι το εγώ. Ο ποιητής όταν γράφει όπως είπα και πιο πριν, βλέπει τον εαυτό του και σαν αναγνώστης.

 

– «Δεν αντέχει τόση μοναξιά μέσα σε τόσο πλήθος» (Ο Σίσυφος στην Ομόνοια), κι η ποίηση «το καταφύγιο που φθονούμε;» Γιατί είναι αφύσικη η διαδικασία της γραφής, έτσι δεν είναι;

– Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, διότι ο ποιητής μπορεί να γράψει όπου βρεθεί. Η πεζογραφία είναι μια πειθαρχία, είναι κάτι άλλο. Εγώ δεν είμαι αυτού του είδους ο συγγραφέας, στο λεωφορείο μπορεί να γράψω ένα ποίημα, στο καράβι, στο ταξί, όπου μου έρχεται μια εικόνα και την γράφω στο κινητό να μην την χάσω… Διότι οι ιδέες έρχονται μπαμ και κάτω, σου την δίνουνε λέξεις, φράσεις, κάτι που άκουσες, κάτι που είδες, κάτι που σου είπανε… Ξεκινάνε πολλά ποιήματα από φράσεις…

 

– Ο ποιητής είναι ένα ευτυχισμένος, ένας δυστυχισμένος, ένας ιδιαίτερος, ένα ταλαντούχος, ένας προβληματικός άνθρωπος, τι είναι;

–  Όλα αυτά μαζί. Είναι ένας κοινός άνθρωπος. Θα μπορούσε να είναι ένας μπακάλης, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας ιδιωτικός υπάλληλος, ένας πιλότος… Ένας προσγειωμένος άνθρωπος είναι ο οποίος έχει συνεχώς τις κεραίες του σηκωμένες, αλλά από απόψεως ευτυχίας και δυστυχίας θα έλεγα ότι κλείνει προς το δεύτερο. Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος είναι διότι οι κεραίες του πιάνουν συνήθως τα αρνητικά πράγματα. Δεν υπάρχουν πολύ ευτυχισμένοι ποιητές. Βασικά, δηλαδή, είναι δυστυχισμένος ο ποιητής

 

– «Η ήττα καταδιώκει την Ιστορία, ο χρόνος/ ροκανίζει τους επιτελικούς χάρτες/ η μετριότητα ερημώνει τα πάντα», «αρκεί να διαβάσεις τις εφημερίδες» και «τα πράγματα χειροτερεύουν». Τα ποιήματα ποιους αφορούν;

– Όλους μας! Διαβάζοντας ένα ποίημα μπορείς να βρεις την ισορροπία σου. Το ποίημα που περιέγραψες αφορά τα πράγματα που χειροτερεύουν, που πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο. Πριν από τριάντα χρόνια είχα γράψει ένα ποίημα που λεγόταν «Μαύρες μέρες». Ήταν σχεδόν το ίδιο ποίημα, αλλά πολύ διαφορετικά ειπωμένο. Ο ποιητής πρέπει να έχει και την ικανότητα να είναι ένας προφήτης, προφήτης των καιρών του. Ο Ελύτης ήταν μεγάλος προφήτης, τα είχε προβλέψει όλα όσα γίνονται σήμερα. Το ποίημα «Πάμε απ’ το κακό στο χειρότερο» βγαίνει από μια ματιά που ρίχνεις στον κόσμο. Είναι η απτή καθημερινότητα.

 

– Στη «Σιγανή βροχή» κλείνετε ελαφρώς το μάτι στον Καρυωτάκη, έτσι δεν είναι; Αλλά και με πολλούς άλλους επικοινωνείτε μ’ αυτόν τον ποιητικό κύκλο. Και τι απρόσμενη η τελευταία στροφή «Είμαι ο Ντίνος Σιώτης, του λέω χωρίς δισταγμό/ Κι εγώ το ίδιο, μου απαντάει»…

– Έχει πολύ ειρωνεία αυτό το ποίημα, αυτοειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Διότι ο μαγαζάτορας στο καφενείο σου λέει «εντάξει, και ποιος είσαι εσύ τώρα που γράφεις ποιήματα, ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα, κι εσύ μου λες ότι είσαι ο Ντίνος Σιώτης, κι εγώ ο Ντίνος Σιώτης είμαι». Και ίσως θέλω να υπαινιχθώ με αυτό το ποίημα ότι ο καθένας μπορεί να γράψει ποιήματα, αρκεί να κοιτάει μέσα στον εαυτό του. Να σκέφτεται, να αναπολεί, να νοσταλγεί, να ρεμβάζει γύρω του όχι την φύση αλλά την έλλειψη της φύσης και να βάζει τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη.

 

– Το είδα πιο… μπορχεσικό όλο αυτό, ότι είναι δηλαδή ο ένας καθρέφτης του άλλου.

