Fractal

Διήγημα: “No mercy”

Της Κατερίνας Ανδριανάκη // *

 

 

Δίχως λόγο, δίχως άμυνα, σε μια πολυσύχναστη γωνιά του δρόμου προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του πάλι όρθιος. Δεν ήθελε να παραδοθεί τόσο εύκολα, σε αυτή την ανελέητη επίθεση. Ένας σπασμός τον συντάραξε, κρατούσε την πλάτη του κόντρα στο καπό ενός αυτοκινήτου, ενώ δεχόταν τα χτυπήματα από έξι με οκτώ άνδρες που τον είχαν περικυκλώσει.

Στο ίδιο σημείο το μεσημέρι είχε νιώσει μια ανεξήγητη δυσφορία, ένα μικρό κάψιμο στην καρδιά, αλλά υπέθεσε ότι έφταιγε ο αφρικανικός καύσωνας των τελευταίων ημερών και δεν έδωσε σημασία. Ο πυρακτωμένος ήλιος τον τύφλωνε. Βάζοντας το χέρι στο μέτωπό του για να κάνει σκιά έβλεπε το θολό σύννεφο μιας θερμής αέριας μάζας που σχηματιζόταν κατά μήκος του δρόμου και θυμήθηκε τον ορισμό αυτού του ακραίου μετεωρολογικού φαινομένου που έπρεπε να αποστηθίσει απέξω για τις σχολικές εξετάσεις. Στο μυαλό ενός δωδεκάχρονου παιδιού τότε ήταν πραγματικά σκέτη κόλαση να συγκρατεί αριθμούς και να αντιλαμβάνεται πώς πνέουν οι νοτιοδυτικοί άνεμοι στις κατώτερες στάθμες (850 mb), καθώς παρατηρούνται υψηλές πιέσεις που προκαλούν κατολισθήσεις υπαίτιες για μεγαλύτερες θερμότητες στα κατώτερα στρώματα. Πίστευε ότι ήταν πραγματικά χαμένος χρόνος και άχρηστες γνώσεις. Η αποστήθιση ήταν κάτι βαρετό, το έβλεπε σαν αγγαρεία, όπως αυτή που συνήθιζε να του βάζει ο πατέρας του, να τρέχει, δηλαδή, πέντε χιλιόμετρα κάθε μέρα για να χάσει τα περιττά κιλά που είχε και να σταματήσει να είναι ένας παχύσαρκος έφηβος, ενώ εκείνος μισούσε το τρέξιμο. Οι επιπλήξεις του πατέρα του του ήταν άχρηστες κι αυτές. Στον Άλαν άρεσαν διαφορετικά πράγματα. Του ήταν πολύ πιο σημαντικός και ευχάριστος ο κόσμος των κόμικς, όπου εκεί υπήρχε δράση, περιπέτεια, άφθονο γέλιο από τις γκάφες και τα παθήματα των ηρώων. Άλλες φορές πάλι ένιωθε να ξυπνά μέσα του ο προσωπικός του θρίαμβος με τα ανδραγαθήματά τους μέσα από απρόβλεπτες εξελίξεις καθώς ταυτιζόταν μαζί τους.

Αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας σκιτσογράφος χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του και με πολύ καλές κριτικές και τις συστατικές επιστολές των καθηγητών του έκλεισε την πρώτη του δουλειά σε ένα μεγάλο περιοδικό κόμικς της γενέθλιας πόλης του. Θα ήταν μια καλή αρχή εκεί για έναν αρχάριο και σύντομα αρκετοί συνάδελφοί του μιλούσαν για το ξεχωριστό ταλέντο του. Το απολάμβανε που τόσο γρήγορα είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του και τώρα του έδιναν ιδιαίτερη ευχαρίστηση οι δυνατές ακτίνες του ήλιου βουτώντας στα καταγάλανα καθάρια νερά ενός ελληνικού νησιού του Νοτιοανατολικού Αιγαίου εντυπωσιασμένος από το αλλόκοτο φως του απογεύματος και τη θέα του πευκοδάσους της πλαγιάς που αγκάλιαζε τη μικρή παραλία. Ήταν οι πρώτες διακοπές που θα έκανε μόνος του, ένα δώρο που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του μόλις θα έβγαζε τα πρώτα του χρήματα, κάτι που περίμενε με λαχτάρα να συμβεί στην ενήλικη ζωή του.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ήταν το τελευταίο του βράδυ στο νησί. Ο λόγος για τον οποίο είχε πάει σε εκείνο το κλαμπ ήταν αποκλειστικά η μουσική ντίσκο που του άρεσε επειδή την άκουγαν οι γονείς του στα νιάτα τους. Λίγο πιο πριν του είχαν τηλεφωνήσει για να μάθουν νέα του, ανησυχούσαν, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα τόσο μακρινό ταξίδι μόνος του, του είπαν ότι τους έλειπε πολύ και ανυπομονούσαν να τον δουν από κοντά. Ήταν ο μονάκριβος γιος τους. Αφού τους καθησύχασε, συνεννοήθηκαν για την ακριβή ώρα της άφιξης της πτήσης του και τον καληνύχτισαν με γλυκόλογα. Και του ίδιου του έλειπαν, αλλά δεν είπε τίποτα γιατί ήθελε να τους αποδείξει ότι μπορούσε να τα καταφέρει μια χαρά χωρίς τη βοήθειά τους. Έκρυβε έναν Τεντέν μέσα του, ο οποίος ταξίδευε στα πέρατα του κόσμου και φανταζόταν να ζήσει κι αυτός με τη σειρά του περίεργες και παράξενες περιπέτειες.

