Fractal

«Νοέμβριος» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

noemΤο ελάχιστο

«Διάβαζα ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται.Κουράστηκα.Μπάφιασα.Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου-θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της Πόλης,κάποτε,επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο, χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου».

 

Γιατί οι οχτώ στους δέκα αναγνώστες κι ας έχουμε εντελώς διαφορετικές λογοτεχνικές συνήθειες, προτιμήσεις και γενικότερα απόψεις θεωρούμε σταθερά τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη ως έναν από τους δεινότερους από τους (εν ζωή) Έλληνες διηγηματογράφους; Μάγια μας έχει κάνει ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας;

Μάγια ξεμάγια ο Σκαμπαρδώνης είναι ιδιαίτερη περίπτωση και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συναρπαστικός αφηγητής, πως δεν έχει ευφυή γνωρίσματα που κάνουν την γραφή του αναγνωρίσιμη ή δεν έχει να πει μέσα από το πιο απλό που θα γράψει-και μια λέξη μόνο-δεκάδες κρυφά και φανερά της ψυχής με τα οποία ταυτιζόμαστε; Παράδειγμα το διήγημα με τίτλο «Το ελάχιστο» με το οποίο ξεκίνησε αυτό το άρθρο: όλο κι όλο είναι οι 48 φανερές λέξεις αυτές που διαβάζουμε κι εσείς κι εγώ ακριβώς ως ίδιες, αλλά ταυτοχρόνως για τον καθένα μας μπορεί να μην είναι μόνον αυτό, να είναι κάτι βαθύτερο, κρυπτικό, σημαντικότερο από τις 48 λέξεις που τυπικά του δίνουν μορφή.Διότι με κάτι που γράφει σε ένα φαινομενικά μη κομβικό σημείο του κειμένου του ο Σκαμπαρδώνης ή ακόμα ακόμα υπονοεί, ταυτιζόμαστε και η ταύτιση, δεν είναι παίξε- γέλασε, είναι ένα από τα πιο ποθητά ζητούμενα κάθε συγγραφέα που σέβεται τον εαυτό του και το κοινό του και σαν μονοπάτι είναι δύσβατο, κακοτράχαλο, πολύ απότομο, πολύ επικίνδυνο.

Άλλοι συγγραφείς σπρώχνουν με το ζόρι τον αναγνώστη σε ταύτιση με τους λογής αρνητικού ή θετικούς ήρωες που σκαρφίζονται σε βιβλία που φτιάχτηκαν να είναι θελκτικά κυρίως για εισπράξεις και άλλοι -πολλοί αλλ΄ όχι οι περισσότεροι-κάνουν μαγικά κείμενα, εκπληκτικά κεντήματα, δουλεύοντας πάνω στην ταύτιση υπομονετικά και με μυρμηγκίσια επιμονή, παράγοντας έτσι Λογοτεχνία.

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης κάνει αδιαπραγμάτευτα το δεύτερο. Με απλά μα και δύσκολα θέματα, ενίοτε και με θέματα αγκάθια.

Ομολογώ πως μου ήρθε και η σκέψη ότι μας παρασύρει, επειδή μας συγκινεί και δικαίως, εκείνη η διάχυτη, η ουδόλως παρεξηγήσιμη αλλ΄αντιθέτως στοχαστική του ελληνικότητα η εκφρασμένη στους θολούς μας καιρούς της κρίσης με τον διάχυτο, πλατύ, ανθρωποκεντρικό τρόπο των παλιών πεζογράφων της Θεσσαλονίκης και του ΄30 που συνεχίζουμε να τους αγαπάμε, να διαβάζουμε ξανά και ξανά τα έργα τους καταφεύγοντας σ΄αυτά για ανάσα, για απόδραση από τα ζοφερά της εκδοτικής πλημμυρίδας (όταν τα παίρνουμε δηλαδή χαμπάρι). Όμως δεν μας αγγίζει μόνον αυτό.

Τα 33 διηγήματα που βρίσκουμε μαζεμένα στην συλλογή με τίτλο «Νοέμβριος» είναι το ίδιο έξυπνα και αντάξια της φήμης του συγγραφέα και κάτι ακόμα, είναι πιο διεισδυτικά και ψυχογραφικά και θα έλεγα μελαγχολικά, καθώς σε πολλά απ΄αυτά μοιάζει να γίνεται πια ένας γλυκόπικρος απολογισμός της ζωής και των πραγμένων της και τα βαραίνει ο χρόνος που πέρασε ήδη πάνω από τους ήρωές τους. Είναι αυτοαναφορικά διηγήματα, αρκετά από αυτά, αναμνήσεις που τις αφηγείται όχι με την νοσταλγία που συνήθως τις συνοδεύει και είναι φυσική και απολύτως ανθρώπινη και γι αυτό προβλέψιμη αλλά με εκείνην την ιδιαίτερη θλίψη για ό,τι πέρασε και πάει πια,χάθηκε στον χρόνο. Μια ήπια θλίψη που έχει ένας άνθρωπος μεγαλύτερης ηλικίας όταν κλείνει ένας δημιουργικός και πιθανόν καλός κύκλος της ζωής του.

