Fractal

Για την ποίηση της Νιόβης Ιωάννου

Γράφει η Εύα Στάμου //

 

niovi_ioannou

 

 

Η ποίηση της Νιόβης Ιωάννου πυροδοτεί τη σκέψη κι απαλύνει το αίσθημα.

Ελέγχοντας απόλυτα τα εκφραστικά της μέσα, η ποιήτρια κρατάει τον ρόλο του παρατηρητή:

Εντοπίζει, καταγράφει και καταγγέλλει με σαφήνεια όσα απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο στην τέχνη, τις σχέσεις, τη ζωή.

Τα ποιήματά της αποστασιοποιημένα  ως έναν βαθμό  από το συναίσθημα, προκαλούν πρωτίστως τον στοχασμό και δευτερευόντως την συγκίνηση του αναγνώστη. Τα θέματα της είναι κυρίως υπαρξιακής φύσης, ακόμα κι όταν με λυρισμό περιγράφει ένα τοπίο ή ένα συνηθισμένο αντικείμενο. Η ποίηση της Νιόβης έχει ένα στοιχείο υπερρεαλιστικό το οποίο προσδίδει στο λόγο της δυναμισμό και στις εικόνες που δημιουργεί την αίσθηση του ανεξίτηλου. Οι λέξεις της χαράσσονται στην μνήμη και μέσα από το τέχνασμα της επανάληψης όπου αυτό θεωρείται απαραίτητο για έμφαση, σχηματίζουν εικόνες μεγάλης έντασης. Τα ιδιαίτερα τοπία που κατασκευάζει ώστε να μιλήσει για τον χρόνο, το θάνατο, το παιχνίδι της ζωής, την επιφάνεια και το βάθος των πραγμάτων, τη γεωγραφία της μνήμης και τις χωρικές συντεταγμένες του συναισθήματος,  χαρακτηρίζονται από ένα ξεχωριστό, προσωπικό ύφος που οδηγεί τον αναγνώστη σε μικρές ή μεγάλες ανακαλύψεις, χαρίζοντάς του παράλληλα αισθητική ικανοποίηση. Συχνά προσεγγίζει το θέμα της χρησιμοποιώντας το τέχνασμα της αλληγορίας, αφήνοντας τον αναγνώστη να ρίξει κλεφτές ματιές κάτω από την λουστραρισμένη επιφάνεια, κατευθείαν στο πυρήνα της ύπαρξης.

Στην ποιητική συλλογή «Εις Άτοπον» η Ν.Ι. ενεργοποιεί τη φαντασία του αναγνώστη διερευνώντας θέματα όπως η προσωπική και η συλλογική μνήμη, η αλήθεια του θανάτου και τα ψέματα της ζωής, η τάξη των αντικειμένων κι η αταξία των συναισθημάτων, η μοναξιά και το σκοτάδι του ψυχισμού του ποιητή που ακυρώνονται από το ίδιο το ταλέντο του και την επιθυμία να φωτίσει τα διανοητικά και ψυχικά φαινόμενα.

Θα εστιάσω σε ορισμένα ποιήματα, αναδεικνύοντας την πολυσημία που ενέχουν κάποιοι στίχοι.

 

– Η προσωπική μνήμη συγχέεται με την συλλογική, πλάθοντας το υποκείμενο που ονειρεύεται, μέσα στο ποίημα, εικόνες που παρέχουν οι άλλοι, οντότητες που γλιστρούν από το περιβάλλον στον ενδόμυχο πυρήνα ο οποίος πολιορκείται από το ξένο και το ανοίκειο, δημιουργώντας στο υποκείμενο την αίσθηση ότι δεν ανήκει στον εαυτό του, ότι ο εαυτός του έχει καταληφθεί από απρόσκλητες μνήμες που παρέχει ο κόσμος, οι προηγούμενοι άνθρωποι, η ιστορία.

Η διαδικασία αυτή αποδίδεται εναργώς στο ποίημα που εκκινά με τη φράση «Μνήμες από λέπια με ξένες μνήμες ονειρεύτηκα…} και καταλήγει « και σκέπαζαν τα πράγματα γύρω σαν να μην έμοιαζαν να μην ήταν ποτέ δικά μου»

 

– Στο εκτενές, αφηγηματικό, ποίημα που αρχίζει με την πρωτοπρόσωπη ρήση «Θυμάμαι ήμουν σε κείνο το δωμάτιο…» η φαινομενικά νεκρή ποιήτρια παρατηρεί τον κόσμο πέρα και έξω από αυτήν, επισκοπώντας το πάτωμα, τα αντικείμενα, το πέταγμα των χελιδονιών μακριά ως το φεγγάρι και την επιστροφή τους στα στενά όρια του δωματίου όπου μεταφέρουν το μήνυμα της λύτρωσης, την ελπίδα της Ανάστασης.

 

– Με το ποίημα «Κατευθείαν στα χείλη» ένα παραδοσιακό ποιητικό μοτίβο, αποκτά μια αναπάντεχα διασταλτική σημασία – σας διαβάζω το ποίημα:

«Κατευθείαν στα χείλη

συνάντησα κι άλλους εκεί

φορούσαν παλιομοδίτικα

ρούχα

σα να μην ήθελαν ν’ αμφιβάλλουν για τίποτα

τα παπούτσια τους

καλογυαλισμένα

στενά και καχύποπτα

δεν ήξεραν να επιστρέφουν

με κοίταζαν κατευθείαν στα

χείλη

έκλεβαν τις λέξεις μου

και τάιζαν τα σκυλιά τους

έναν αιώνα μετά

ξέπλεναν τα χέρια τους

σχολαστικά κι επίμονα

να καθαρίσουν το αίμα»

