Fractal

“Το χρονικό του τρόμου”

Γράφει η Ελένη Βακεθιανάκη //*

 

✔  Βιβλία που διαβάστηκαν και συζητήθηκαν στον Λογοτεχνικό κύκλο Ηρακλείου

 

31328Ηλία Βενέζη «Νούμερο 31328», Εκδόσεις “Βιβλιοπωλείον της Εστίας”, 2002

 

 Ο Ηλίας Βενέζης, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, γεννιέται στο Αϊβαλί στις 4 Μαρτίου 1904, σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα ή  σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, το 1898. Το πατρικό του όνομα είναι Μέλλος, Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.

Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαθίσταται στη Μυτιλήνη ως το 1919. Το 1922 η οικογένειά του εγκαταλείπει οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως αιχμαλωτίζεται και στέλνεται στα εργατικά τάγματα, τα «αμελέ ταμπουρού».

Τέλη του 1923 απελευθερώνεται και επιστρέφει στη Μυτιλήνη. Ο Στρατής Μυριβήλης, δ/ντής της εφημερίδας «Καμπάνα της Μυτιλήνης» τον παρακινεί να καταγράψει την αιχμαλωσία του. Το «Νούμερο 31328» δημοσιεύεται εκεί σε συνέχειες το 1924. Επανέρχεται με νέα επιμέλεια το 1931 οπότε και εκδίδεται για πρώτη φορά.

Στην Κατοχή ο Ηλίας Βενέζης συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας όπου εργάζεται, μιλά για ελευθερία. Φυλακίζεται στο “Μπλοκ C” των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του αποτρέπεται έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.

Μετά τον πόλεμο διορίζεται Διευθύνων Σύμβουλος του Εθνικού Θεάτρου και Αντιπρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και το εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.

Πεθαίνει στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα και θάβεται στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου.

Μυθιστορήματα του επίσης: Γαλήνη (1939), Αιολική Γη (1943), Ωκεανός (1956), Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη (1958). Έγραψε και διηγήματα, Ταξιδιωτικά και  Αναμνήσεις, το θεατρικό «Μπλοκ C», κ.α.

 

venezis_1

 

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για ότι βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Η αφήγηση είναι γραμμική, δηλαδή τα γεγονότα παρουσιάζονται με την σειρά που έγιναν.

Το λεξιλόγιο απλό, διανθισμένο με διαλόγους και σκόρπιες τούρκικες λέξεις, παραμένει ιδιαίτερα γλαφυρό. Η βιωματική εμπειρία του συγγραφέα είναι τόσο νωπή και δυνατή – άρχισε να γράφει το βιβλίο μόλις μερικούς μήνες μετά τα γεγονότα – που καταστάσεις όπως η πείνα, η δίψα, ο φόβος, η ανθρώπινη εξαθλίωση, τα πάθη, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, οι διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αλλά και η συντροφική αλληλοκατανόηση μεταφέρονται στο χαρτί με τρόπο αριστοτεχνικό, σαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας.

 Οι περιγραφές του Βενέζη είναι ωμές γιατί ωμή είναι και η πραγματικότητα που μόλις έχει βιώσει. Πριν συρθεί στα κάτεργα της Ανατολής, σχεδόν παιδί, μέσα σε 14 μήνες γίνεται ένας ώριμος άνδρας, σημαδεμένος σωματικά και ψυχικά για όλη του τη ζωή. Όμως ο ίδιος γράφει σε επιστολή του, έξι μήνες πριν το θάνατό του: «Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά µε τη ζωή σου».

