Fractal

Η ταραγμένη θάλασσα του «Χεμ»

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

nisia_1«Νησιά της Καραϊβικής» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης, Εκδ. Καστανιώτης, σελ. 576

 

Στις αρχές του ’50, ο «Πάπα» Έρνεστ παραδίδει το «Μεσ’ από το ποτάμι και στα δέντρα». Οι κριτικοί της εποχής του δίνουν και καταλαβαίνει: δέχεται σκληρές επιθέσεις και ο Χέμινγουεϊ δείχνει σαν πυγμάχος που έχει εγκλωβιστεί στα σχοινιά και δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Λίγο καιρό μετά, αποφασίζει να ξεκινήσει κάτι άλλο: να γράψει τρεις ιστορίες που να έχουν άμεση σχέση με τη θάλασσα. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, δεν αφήνει λέξη ανέγγιχτη. Οι μνήμες από τη δική του παραμονή στις Μπαχάμες ξεχειλίζουν. Τρία χρόνια γεμάτα κραιπάλες, διασκεδάσεις, ποτά και ανέφελο βίο γίνονται ο μυητικός δρόμος προς μια μωλωπισμένη διευθέτηση του ειδώλου που έχτισε με κόπο. Κάτι παράξενο συνέβη, όμως, την περίοδο που έγραφε εκείνες τις νουβέλες. Αν και ο κεντρικός ήρωας ήταν ο Τόμας Χάντσον, ένας ζωγράφος που εξειδικεύεται σε θαλασσινά θέματα, εντούτοις η αυτονομία των ιστοριών θα ήταν αδιαπραγμάτευτη. Καθώς γράφει του προκύπτει μια τέταρτη ιστορία, η οποία από την πρώτη στιγμή του κέντρισε το ενδιαφέρον και τον έβαλε στη διαδικασία να σκεφτεί ότι, όντως, γράφει κάτι πολύ μεγάλο. Αυτό το «πολύ μεγάλο» ήταν «Ο γέρος και η θάλασσα». Έτσι, καταπιάνεται με αυτή την ιστορία, αφήνει τις άλλες λίγο στην άκρη και τότε ο πυγμάχος βγαίνει από τα σχοινιά κι αρχίζει τα ντιρέκτ και τα άπερκατ πάνω στη γραφομηχανή του. Εντέλει, όταν επέστρεψε στις τρεις αρχικές ιστορίες ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. Ποιος ήταν εκείνη την περίοδο ο Χέμινγουεϊ; Ένα τσακισμένο είδωλο, ένας άνθρωπος που προλογίζει την πτώση του και που βρίσκεται σε φάση συναισθηματικής αμβλύνοιας. Τίποτα άλλο δεν μένει σ΄αυτόν τον άνθρωπο από το τέλος – τη χειροπιαστή λαχτάρα μιας λύτρωσης που δεν μπορεί να βρει στο έργο του.

Λίγα χρόνια μετά τη λύση θα τη δώσει μια καραμπίνα. Ο Χέμινγουεϊ άφησε πίσω του πολλά μπουκάλια που δεν πρόλαβε να ανοίξει και σελίδες επί σελίδων από κείμενα, διηγήματα, νουβέλες, τα οποία κλήθηκε να διαχειριστεί η γυναίκα του. Κάπως έτσι, το 1970, προέκυψαν τα «Νησιά της Καραϊβικής».

