Fractal

Εμείς, της νοσταλγίας εκδρομείς

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

nostalgia-melani«Η Νοσταλγία/Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» της Μπαρμπαρά Κασσέν, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, εκδ. Μελάνι, σελ. 144

 

Το 1962, ο Μάρβιν Γκέι τραγούδησε το μελίρρυτο «Wherever I Lay My Hat (That’s My Home)». Κάποιες δεκαετίες μετά, ο Τομ Γουέιτς θα δώσει τη δική του εκδοχή ψάλλοντας «Anywhere I lay my head I call it home». Πού βρίσκεται άραγε το σπίτι, ο οίκος, η στέγη του καθενός; Είναι εκεί που γεννήθηκε και έζησε ή εκεί που δεν έχει πάει ποτέ του;

Ας αναλογιστούμε τι μπορεί να σκέφτονταν οι εμιγκρέδες (όπου γης και πατρίς) του διάσημου Café Le Dome, στην Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα. Μέρος που στέγασε τις ανησυχίες, τον ξεριζωμό και τη νοσταλγική διάθεση ενίων καλλιτεχνών και μη. Πώς θα ένιωσε άραγε ο Έζρα Πάουντ όταν έπινε το κονιάκ του; Τι να σκεφτόταν ο Χέμινγουεϊ όταν άδειαζε το ένα ποτήρι μετά το άλλο; Περνούσε άραγε από το μυαλό του Τρότσκι η πατρίδα του και ποιον δρόμο της Νέας Υόρκης θα έφερνε στο νου του ο Χένρι Μίλερ;

 

Κάπως έτσι ερχόμαστε στο μέγα θέμα του νόστου. Της θλιμμένης εγκαρτέρησης για επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη. Στο πρώτο και ατελεύτητο λίκνο της ζωής μας. Ο Οδυσσέας είναι ο μέγας «μύστης» του νόστου, κι ας μην ήξερε πώς να ονομάσει αυτό που ένιωθε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, από τη στιγμή που η λέξη «νοσταλγία», με τις όποιες σημασιολογικές σημάνσεις της, εμφανίζεται μόλις τον 1678 στην Ελβετία για να περιγράψει τον πόνο των μισθοφόρων Ελβετών στρατιωτών του Λουδοβίκου XIV. Μπορεί να είναι ελληνικής επινόησης, αλλά δεν είναι και ελληνικής «κατασκευής».

Το άλγος του νόστου είναι ο ψυχικός και σωματικός πόνος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βρίσκεται μακριά από την πατρίδα. Αυτό και κάμποσα άλλα θαυμαστά και άκρως ενδιαφέροντα αναπτύσσονται στη σφιχτοδεμένη φιλοσοφική πραγματεία της Γαλλίδας φιλοσόφου, ανθρωπολόγου, ελληνίστριας και διευθύντριας σπουδών του φημισμένου CNRS, Μπαρμπαρά Κασέν. Χμ, όχι ακριβώς Γαλλίδα, αλλά μάλλον Ουγγροεβραία από την Τεργέστη της οποίας ο βίος έχει μοιραστεί σε τόπους, αλλοτινούς χρόνους και γλώσσες. Κι όμως, αυτό το παράξενο άλγος το νιώθει μέσα της για ένα τόπο που δεν είναι… γραμμένος στο αίμα της, την Κορσική.

Από το προσωπικό της βίωμα, η Κασσέν ξεκινάει μια περιήγηση σε χρόνο, τόπο και γλώσσα για να διερευνήσει την ουσιαστική έννοια του ριζώματος, άρα και του αποχωρισμού. Το ουσιαστικό δίπολο που ορίζει τη νοσταλγία είναι το ρίζωμα και το ξερίζωμα, θα πει η Κασσέν.

Αυτό ακριβώς ένιωσαν (με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικές αιτίες) ο Οδυσσέας, ο Αινείας και η Χάνα Άρεντ. Οι τρεις περιπτώσεις που η Κασσέν χρησιμοποιεί ως εφαλτήρια για την ανάλυσή της.

Η Οδύσσεια, εν συνόλω, είναι η επιτομή της νοσταλγικής αρχιτεκτονικής. Ο πλάνης και πλανημένος Οδυσσέας, τούτο το πολυμήχανο ον, που περνάει του λιναριού τα πάθη μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη, τελικώς όταν το κάνει, και αφού προηγουμένως έχει παίξει θέατρο με την Πηνελόπη και έχει «καθαρίσει» το παλάτι του από τους μνηστήρες, αναγκάζεται την επόμενη κιόλας ημέρα να αναχωρήσει από την Ιθάκη για νέο ταξίδι, για μια νέα περιπέτεια. Μπορεί επ’ αυτού η Οδύσσεια να μην μας προσφέρει λεπτομέρειες, ωστόσο τούτο το παράδειγμα καταδεικνύει τον πλάνητα βίο του ήρωα, αλλά και την ουσιαστική έννοια της νοσταλγίας. Φεύγω, επιστρέφω και ξαναφεύγω. Σαν να τροφοδοτείται μια αόρατη μηχανή παραγωγής άλγους για επιστροφή που ποτέ δεν δικαιώνεται. Από τη συζυγική κλίνη, τη ρίζα μιας ελιάς που ο Οδυσσέας είχε μετατρέψει σε οικείο σημείο συνάντησης του σώματός του με εκείνο της Πηνελόπης, στο ξερίζωμα που «προσφέρει» ένα νέο ταξίδι στο άγνωστο. Οι αντίρροπες δυνάμεις, σε αγαστή σύμπνοια, διαμορφώνουν το πλέγμα της νοσταλγίας.