Η αφήγηση είναι λιτή αλλά δραματική χωρίς να χάνει την λογοτεχνική της αξία. Τα γεγονότα αφορούν και τους Έλληνες και τους Τούρκους, η αφήγηση δεν είναι δηλαδή μονόπλευρη ενώ η ανθρώπινη σκληρότητα που κυριαρχεί λειτουργεί τελικά καταγγελτικά ως προς την αγριότητα του πολέμου και τον όλεθρο που προκαλεί. Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο ίδιος ο Βενέζης ενώ δευτερεύοντα  πρόσωπα  είναι  οι συγκρατούμενοι  του  και  οι  Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί  που εναλλάσσονται συνεχώς αφού ο  ήρωας  βρίσκεται σε αναγκαστική, συνεχή μετακίνηση.

Ο ρεαλισμός που χρησιμοποιεί ο Βενέζης είναι έντονος όταν αναφέρεται στις κακουχίες των αιχμαλώτων, τα φριχτά εγκλήματα σε βάρος τους, τον αγώνα τους για επιβίωση. Βλέπει, όμως, με συμπάθεια τόσο τους συντρόφους του που χάνει έναν έναν όπως, προς το τέλος, και τους ίδιους τους βασανιστές του.

Ο ίδιος αναφέρει για το “31328”:  “«Μπόρεσα να γράψω το χρονικό αυτό χωρίς μίσος. Και, καθώς φαίνεται, νέος τότε, ήλπιζα ότι η λογοτεχνία μπορεί να εξημερώνει, να βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι με το να τους υπενθυμίζει το τι συμβαίνει όταν αποχαλινούνται τα ένστικτα. Η αγριότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μας έβγαλε απ’ αυτές τις αφελείς αυταπάτες. Κατερείπωσε και αυτά τα όνειρα. Οι Τούρκοι μετά την έκδοση του «Νούμερο 31328», στην Ευρώπη, μού έχουν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα τους (…)

Δεν θα πάω στην Ανατολή, δεν πρόκειται. Θα βλέπω από μακριά, απ’ την Εφταλού τα βουνά της πατρίδας μου, της Ίδης, του Ιλίου. Και θα σκέπτομαι ότι και αυτό είναι ένα προνόμιο: Εκατομμύρια ξεριζωμένων ανθρώπων του εκπληκτικού διαστημικού αιώνα μας δεν το έχουν, ούτε αυτό. Το «από μακριά»”.

 

venezis_2

 

Το βιβλίο εντάσσεται σε μια σειρά αντιπολεμικών έργων που κυριαρχούν στην Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, «Στη φωτιά» του Ενρί Μπαρμπύς (1916), η «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη (1924), τα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου (1962).

 

«Όλα ήταν ήρεμα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο…»

 

Η αφήγηση αρχίζει στο Αϊβαλί με τον συγγραφέα μόλις 18 χρονών, ένα ξέγνοιαστο παιδί, μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου και την Μικρασιατική Καταστροφή, να προσπαθεί με την οικογένειά του να διαφύγει στην Ελλάδα που δέχεται τους πρόσφυγες κατά χιλιάδες (1.5 εκατ. υπολογίζεται ο συνολικός τους αριθμός). Αν σκεφτεί κάποιος την τραγωδία που κρύβει στις σελίδες του το «31328», ίσως ξαφνιαστεί με την γαλήνη της πρώτης αράδας του βιβλίου: «1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο-κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήρεμα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο…». 

Η τύχη δεν είναι με το μέρος του Ηλία, αν και ο πατέρας του προσπαθεί να «ταγίσει» τους φύλακες στο μουράγιο. Συλλαμβάνεται και οδηγείται σε ένα υπόγειο μαζί με πολλούς άλλους. Ο τρόμος αρχίζει. Κάθε βράδυ γίνεται το «ξάφρισμα». Σε ένα από αυτά ο αξιωματικός σταματά μπροστά του. Αφηγείται:

 «Αισθάνομαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει μια προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνησή τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…».

Τι ξύπνημα στα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου αλήθεια!

Οι γονείς του Ηλία δεν καταφέρνουν να τον σώσουν, τραγική φιγούρα η μάνα που βρίσκεται συνεχώς έξω από το υπόγειο. Τελευταίο βαπόρι, η οικογένεια πρέπει να μπαρκάρει για την σωτηρία, στην Ελλάδα.