Είχε πιει μερικά ποτά, και συνειδητοποίησε τα φθονερά τους βλέμματα εντελώς τυχαία καθώς στριφογύρισε στο σκαμπό του για να μιλήσει με την άγνωστη κοπέλα που ήταν πολύ μεθυσμένη και δεν καταλάβαινε τι του έλεγε με τα σπασμένα αγγλικά της. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τον τράβηξαν έξω με τη βία, κάποιος τον έπιασε από το ξεκούμπωτο πουκάμισό του και του έδωσε την πρώτη μπουνιά ίσια στο πιγούνι λέγοντας, πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να την πέφτει στην αρραβωνιαστικιά του, ενώ συνέχιζε να τον βρίζει και να τον χτυπάει. Όλα όσα είχε ακούσει ή μάθει μέχρι τότε στους δρόμους, στον κόσμο του δεν του φάνηκαν χρήσιμα τη συγκεκριμένη στιγμή. Ήταν ένας άλλος κώδικας.

Προσπάθησε να τους πει ότι είχε γίνει κάποια παρεξήγηση, ότι δεν ήξερε την κοπέλα, ότι είχε πάει εκεί για διασκέδαση και όχι για να παίξει ξύλο, ότι του άρεσε η χώρα τους, ότι, ότι, ότι… δεν ήταν εκεί για να δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα. Χίμηξαν επάνω του χωρίς να ακούσουν αυτά που τους έλεγε με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα.

Όση ώρα τον κτυπούσαν, έβλεπε στα μαυρισμένα, σκληρά πρόσωπά τους το μίσος να γίνεται ένα πελώριο κύμα που ήθελε να τον καταπιεί. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα που του έσκιζαν τα σωθικά. Ακολούθησαν και άλλα χτυπήματα στο στέρνο, στην κοιλιά, προσπάθησε να τρέξει μακριά για να ξεφύγει, αλλά κάποιος τον έπιασε από τον ώμο και τον σώριασε κάτω. Ζαλισμένος από το χτύπημα προσπάθησε να σηκωθεί. Οι άγριες φωνές, η φασαρία, η δυνατή μουσική άρχισαν ξαφνικά να διαλύονται όσο παράλογα είχαν ξεσπάσει πάνω στο νεανικό κορμί του. Στο μικρό παραλήρημά του καμιά έγνοια και κανένα δίλημμα δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στη σκέψη του. Προσπαθούσε να τους αντικρούσει με όση δύναμη διέθετε εκείνη τη στιγμή. Ο τρόμος του όμως κάλυπτε τα πάντα. Αναγκάστηκε κάποια στιγμή να γονατίσει και τότε τα χτυπήματα έγιναν πιο βίαια.

Ακαριαία έχασε τις αισθήσεις του. Μόλις κατάλαβαν ότι δεν αναπνέει έφυγαν τρέχοντας αριστερά και δεξιά στα γύρω σοκάκια.

Σε αυτή τη μοναδική καυτή κόλαση που έζησε στα είκοσι τρία του χρόνια, όταν η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει στην άσφαλτο, ο περίπλοκος κόσμος μέσα στον οποίο είχε ζήσει σταμάτησε κι αυτός. Δεν είχε τον χρόνο να αποχαιρετίσει κανέναν. Το μίσος είχε νικήσει τους χάρτινους ήρωες των κόμικς. Το περιστατικό καταγγέλθηκε σχεδόν αμέσως, σε λίγα λεπτά από την ώρα του συμβάν. Το πτώμα το απομάκρυναν αργότερα και μέχρι να ξημερώσει είχαν ξεπλύνει τα αίματα με μια μάνικα.

 

 

 

* Η Κατερίνα Ανδριανάκη γεννήθηκε στην Καβάλα. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής), πτυχιούχος βιολοντσέλου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, πτυχιούχος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε και πτυχιούχος της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. (Τμήμα Θεάτρου). Έχει εκδώσει: συλλογή διηγημάτων Μικρές μπουκιές (Γαβριηλίδης, 2013), συμμετοχή στο συλλογικό έργο 2ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Μίμης Σουλιώτης (LIBRON ΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2016). Τα «Ανοξείδωτα ζευγάρια» (εκδόσεις «Κέδρος», 2016) είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top