Τι συμβαίνει όμως με τον Αινεία που φεύγοντας από την κατεστραμμένη Τροία κουβαλάει στις πλάτες του τον πατέρα του και τα «άγια των αγίων» της πατρίδας του; Η Αινειάδα του Βιργίλιου είναι το αντεστραμμένο είδωλο της Οδύσσειας. Εδώ, ο ήρωας δεν προσδοκά πως θα επιστρέψει κάποια στιγμή στα πατρώα εδάφη. Αντιθέτως, καταφεύγει στην εξορία και ουσιαστικά δημιουργεί τη «Νέα Τροία» που δεν θα μοιάζει σε τίποτα με την αυθεντική, τη Ρώμη. Τούτη η μελαγχολία του νόστου παίζει με τον τόπο, τη συνήθεια, τη γλώσσα. Για να εξευμενίσει τους Θεούς, ο Αινείας αποδέχεται τη μια γλώσσα. Ουσιαστικά, ενδύεται την ετερότητα σε μια αναζήτηση νέας ταυτότητας.

Η Κασέν αποφαίνεται πως αν προδώσει κανείς τη γλώσσα του είναι σαν να προδίδει την πατρίδα του. Από την άλλη, ο Ντεριντά κάνει λόγο για «πέραν της μιας γλώσσας», εννοώντας πως η γλώσσα δεν ανήκει, καθώς ο άνθρωπος είναι ζώον πολύγλωσσο και μέσω της εκμάθησης ξένων γλωσσών ουσιαστικά επικυρώνει την πληθυντικότητά του.

Κάπως έτσι φτάνουμε στην περίπτωση της Χάνα Άρεντ που αναγκάζεται να αποχωριστεί τη Γερμανία των ναζί και να καταφύγει στις ΗΠΑ. Μπορεί για την ίδια η έννοια του τόπου και της φυλής να μην έχουν δομική ισχύ στη ζωή της (στέκεται κριτικά απέναντι στη γερμανικότητα και την εβραϊκότητα), αλλά η γλώσσα είναι αυτή που αποτελεί τον ουσιαστικό γενέθλιο τόπο της στον οποίο επιθυμεί κάποια στιγμή να επιστρέψει. Από τη Γερμανία των ναζί, από τις στάχτες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτό που μένει είναι η γερμανική γλώσσα που ουδεμία σχέση έχει με την εκτρωματική εκδοχή του Χίτλερ. Όπως ο Αινείας, έτσι και η Άρεντ ορίζει τη γλώσσα ως φιλοσοφικό νάμα. Παραπλεύρως, για όποιον ενδιαφέρεται να δει μια άλλη πτυχή της αναγκαστικής αποχώρησης από τη γενέθλια γλώσσα, στέκει η «Αναλφάβητη» της Άγκοτα Κριστόφ (εκδ. Άγρα). Μια πυκνογραμμένη νουβέλα πάνω στην έννοια της γλώσσας ως βασικό ένδυμα της ανθρώπινης ταυτότητας. Η νοσταλγία είναι πανούργα και πολύτροπη, σημειώνει η Κασσέν. Είναι κι αυτή ένας Οδυσσέας μέσα στην καρδιά μας. Μια αναλλοίωτη ζέση για επιστροφή και αναχώρηση. Ένα διαρκές ταξίδι το οποίο ουσιαστικά λειτουργεί ως καύσιμο αυτοπραγμάτωσης και αυτοσυνείδησης.

Το έργο της Κασσέν έπεσε σε άριστα χέρια για να μεταφερθεί στα ελληνικά και να μην νιώσει με τη σειρά του τη… νοσταλγία του άδικου ξεριζωμού. Η Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου έκανε άριστη δουλειά. Περισσότερο ως λεπτουργός και εν συνεχεία ως μεταφράστρια, μάς παραδίδει ένα κείμενο που διαβάζεται και αναπνέει. Επιπλέον, συνέγραψε και μια άρτια εισαγωγή – αναγκαία πριν βουτήξει κανείς στα βαθιά νερά της νοσταλγίας.

 

Barbara Cassin

Barbara Cassin

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top