Λίγες μέρες μετά, όσοι κρατούμενοι απομένουν μπαίνουν σε μια θλιβερή σειρά, βαδίζοντας προς τα πού, ποιός ξέρει;

Τους γυμνώνουν από ρούχα. Ακολουθούν μέρες εξοντωτικής πορείας που ο Βενέζης περιγράφει με τρόπο ανατριχιαστικό αποκαλύπτοντας όλη τη σκληρότητα των Τούρκων στρατιωτών απέναντι στο θλιβερό αυτό ανθρωπομάνι που βαδίζει στο κρύο και τη βροχή. Περιγράφει τους καθημερινούς βιασμούς των άτυχων γυναικών σχεδόν μπροστά σε όλους, την πείνα και την αφόρητη δίψα των κρατουμένων που προσπαθούν να σβήσουν στα βαλτονέρια (η «λυσιντερία» αργότερα θα εξολοθρεύσει πολλούς), την πορεία μέσα από χωράφια με αγκάθια που καρφώνονται στις γυμνές πατούσες των δυστυχισμένων, τις μάχες για το ποιος θα πρωτοπάρει ότι παλιοτσούβαλο βρίσκεται στον δρόμο για να ντυθεί, τις εν ψυχρώ εκτελέσεις όταν κάποιοι λυγίζουν. Όλοι είναι σίγουροι για ένα πράγμα, ότι η κάθε μέρα μπορεί να είναι η τελευταία, αλλά δεν τους νοιάζει. Πιστεύουν ότι ο θάνατος μόνο λύτρωση μπορεί να τους φέρει. Ο φόβος του θανάτου είναι και το κύριο συναίσθημα σε όλη την αφήγηση.

Κίρκαγατς. Περνούν τις νύχτες μαζί με ζώα και τα περιττώματά τους σε αποθήκες και στάβλους τόσο στενούς που, μερικές φορές, μόνο όρθιοι μπορούν να χωρέσουν. Αποπατούν στο ίδιο μέρος. Οι ψύλλοι και οι ψείρες, πιστοί σύντροφοι.

Οι ντόπιοι θέλουν να τους εκδικηθούν ενθυμούμενοι τη νικηφόρα, αν και προσωρινά, επέλαση του ελληνικού στρατού. Τους φτύνουν, τους χτυπούν. Νέο ξεκαθάρισμα, οι άρρωστοι δεν μπορούν να δουλέψουν άρα δεν υπάρχει λόγος να ζουν.

Όσοι γλιτώνουν μπαίνουν στα καταναγκαστικά έργα, κουβαλούν προμήθειες, σπάνε πέτρες, ανοίγουν  δρόμους, επισκευάζουν  σχολεία  αποκαθιστώντας τις φθορές του προκάλεσε ο ελληνικός  στρατός. Επίσης δουλεύουν σε Τούρκους  που  τους  αγοράζουν με τη μέρα από το Τάγμα. Αποκορύφωμα; Η «αγγαρειά» να καθαρίσουν τις γραμμές του τραίνου από τα κουφάρια χριστιανών που κύλησαν με το νερό από μια χαράδρα. Ίσαμε σαράντα χιλιάδες σκοτώθηκαν εκεί τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Δεν κάνει να τα βλέπουν οι επίσημοι που έρχονται για επιθεώρηση στη Μαγνησά.