Με τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη συμβαίνει και κάτι άλλο, δεν ξεχνιούνται εύκολα.Σχεδόν κανένα. Καιρό, πολύ καιρό μετά. Κολλάνε επίμονα στην μνήμη χωρίς να τα έχεις διαβάσει δεύτερη φορά. Μην πω μεγάλη κουβέντα μα οι ιστορίες του, λαϊκές, της μεσαίας τάξης, ιστορίες των ανώνυμων αγίων που έλεγε κι ο Ρίτσος, αντέχουν.

Δεν συγκρίνω, προς Θεού, τι σχέση έχει ο Ρίτσος με τον Σκαμπαρδώνη ή δεν ξέρω, μπορεί και να έχει σχέση, όλα στον μικρό μεγάλο μας κόσμο έχουν μια σχέση, μα αυτό εδώ δεν είναι σύγκριση απλώς φέρνω, επίτηδες,σαν παράδειγμα κάποιους ανείπωτα μεγάλους σαν τον Ρίτσο, επειδή μπορεί να είναι οικεία τα έργα τους από την τριβή μ΄αυτά στα χρόνια ή από τις άπειρες μεταφορές τους σε θεατρικά έργα και τραγούδια κτλ και τις συνεχείς τέλος πάντων αναφορές σ΄αυτά οπότε τα θυμάμαι κι εγώ, κι εσείς φαντάζομαι, ούτως ή άλλως.

Αλλά το να θυμόμαστε έτσι αβίαστα τον Σκαμπαρδώνη, που ζει ο χριστιανός-να ζήσει εκατό χρόνια ο άνθρωπος που τον μελετάω μ΄αυτόν τον τρόπο-ας του το αναγνωρίσουμε επιτέλους αναλογιζόμενοι πόσοι τον ξέρουν από τους ντόπιους βιβλιόφιλους. Αληθινούς και γιαλαντζί, μην ανοίγω τώρα άλλες κουβέντες.

Μας έχει βάλει όλους πια στο βρακί του το άτιμο το μυθιστόρημα και να τι θυμάμαι και πάλι,τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά, τον οποίο έξοχο και χαμηλών τόνων μα εκπληκτικών διηγημάτων αυτόν δημιουργό δεν τον ξέρουμε, δεν έχουμε ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του, μιλάμε για οποιαδήποτε άλλη λογοτεχνία λες και είμαστε οι πανειδήμονες και αγνοούμε σε βάθος την δική μας, της γλώσσας που μιλάμε, έλεος, τι ψεύτικοι που είμαστε τελικά…

Έτοιμοι να κατασπαράξουμε όποιον δούμε να κάνει ένα βήμα πιο πέρα,βουτηγμένοι σε φθόνο αποφασισμένοι να μην πούμε καλή κουβέντα,να βρούμε ψεγάδια υπάρχουν δεν υπάρχουν και να τα περιφέρουμε ανώνυμοι αλλά όχι άγιοι, από φυλλάδα σε φυλλάδα και, ξέρετε, δεν είναι πια μόνο χάρτινες οι φυλλάδες, έχουν βγει και κάτι ηλεκτρονικές, σκέτο κίτρινο φαρμάκι.

 

skampaΥΓ. Τι θ΄ακούσω τώρα που λέω πάλι καλά λόγια για τον Σκαμπαρδώνη, έχει γούστο να μου πουν ότι είναι…γνωστός μου και μου δίνει…πόστα και ποσοστά -μια κι ο ίδιος φαντάζομαι θα είναι πλούσιος από την λογοτεχνία-για να πω πως με γοήτευσε και αυτή του η συλλογή και δεν την έχω ξεχάσει.

Διότι, βλέπετε, ενώ η χώρα καίγεται μερικούς τους τρώει τι λένε οι βιβλιομπλογκάδες. Εδώ άνθρωποι ολοένα και περισσότεροι κάθε μέρα ψάχνουν φαΐ στους κάδους των σκουπιδιών και τέσσερα εκατομμύρια φτάσαμε να είμαστε οι φτωχοί-όχι οι πεινασμένοι, οι άλλοι οι βλάκες, οι ως χτες μεσαίοι είμαστε, οι απ΄όλους πιο χαμένοι -και όμως η μικρότητα (μας και τους) ζει και βασιλεύει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top