Fractal

Διήγημα: «Νόρα με λένε…»

Της Ελένης Γκίκα //

 

 

 

 

Θυμάμαι όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο μπάρμπα- Χρήστος ο μπακάλης πρώτα- πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την παράλλη εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα φορούσα.

Στηνόμουνα με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της μαμάς. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες, έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε ή χαμογέλαγε.

Με το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε αλλά μετά την συνήθισα, έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει, η θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα, μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω ότι είναι ακρωτηριασμός, τελικά, το να τρως τα  νύχια.

Τον θείο Μίμη πρώτα τον άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω» όπως μου είπε- μέχρι κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι σπίτι-αυλή, αυλή-σπίτι.

Από τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας που έφυγε κι αυτός ξαναγύρισε. Το παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, μέχρι κι εκείνος επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει.

Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι πια, αλλά τώρα που το ‘χασα το κατάλαβα-

Εδώ θα γεράσω.

Απ’ την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την μπουκαμβίλια που έχει απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο, «σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και

λουκουμάκια κι εκείνον τον τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.

Οι πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω.

Έμενα όσο με άφηνες.

Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα συνεχιζόταν…

Με λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου, όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι.

Μυγούλα αισθανόμουνα.

Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα εκείνη βγήκε και χάθηκε. Εγώ ούτε τόλμησα.

Σκέφτηκα,

τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω τα παιδιά και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.

 

 

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top