Όμως, μέσα στις απίστευτες κακουχίες υπάρχουν και ευτράπελες σκηνές, το αρνητικό αποτέλεσμα των οποίων, οι αιχμάλωτοι πληρώνουν πάντα με γερό ξύλο. Όπως όταν οι ντόπιοι ψάχνουν για χτίστες. Το χτίσιμο ενός τοίχου θα σταθεί αφορμή για γερό ξυλοφόρτωμα του συντρόφου Στυλιανού που δεν είχε ιδέα από χτίσιμο, όπως και η κατασκευή ενός φούρνου:

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο:  […] Ώσπου να γίνει η βάση του φούρνου, ας πούμε πως τα πράματα πήγαν καλά. Έπρεπε «ν’ αλφαδιάσουμε» τον πάτο. Δε βαριέσαι! Ας έβγαινε στραβός. Μα, σαν ήρθε η ώρα να κάνουμε την κουκούλα του με τούβλα, τα πράματα σκουρύναν. Ο χωριάτης που μας είχε στη δούλεψή του ήταν ένας αγαθός Ανατολίτης. Σκάλιζε τα γένια του και παρακολουθούσε το κατασκεύασμα που ανέβαινε κατακόρυφα, με γωνίες, και που ήταν να παραστήσει φούρνο. Η απορία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Δεν έλεγε τίποτα, μα μια στιγμή πια δεν το βάσταξε:

-Ουλάν ουστά (βρε μάστορα), μπας και κάνεις λάθος; Φούρνος θα γίνει τούτο;

Ο Στυλιανός έβαλε όλη τη δύναμή του να χαμογελάσει:

-Καλά δα, να μην ξέρουμε την τέχνη μας! Έννοια σου, αφέντη, και θα δεις!

[…] Χτίζοντας και γκρεμίζοντας ανεβάσαμε κάμποσο την κουκούλα. Ήθελε καμιά μέρα δουλειά ακόμα. Ο ουρανός βούρκωνε. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε με αγωνία.

-Θα βρέξει.

-Μην το λες!… Μην το λες!… μουρμούριζε ο Στυλιανός.

Ξέραμε πως το έργο μας δεν ήθελε πολλά πράματα για να κατρακυλήσει.

Έβρεξε όλη τη νύχτα. Τουρτουρίζαμε όλοι στο κελί, κλαίγαμε τη μοίρα μας.

[…] Με σφιγμένη καρδιά πλησιάσαμε την άλλη μέρα στο σπίτι που δουλεύαμε. Μας περίμενε αγριεμένος ο γιος του χωριάτη. Δεν είχαμε καλά καλά μπει στην αυλή, ρίχτηκε κι άρχισε το μάστορα στο ξύλο – πού σε πονά, πού δε σε πονά. Όλη η κουκούλα κειτόταν στον πάτο, λάσπες και τούβλα να τα χαίρεσαι. […]

[…] Ο Στυλιανός δήλωσε το βράδυ στον τσαούς πως τα καταφέρνει καλύτερα σα μαραγκός. Δηλαδή, ξέρει κι από χτίστης, αλλά καθαυτό, να πούμε, η δουλειά του ήταν μαραγκός).

 

Οι μέρες περνούν, το κρύο πολύ, πολεμούν να σκεπάσουν την γύμνια τους. Ο Βενέζης βρίσκει μισό σακί πεταμένο. Του κάνει μια τρύπα, περνά μέσα το κεφάλι, το δένει στη μέση του μ’ ένα σπάγκο. Μαζεύει και παλιόχαρτα, τα βάζει κατάσαρκα. Κάποιοι σύντροφοι ζητιανεύουν γυναικεία παλιόρουχα. Όμως παπούτσια δεν υπάρχουν, ούτε σκεπάσματα για τη νύχτα. Όσους πιάνει η πούντα, αν δεν πεθάνουν, τους βάζουν βεντούζες με τενεκεδένια κουτιά. Για να αντέξουν ζητιανεύουν κιόλας έξω από τα σπίτια. Άλλοι τους δίνουν, άλλοι τους περιγελούν, άλλοι τους φτύνουν, άλλοι τους χτυπούν.