– Εγώ είμαι λίγο… ελαφρύς ποιητής. Είμαι είρων ποιητής, αυτοσαρκάζομαι… Αλλά μου δίνεις ιδέες τώρα.

 

– «Αρχίζεις ένα ποίημα και/ δεν ξέρεις πού σε βγάζει». Στο ποίημα, κύριε Σιώτη, ποιος είναι το αφεντικό;

– Εκείνη τη στιγμή, ο νους που σε κατευθύνει. Εκείνο είναι το αφεντικό. Είναι ένα μόρφωμα πάλι από μνήμες, από σκέψεις, από νοσταλγίες, από μια πορεία που έχεις χαράξει και έχεις αφήσει πίσω σου και την κοιτάς. Το αφεντικό εκείνη τη στιγμή είναι η αόρατη επαφή που γίνεται μεταξύ του νοός και της χειρός. Βασικά εσύ είσαι το αφεντικό, αλλά εσύ που είσαι ένα σύνολο, ένα μόρφωμα από όλα αυτά που σου είπα πριν. Διότι ένα ποίημα για να μπορέσει να τυπωθεί, θέλει δουλειά πολύ που λέει και ο Ελύτης.

 

– Αλλά Ντίνος Σιώτης είναι και πεζό και ποίημα και περιοδικό. Πού είναι το… αφεντικό; Τον έλεγχο περισσότερο, δηλαδή, πού τον έχετε;

– Βασικά είμαστε ποιητές. Άμα δεν είσαι καλός ποιητής δεν μπορείς να βγάζεις καλά περιοδικά. Είναι το δέκατο περιοδικό που βγάζω, τυχαία λέγεται «(δε)κατά», δεν ήξερα ότι είναι το δέκατο εκείνη τη στιγμή, ο Φωστιέρης μου το υπενθύμισε μια μέρα. Είναι το τελευταίο περιοδικό που βγάζω στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να βγάλω. Αλλά το περιοδικό το βγάζει ένας ποιητής, αν δεν υπήρχε ένας ποιητής πίσω από αυτό το περιοδικό, θα ήταν κάτι άλλο. Είναι τα εννιά περιοδικά που έχω βγάλει μέχρι στιγμής, μπήκανε σ’ ένα μίξερ και βγάλαμε κάτι καινούργιο.

Και το (δε) είναι σε παρένθεση για να τονίζουμε και το <κατά>, γιατί υπάρχει μια πολεμική αντίληψη, θα έλεγα, να φέρουμε μια ανατροπή σε ορισμένα πράγματα. Δεν ξέρω αν θα το καταφέρουμε, αλλά το επιδιώκουμε τουλάχιστον. Βλέπουμε τη λογοτεχνία ως κάτι που είναι και ελαφρώς ροκ, δεν τη βλέπουμε ως κάτι ακαδημαϊκό, δεν έχουμε μια στεγνή αντίληψη για τη λογοτεχνία. Ανήκει σε όλους η λογοτεχνία, όχι μόνο στους μορφωμένους.

 

– «Αντιστέκομαι επειδή ονειρεύομαι», εσείς είστε ο στόχος. Και η ποίηση, αντίσταση, άμυνα, ανάγκη, τρόπος ζωής, επικοινωνία;

– Παιχνίδι! Βασικά παιχνίδι! Διότι αυτό μας σώζει, ένα παιχνίδι μας σώζει. Αλλιώς θα είχαμε τρελαθεί, θα είχαμε πάει στο Δαφνί. Μ’ ένα όνειρο ζούμε.

 

– Αλλά το «Ξένος» είναι… όλα τα λεφτά. Ποιητική… ταυτότητα, να πούμε; «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω». Πού βρίσκεται ο ποιητής όταν δεν βρίσκεται στο ποίημα;

– Στο ποίημα βρίσκεται οπωσδήποτε. Στο «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω» είναι η διττότητα, η σχιζοφρενής κατάσταση στην οποία ζούμε όλοι μας, που είμαστε εδώ και θέλουμε να είμαστε εκεί. Αυτό το σύνδρομο το οποίο δεν σε αφήνει ποτέ να ηρεμίσεις. Διότι είτε δεν σ’ αρέσει πουθενά, είτε δεν σου αρέσει τίποτα, είτε σου αρέσουν όλα, τα πάντα είναι το ίδιο, δεν βρίσκεις άκρη, η ζωή σου προσφέρει τόσες πολλές επιλογές αν μπορείς και τις βλέπεις. Επομένως όταν λέω ότι «παρ’ όλο που επέστρεψα λείπω», το εννοώ 100%, διότι ονειρεύομαι άλλα πράγματα και όχι αυτά που είναι δίπλα μου.

