Fractal

Διήγημα: “Επιστροφή”

 Της Νιόβης Ιωάννου // *
 

 

f8

 

 

Άφησε στο πάτωμα τη βαλίτσα της. Άνοιξε τα παράθυρα. Το ξυλιασμένο φως του δρόμου μπήκε στο δωμάτιο. Οι νεκροί της ήταν ακόμα εκεί.

Χαμογελώντας με κατανόηση την περίμεναν. Οι μορφές αναλλοίωτες στο χρόνο και το σκοτάδι όρμησαν ευθύς μέσα της. Τράβηξε με μανία τα λευκά σεντόνια απ’ τα έπιπλα και τον καθρέφτη. Σα να εκτελούσε κάποια ξεχασμένη εντολή. Ένα κύμα σκόνης, κατέβηκε βίαια στα πνευμόνια της. Πάλι μαζί, ψιθύρισε βήχοντας δυνατά. Αυτή τη φορά δε θα σας εγκαταλείψω… για κανέναν και για τίποτα… τίποτα δεν αξίζει εκεί έξω… το ταξίδι μου στον κόσμο, τελειώνει εδώ.

Κάθισε στην πολυθρόνα. Πήρε το μπουκάλι με το μισοτελειωμένο λικέρ που βρήκε πάνω στο τραπέζι και κατέβασε μερικές γερές ρουφηξιές. Ένιωσε τη ζέστη να κυλάει στα σωθικά της. Οι σκέψεις της ειρήνευαν περίεργα, η φωνή της έμοιαζε ν’ ακούγεται από μακριά.

Οι ανύπαρκτοι αγαπημένοι την καλούσαν από την ψυχή της ζητώντας να σμίξουν τις σκιές τους με κάτι ανθρώπινα στέρεο.

Συνέχιζε να τους μιλάει γυρίζοντας το κεφάλι της αργά από τον ένα τοίχο στον άλλο. Την κοίταζαν με αγάπη. Ένιωθε απέραντη θαλπωρή και γαλήνη επιστρέφοντας το βλέμμα τους, ζωντανό.

Έμαθα την ψυχή μου… ε, και… μητέρα; Έβλεπα τη ζωή ν’ αλλάζει όψεις μέχρι να εξαντλεί τις αισθήσεις μου. Εξαντλήθηκα. Η ελευθερία προϋποθέτει να είσαι αδυσώπητα σκληρός. Με τον εαυτό σου κυρίως. Όμως… όμως αν τελικά καταφέρεις να σιωπήσεις τα πάθη σου… χάνεις αυτή την ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Κι εσύ μου έλεγες να διαφυλάττω αυτή τη σχέση, σαν την πολυτιμότερη αλήθεια. Να ξέρεις… την προστάτεψα όσο πιο καλά μπορούσα. Ήμουν έντιμη απέναντί σου μητέρα…

Ανήθικη για όλους τους άλλους…έντιμη μόνο για σένα…

Σηκώθηκε κουρασμένα κι άνοιξε τη βαλίτσα της. Έβγαλε ένα καλοσιδερωμένο μακό κι ένα φαρδύ πουλόβερ. Ήταν τρέλα να ξεκινήσει μέσα στη νύχτα αυτό το ταξίδι.

Το σπίτι ήταν από χρόνια κλειστό. Από τότε που πέθανε η κυρία Τασία που φρόντιζε για όλα κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να πληρώσει τους λογαριασμούς. Το ρεύμα και το νερό ήταν από χρόνια κομμένα. Τα λουλούδια του κήπου είχαν πλέον μαραθεί και ψηλά αγκαθωτά χορτάρια σκέπαζαν την πόρτα και το πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι δεν ήταν πια ορατό.

Ερημιά κι εγκατάλειψη. Χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να φτάσει ως τη μαρμάρινη σκάλα, να πληγωθεί και να ματώσει ανοίγοντας δρόμο με τα χέρια της.

Ψαχουλεύοντας στην τσάντα της κατάφερε να βρει τον αναπτήρα και ν’ ανάψει το μισοτελειωμένο κερί που υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Με γρήγορες κινήσεις άλλαξε ρούχα. Κρύωνε και πεινούσε πολύ. Άνοιξε την παλιά ξύλινη ντουλάπα κι έπιασε την πρώτη κουβέρτα που βρήκε μπροστά της. Μύριζε ναφθαλίνη και υγρασία, το αγνόησε. Κουλουριάστηκε στον καναπέ και σκεπάστηκε όσο μπορούσε καλύτερα. Τα μάτια της στάθηκαν στη φωτογραφία της αδερφής της.