Μπακίρκιοϊ  και πάλι Κίρκαγατς, Αξάρ, Μαγνησά όπου θερίζει ο τύφος. Εδώ ο συγγραφέας παίρνει με χαρά το ντενεκεδένιο του νούμερο: 31328. Τώρα είναι και αυτός «κάποιος», κάπου καταγεγραμμένος, Στο Χατζή-Χασάν, το παλιό φρενοκομείο της Μαγνησάς. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η αναφορά του σε Ρωμιούς και Αρμένηδες που ξέρουν τούρκικα, τους «τσαούς» που λειτουργούν ως δοσίλογοι.

Μετά από μήνες κάνει πρώτη φορά μπάνιο: «Ξούσα από πάνω μου τη βρώμα-δικό μου πράμα ήταν, λυπόμουν».

Συσσίτιο μόνο το βράδυ, συνήθως κουκιά που μοιράζονται βρασμένα σε τσουβάλια. Οι δουλειές γίνονται με βοδαραμπάδες. Αντί για βόδια, σκλάβοι.

Μήνες μετά έρχεται καλή είδηση: Μπορούν να γράψουν στους δικούς τους, όσοι καταφέρουν να εξασφαλίσουν χαρτί και φάκελο. Ο Βενέζης ανταλλάσσει ένα από τα δύο κομμάτια καουτσούκ που χρησιμοποιεί για παπούτσια. Γράφει στη μάνα του και ας μην ξέρει που είναι.

Καθώς, ωστόσο, προχωρά η διήγηση, ο συγγραφέας μάς περιγράφει την αλλαγή στην συμπεριφορά των φρουρών, των μαφαζάζων, έναντι των σκλάβων. Εκμηδενίζεται σταδιακά η απόσταση μεταξύ θύµατος και θύτη αφού η δυστυχία τους είναι κοινή. «Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε;»  

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο: Με τον καιρό, χωρίς να το καταλάβουμε, τυφλά, αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. […] Στις δουλειές που πάμε, μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. […] Άρχισαν να μην μπορούν να ξεχωρίσουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους ίδιους μισούμε κι εμείς).

 

Εδώ ο Βενέζης καταδεικνύει ότι η σκληρή επικρατούσα κατάσταση δεν εκφράζει όλους τους Τούρκους αλλά κυρίως τους στρατιωτικούς τους και ότι δεν επιθυμούν όλοι τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων.

Σιγά σιγά η δουλειά αραιώνει. Στην αρχή καλά, όμως με τον καιρό οι αιχμάλωτοι νιώθουν μια φοβερή εκμηδένιση που ξεφτά ένα ένα τα νεύρα, την καρδιά, τα κύτταρα. Τώρα η απουσία της γυναίκας τούς στοιχειώνει.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο: Τέσσερις χιλιάδες μπράτσα, πάει ένας χρόνος τώρα, δεν κλείδωσαν γυναίκα…).

 

Στον 14ο μήνα ακούγεται η πολυπόθητη λέξη «μπουμπαντελέ» -ανταλλαγή. Η χαρά ανείπωτη, απίστευτο ότι επιστρέφουν ζωντανοί. Ο Βενέζης παίρνει κρυφά μαζί του το σκυλί του, τον Ναβουχοδονόσορα. Η επιστροφή γίνεται με το πλοίο «Αρχιπέλαγος».

Εδώ παρατηρεί κανείς ότι ενώ η περιγραφή του μαρτυρίου γίνεται λεπτομερειακά, η είδηση της ελευθερίας και η προετοιμασία της επιστροφής γίνονται σε ελάχιστες σελίδες, λες και είναι γεγονότα ελάσσονος σημασίας.

Από  τους  3000  αιχμαλώτους  γλίτωσαν  μόνο  23,  μεταξύ  αυτών  και ο  Βενέζης…

 

* Η Ελένη Βακεθιανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου και δραστηριοποιείται έως σήμερα. Σπούδασε δημοσιογραφία και έχει εργαστεί για είκοσι χρόνια σε τοπικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης , καθώς και ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Είναι ιδρυτικό μέλος της Θεατρικής Ομάδας των Δημοσιογράφων Ηρακλείου που δραστηριοποιείται από το 2008. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top