Ο Χάντσον, ο κεντρικός ήρωας, είναι ένα αμάλγαμα: ο «Χεμ» πήρε στοιχεία από τον φίλο του ζωγράφο Χένρι Στράτερ και τον επίσης ζωγράφο Τζέραλντ Μέρφι για να τον πλάσει. Ας μην κρυβόμαστε: πάνω από όλα, ο Χάντσον δεν είναι τίποτα άλλο από το alter ego του ίδιου του συγγραφέα. Ένα καραβοτσακισμένο alter ego, στα πρόθυρα της αυτοανάφλεξης. Σε αυτές τις νουβέλες, δε, ο Χέμινγουεϊ, ίσως διότι ήθελε τους αναγνώστες μάρτυρες της «δικής» του ψυχολογικής έλλειψης, πάει κόντρα στο στυλ που ο ίδιος καθιέρωσε και είχε να κάνει με τη λιτότητα των πληροφοριών. Έτσι, ο αναγνώστης αντί να γεμίσει τα κενά, δέχεται μια πλειάδα πληροφοριών για τον Χάντσον. Μαθαίνουμε τα πάντα γι’ αυτόν: τα διαζύγιά του, τους τρεις γιους του, τα ποτά που έπινε, τα φαγητά που έτρωγε, τους πίνακες που ζωγράφιζε, την απρόσιτη αύρα των σκέψεών του, τις τύψεις και του λυγμούς που στον συνταράσσουν. Έχεις διαρκώς την αίσθηση πως ο Χέμινγουεϊ, μέσω του Χάντσον, προχωράει στον εφεύρεση του τέλους του. Από τα νησιά Μπίμινι έως τα μπαρ της Κούβας και στη συνέχεια σε μια πολεμική περιπέτεια κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που θα σημάνει και το τέλος του Χάντσον, η σκιά του ήρωα γίνεται βαθύχρωμη: πέφτει προοδευτικά σε μια υπναγωγική κατάσταση. Αφήνει το χρόνο να δουλέψει πάνω του με δεσποτική δύναμη. Η απώλεια των τριών παιδιών του θα έχει πάνω του κατακλυσμιαία αποτέλεσμα. Ούτε το ποτό μπορεί να γίνει ελαφρυντικό. Ο Χάντσον προσπαθεί να… περπατήσει με την απώλεια, αλλά γνωρίζει πολύ καλά πως η προσπάθεια θα καταλήξει σε μια διάτρητη ματαιοπονία. Κουβαλάει μια μνημειώδη κούραση, η επικράτεια της ζωής του είναι από καιρό σπαρμένη σε κομμάτια που δεν μπορούν να κολλήσουν. Κάπως έτσι, οι ρωμαλέες περιγραφές γύρω από την περιπέτεια του ψαρέματος ενός τεράστιου ξιφία με τους γιους του, σκηνή που θυμίζει έντονα τον ανδροπρεπή Χέμινγουεϊ, δίνουν τη θέση τους σε περισσότερο ενδομορφικές απεικονίσεις του ήρωα –και του βάλτου στον οποίο έχει πέσει-, μέσα σε ένα μπαρ στην Κούβα, για να αποκτήσουν πλήρη εσωτερικότητα, στα βάθη ενός ποταμού, όπου ως μέλος μια αναγνωριστικής ομάδας προσπαθεί να εντοπίσει γερμανικά υποβρύχια και να κρατήσει αιχμαλώτους τα μέλη των πληρωμάτων. Ως άλλος… Κόνραντ, ο Χάντσον βυθίζεται σε ένα σκότος που δεν έχει να κάνει με το τοπίο και την αποστολή του, αλλά το εσωτερικό πεδίο του αναβρασμού του.

Ο θάνατος κλωθογυρίζει σε όλο το βιβλίο. Δεν είναι ένας θάνατος το απομεσήμερο σε μια αρένα, αλλά μια απώλεια εκθετική, εμποτισμένη από ένα μαύρο σύννεφο και από την πάχνη του παρελθόντος που δεν μπορεί να αλλάξει. Η παραδοξότητα του Χάντσον, ιδιαιτέρως στην τρίτη νουβέλα, εστιάζεται στο γεγονός ότι ενώ έχει μια ακόρεστη ανάγκη για νίκη, να βρει τους Γερμανούς και να τους κατατροπώσει, την ίδια στιγμή έχει την πλέρια αίσθηση ότι οδεύει πλησίστιος προς το χαμό του. Δεν αποχωρίζεται από το ένα, δεν αποκρούει το άλλο. Κι όλα αυτά εμφανισμένα στο χαρτί με τρόπο υποβλητικό, δυναμικό και πλήρως ζωντανό.

 

Ernest Hemingway

Ernest Hemingway

 

Ο Χέμινγουεϊ κατάφερε να φτιάξει ένα μύθο μεγαλύτερο από τη σκιά του. Ήταν οι εποχές τέτοιες που επέτρεπαν τέτοιου είδους μαξιμαλιστικά ανδραγαθήματα. Ωστόσο, αυτός ο υπερτροφικός μύθος ήταν που τον χτύπησε κατάστηθα και τον έθεσε μπροστά σε ένα πλήρες κενό. Σαν να έφτιαχνε με επιμέλεια το πλεκτό του πεπρωμένου του και στο τέλος αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο και ξεκίνησε το ξήλωμα. Ή σαν να μας ψιθύρισε πως κανένας δεν βγαίνει άτρωτος από τη μάχη με τις λέξεις, τη φήμη, τη δημιουργία.

Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Αντώνη Καλοκύρη. Η έκδοση συνοδεύεται κι από έναν κατατοπιστικό πρόλογο διά χειρός Κωστή Καλογρούλη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top