Πρόκειται, κατ’ εμένα, για ένα ποίημα διασταυρώσεων, όπου συναντώνται και αντιπαρατίθενται ο ιστορικός με τον βιωματικό χρόνο, το προσωπικό με το απρόσωπο, το αυθόρμητο με το τυποποιημένο. Τα χείλη είναι τόπος συνάντησης, ο αισθησιασμός απορρέει από τα χείλη, όπως και ο λόγος που, σε αντίθεση με τις ρομαντικές φόρμουλες, δεν είναι μόνο μελίρρυτος και απαλός, αλλά μπορεί να είναι ψυχρός, σκληρός, συντηρητικός, καχύποπτος για να ταιριάζει με τα «καλογυαλισμένα, στενά και καχύποπτα παπούτσια». Αξιοσημείωτο είναι το πώς το ποίημα μεταδίδει, δίχως ευθέως να ονοματίζει, ένα ενοχοποιητικό συμβάν, το οποίο οι υπαίτιοι αναγνωρίζουν – γι αυτό και «έναν αιώνα μετά / ξέπλεναν τα χέρια τους / σχολαστικά κι επίμονα / να καθαρίσουν το αίμα»,

χωρίς όμως να νιώθουν οι ίδιοι ένοχα, «χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» – όπως θα λεγε κι ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής.

– Το ποίημα με τον επιτονισμένα ευπρεπή τίτλο «Επανήλθε η τάξις» διατρέχεται από μια λεπτή, στοχαστική ειρωνεία. Στον πρώτο στίχο, ο αριθμός «εφτά» δεν ενέχει κάποιο μαγικό συμβολισμό, αλλά δηλώνει το σύνολο από σακούλες σκουπιδιών που στοιβάζονται στην είσοδο. Τα σκουπίδια, με τη σειρά τους, διακρίνονται για το εύχαρο της όψης (είναι «πορτοκαλί») και της μυρωδιάς (έχουν «άρωμα λεβάντας») όπως ακριβώς δηλαδή διαφημίζονται τα προϊόντα εξωραϊσμού των καταναλωτικών λυμμάτων που πωλούνται στα σούπερμάρκετ. Ο χρόνος, όμως, συνεχίζει το φθοροποιό έργο του, κάτω από την ψευθαίσηση του περιτυίγματος – γράφει η Νιόβη Ιωάννου :

 

«πονάει ο σκόρος που τρυπώνει ύπουλα στα χρόνια»

Και συνεχίζει:

«η ντουλάπα στη θέση της πλέον

άδειασε πολλές φορές από σώματα»

Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή της παραδοσιακής μετωνυμίας – αντί για την χρήση ενός ρούχου ως έμμεσης αναφοράς στο σώμα που το έφερε πάνω του, γίνεται εδώ χρήση του σώματος για να δηλώσει το ρούχο που μες στην βουβή επιμονή του μας καλεί να το ‘τακτοποιήσουμε’ τώρα που το σώμα απουσιάζει, ώστε να ‘επανέλθει η τάξις’.

Σε αντίθεση όμως με τα «κουτάκια μπύρας» που αναφέρονται σε επόμενο στίχο, τα σώματα των ανθρώπων που έμειναν στο χώρο μας δεν ανακυκλώνονται.

Ο υπόλοιπος κόσμος θα συνεχίζει βεβαίως στους αδιατάραχτους ρυθμούς του με αντίτιμο όμως την επιλεκτική κώφωση, που μας προστατεύει από οτιδήποτε θα μπορούσε να ταράξει το εύτακτο παρόν:

«ούτε θ’ ακούσουν το κορίτσι που κλαίει όταν νυχτώνει

τα ρούχα που σφυρίζουν με τον άνεμο

πάνω στα δέντρα

πίσω στα χρόνια

μες στη ντουλάπα»

Θα τελειώσω με κάποιες σκέψεις επ’ αφορμή των στίχων:

«Φορώ το πρόσωπό σου όταν νυχτώνει

Τα παγωμένα μονοπάτια στο μέτωπο

Με τα τρεχούμενα λουλούδια στο βλέμμα»

Το πρόσωπο που δηλώνεται σε αυτούς τους στίχους δεν είναι επινοημένο, όπως συχνά συμβαίνει στη νεότερη ποίηση, αλλά αληθινό: προϋπάρχει του ποιήματος, και το υποκείμενο το αναλαμβάνει, στην προσπάθειά του να ταυτιστεί με τον άλλον – έναν ‘άλλο’ όχι απροσδιόριστο κι αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένο και απτό:

«Τα χέρια σου φορώ»

δηλώνει η ποιήτρια, που επανέρχεται με απτικές μεταφορές – σαν να θέλει να ξορκίσει το άυλο της απουσίας – μιλώντας για κάποιον που

«έπρεπε να χαϊδεύει μια καρέκλα άδεια», ή για κείνον που άφησε

«δακτυλικά αποτυπώματα» στα πλήκτρα.

Η συνάντηση με τον άλλον δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά διαπερνά τον πυρήνα της έκφρασης:

«Τις λέξεις σου φορώ

που συνεχίζουν τις μορφές

από σελίδα σε σελίδα…»

ενώ ακόμη εναργέστερα βεβαιώνει:

«Τη γλώσσα που μ’ επινόησε μιλώ με τη φωνή σου…»

Η γραφή της Νιόβης Ιωάννου ανοίγει ενίοτε τον στοχαστικό της ορίζοντα προς τη διερεύνηση του ίδιου του ποιητικού φαινομένου, κι άλλοτε επιχειρεί να εμβαθύνει στα πάθη μας και τ’ ανεξόφλητα λάθη μας, θυμίζοντας μας διαρκώς πως η ποίηση είναι το εγχείρημα κατανόησης του εαυτού μας, μέσα από τον άλλον.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top