Fractal

Τρία μικρά πεζά / διηγήματα

Της Νιόβης Ιωάννου // *

 

writers-block

 

 

Διήγημα 1ο

 

Για να σωθούμε κρυβόμαστε κάτω απ’ το μεγάλο τραπέζι

ο ορίζοντας πλεγμένος με ψιλό βελονάκι επαναλάμβανε την ίδια εκρού ανεμώνη ξανά και ξανά ώσπου κατέληγε στο πάτωμα μέσα από μια οπτική σφαιρικής εχεμύθεια να σέρνεται πάνω σε καλογυαλισμένα παπούτσια ήτανε σίγουρο πως ποτέ δε θα έφταναν στο χείλος του γκρεμού.

Η Μαρία δεν ήθελε να σωθεί, βάδιζε κάθε μέρα ξυπόλυτη ως εκεί που τελείωνε το δωμάτιο, ύστερα πάλι πίσω… στο ενδιάμεσο σταματούσε να χαϊδέψει το σκύλο ή μάλλον το ήρεμο πουλί που κρατούσε στα δόντια του όποτε είχε κέφια γονάτιζε στα τέσσερα και γάβγιζε μαζί του κάθε μέρα η ίδια διαδρομή ούτε την έβλεπε κανείς, εμείς μετρούσαμε τις εκρού ανεμώνες που σκαρφάλωναν με τη βία στις ανάσες μας.

 

 

 

Διήγημα 2ο

 

Είναι τυφλές οι τελείες… του είπε και χαμογέλασε. Γνωρίζουν καλά μόνο ό,τι πρέπει ν’ αφήσουν πίσω τους. Κι ο χρόνος… ο χρόνος που κυοφορεί το μέλλον ίσως να είναι εκείνη η μετέωρη στιγμή που έμεινε αδιευκρίνιστη μόνο για να διαιωνίζει την αλήθεια της.

Πάντοτε έγραφα με μολύβι ό,τι έπρεπε να θυμάμαι. Το σπίτι που έζησα στην οδό… δώδεκα… δώδεκα μόλις γραμμές.

Έσβησε κι αυτό στην επανάληψή του.

Πρώτα κατέρρευσε το “ένα” , μετά το “δύο” …μετά η λεμονιά στον κήπο, μετά ο φοίνικας που γέμισε σκουλήκια… σκουλήκια που μάταια χτυπούσαν μέσα απ’ τον κορμό , προσπαθώντας ν’ ακουστούν …

Οι παρόντες έλειπαν … συνέχεια έλειπαν… Και τα τεράστια φύλλα κρέμονταν αβοήθητα πάνω στα πράσινα κάγκελα. Τώρα, το φεγγάρι μπορούσε να φαίνεται καθαρά… Να γεμίζει… ν’ ακεραιώνεται… να χάνεται…

 

 

 

Διήγημα 3ο

 

Τράβηξε απαλά τις κουρτίνες αφήνοντας τα φώτα του δρόμου να κρυφτούν στις ρωγμές των επίπλων. Στο περβάζι σκαρφάλωνε το λευκό γιασεμί που είχαν φυτέψει μαζί, την ημέρα των γενεθλίων της.

Έκοψε ένα ανθάκι και προκλητικά του το έδωσε.. Στάθηκε απέναντί του.

Χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή. Μιλούσε αργά κοιτάζοντας τον στα μάτια.

Η σιγουριά της τον είχε κινητοποιήσει. Δε μπορούσε να φανταστεί πως γνώριζε τόσα για κείνον. Είχε πιστέψει πως με το μειλίχιο χαμόγελο, και τις ευγενικές χειρονομίες, τη γενναιοδωρία και τις καλοσυνάτες κουβέντες θα μπορούσε εύκολα να καλύπτει τις διαστροφές που έβγαζαν κατά καιρούς τη ζωή του έξω απ’ τη φυσιολογική της πορεία.

Όμως όχι από κείνη .Όχι πλέον από κείνη.

Μυστικά κι αθόρυβα τολμούσε. Πυκνά συχνά ισιώνοντας τη μπλε γραβάτα με τα κόκκινα ελεφαντάκια που του είχε φέρει δώρο από το ταξίδι της στη Λυών.

Μια λεπτή συριστική γραμμή μαστίγωνε αλύπητα τον αέρα ανάμεσά τους. Μάτωνε το κενό και χανόταν.

Πρώτη φορά του συνέβαινε να μη μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη. Συνήθως μιλούσε ακατάπαυστα επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια, κάνοντας έτσι το συνομιλητή του να παραιτείται από κάθε διάθεση ν’ αμυνθεί.

“Σε σιχαίνομαι” του ψιθύρισε … δεν άφησες τίποτα ζωντανό μέσα μου.”

Ούτε σ’ αυτό βρήκε κάτι ν’ απαντήσει .Μόνο έσκυψε το κεφάλι, έκλεισε πίσω του την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα, παίρνοντας μαζί του το άρωμα από το λευκό ανθάκι γιασεμιού που έτριβε εδώ και ώρα ανάμεσα στα παγωμένα του δάχτυλα.

 

 

 

* Η Νιόβη Ιωάννου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στο Ναύπλιο, ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο και τη διδασκαλία γαλλικών. Έχει γράψει δύο ποιητικές συλλογές «ΦΩΣ-2» εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. «Σε στΗχο πλάγιο και μόνο» εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις Οσελότος. «Εις Άτοπον» υπό έκδοση. από τις εκδόσεις Μανδραγόρα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top