Η Νικόλ με τα αυθάδικα χαρακτηριστικά και το περιπαιχτικό χαμόγελο την κοίταζε ίσια στα μάτια. Που είσαι Νικόλ… αγαπημένη μου Νικόλ… ποτέ δε γνωρίσαμε η μία την άλλη. Είμαστε τόσο διαφορετικές. Και τόσο όμοιες ταυτόχρονα. Ξέρεις, καμμιά φορά γύριζα πίσω να βρω τι ήταν εκείνο που μας χώριζε. Κι ήταν το ίδιο που θα μπορούσε να μας ενώσει. Μια αγκαλιά Νικόλ, χωρίς ερωτήσεις κι εξηγήσεις… μόνο να συγχρονίζονταν οι χτύποι της καρδιάς μας για μερικά δευτερόλεπτα.

Χάσαμε την αιωνιότητα για μερικά δευτερόλεπτα αγαπημένη μου.

Έφερε το μπουκάλι με το ποτό στα χείλη της. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρια καυτά. Ζαλιζόταν. Ήθελε να κάνει εμετό. Όμως συνέχιζε να πίνει.

Γιατί ήρθα κοντά σας απόψε… δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω. Ήθελα κάποιον να μ’ αγαπάει πολύ. Ήθελα ν’ αγγίξω όλα αυτά που αγγίζαμε παλιά. Το πόμολο της πόρτας, την κούπα που έπινε τον καφέ του ο μπαμπάς, την κούκλα της Νικόλ με τα μουτζουρωμένα μάγουλα, το ξεφτισμένο σεμεδάκι σου μαμά.

Απόψε που δεν άντεξα να είμαι άλλο μόνη μου θέλησα να είμαι μαζί σας.

Είναι οδυνηρό να βιώνεις την αίσθηση πως δεν υπάρχει ούτε ένας στον κόσμο των ζωντανών να νοιάζεται πραγματικά για σένα. Απόψε, απελπισμένα ζητώ την καλοσύνη σας. Έγινε ακριβή εκεί έξω η καλοσύνη. Οι δρόμοι ερημώνουν νωρίς. Οι άνθρωποι κλειδώνονται στις προσευχές τους, από τότε που κατάλαβαν πως κι οι ίδιοι μπορούν να είναι θεοί. Αγάπησα τη μοναξιά. Κι εκείνη με πίστεψε. Δεν είχα περιθώρια να πράξω διαφορετικά. Η στέρηση, κάποιες φορές, είναι μια μορφή υστερόβουλης αυτοθυσίας.

Ένα είδος στυγνής αυταρέσκειας για το νάρκισσο εαυτό που νοσεί. Συγκατάβαση, στα ήπια στοιχεία που ισοπεδώνουν τη βούληση. Συνειδητή παραίτηση από την ευτυχία. Θεϊκή αλαζονεία… ίσως… δεν ξέρω πια… δε θέλω να ξέρω…

Το δωμάτιο γύριζε γύρω της. Προσπάθησε να σηκωθεί. Το κερί κατάπινε τη φλόγα του.

Οι μορφές φαίνονταν σκυθρωπές. Ένα ρεύμα παγωμένου αέρα διαπέρασε την ατμόσφαιρα. Κάποιος βύθιζε και πάλι εκείνο το σουβλερό καρφί στην πλάτη της.

Ένα ιδρωμένο βογκητό έκανε το στήθος της να βουλιάξει. Δάκρυσε από τον πόνο. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Άπλωσε κουρασμένα τα χέρια της σε κείνους που αγάπησε πολύ.

Οι ανάσες της μεγάλες, βαθιές, σαν να την πήγαιναν κάπου. Ακολουθούσε το ρυθμό τους. Ο πόνος σιγά – σιγά υποχωρούσε. Ένα ελαφρύ μειδίαμα γαλήνεψε τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

Άνοιξε για λίγο τα μάτια και κοίταξε ψηλά.

Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε εφτά ακριβώς.

Ψεύτικος είναι ο χρόνος, ψέλλισε…

Η φλόγα του κεριού έσβησε το δωμάτιο. Μια απέραντη καλοσύνη απλώθηκε…

 

 

 

Νιόβη Ιωάννου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στο Ναύπλιο, ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο και τη διδασκαλία γαλλικών. Έχει γράψει δύο ποιητικές συλλογές «ΦΩΣ-2» εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. «Σε στΗχο πλάγιο και μόνο» εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις Οσελότος. «Εις Άτοπον» υπό έκδοση. από τις εκδόσεις Μανδραγόρα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top