 

siotis3

 

– Από την «Απόπειρα» (1969) ως την «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» τι χάθηκε, τι βρέθηκε, κύριε Σιώτη;

– Χάθηκε ο χρόνος βέβαια διότι έμεινε πίσω ή τον αφήσαμε πίσω αλλά νομίζω βρέθηκε μια άλλη εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Όταν έφυγα για την Αμερική την πρώτη φορά ήμουν πολύ νέος και νόμιζα ότι πάω να βρω την επανάσταση. Το ‘71 υπήρχε Χούντα την Ελλάδα κι εμείς νομίζαμε ότι η επανάσταση ξεκίνησε από την Αμερική. Και το πίστευα κι εγώ για αρκετά χρόνια. Νόμιζα ότι θ’ αλλάζαμε τον κόσμο τότε στην Καλιφόρνια. Επομένως βρήκα μια εντελώς καινούργια Ήπειρο, έναν πολύ διαφορετικό πολιτισμό, μια μεταβιομηχανική κοινωνία. Ζούσα βέβαια στην Καλιφόρνια η οποία εκείνη την εποχή ήταν 10 χρόνια μπροστά απ’ την υπόλοιπη Αμερική. Επομένως ζούσα εκεί όπου υπήρχε το οτιδήποτε νέο στα γράμματα, στην επιστήμη, στην οικονομία. Μου πήρε λίγα χρόνια για να προσγειωθώ και να καταλάβω ότι δεν πρόκειται για καμιά επανάσταση, αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλώς μια μειονότητα όπως είναι μειονότητα οι πάντες που ασχολούνται μ’ αυτά τα θέματα, είτε είναι ποιητές, είτε ζωγράφοι, μουσικοί, σκηνοθέτες, αυτοί οι άνθρωποι ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια μειονότητα και αυτή είναι η μαγεία της ζωής, αλλιώς θα είχαν ισοπεδωθεί όλα.

Τα χρόνια αυτά λοιπόν από το ‘69 μέχρι το 2006 τα χάραξε νομίζω η Αμερική. Τα βιβλία, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, οι σχέσεις που είχαμε. Βασικά τα βιβλία και οι συγγραφείς.

 

– Κι από το «The Wire» το 1971 μέχρι τα (δε)κατα το 2005 κατά πόσο άλλαξαν οι στόχοι;

– Άλλαξαν πάρα πολύ οι στόχοι. Εκείνοι οι στόχοι ήταν πολιτικοί. Το πρώτο περιοδικό «The Wire» που έβγαλα ήταν 24άρων σελίδων. Με σύρμα δεμένο, πολύ πρόχειρο, φτιαγμένο σε ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, κυκλοφορούσε σε 300 αντίτυπα και στόχο είχε να ενημερώσει τους έλληνες και τους φιλέλληνες στην Αμερική για το τι γίνεται στην Ελλάδα. Ήταν εντελώς πολιτικό. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα, τα περιοδικά που μεσολάβησαν ήταν λογοτεχνικά, πολιτικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά, για να καταλήξουμε στα «(δε)κατά» τα οποία δεν είναι ακραιφνώς λογοτεχνικό περιοδικό γιατί έχει κι άλλα θέματα, ταξίδια, λίγο πολιτική, κινηματογράφο, πολύ βιβλίο… Τα δέκα περιοδικά αν τα βάλεις το ένα δίπλα στο άλλο, λειτουργούν σαν σκαλιά, σαν βήματα, αλλά το τελευταίο με το πρώτο δεν έχουν ουδεμία σχέση. Και δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ κανείς ότι τα έφτιαξε το ίδιο πρόσωπο.

 

– Κι από τον Ντίνο της Τήνου, στον Ντίνο της Αμερικής, στον Ντίνο της επιστροφής, τι παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο;

– Η Τήνος! Η Τήνος ως ουσία και ως έννοια είναι ένα νησί το οποίο είναι το ψυχικό μας αποκούμπι. Εκεί μπορώ και ηρεμώ, εκεί βρίσκω τον εαυτό μου. Έχω ένα σπίτι ψηλά σ’ ένα βουνό που βλέπει τη θάλασσα, και όταν είσαι εκεί ένα σαββατοκύριακο τα ξεχνάς όλα. Μπορείς να δημιουργείς, να σκέφτεσαι, να ρεμβάζεις, να σκέφτεσαι το αύριο πιο θετικά. Παρόλο που η Τήνος έχει αλλάξει πάρα πολύ, εν τούτοις εκεί που είμαι μπορώ να βλέπω κατ’ ευθείαν τη θάλασσα. Κι αυτό φτάνει για να βάζεις στον ίδιο παρανομαστή, στην ίδια καρέκλα κάτω από ένα δώμα, τον Ντίνο της Τήνου, τον Ντίνο της Αμερικής και τον Ντίνο της Αθήνας. Επομένως το νησί είναι αυτό που ενώνει τους τρεις Ντίνους. Η Τήνος ενώνει τους Ντίνους!

 

[ * Η συνέντευξη με την παρούσα μορφή δημοσιεύεται για πρώτη φορά ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top