Fractal

Η επανάσταση της καθημερινότητας

Γράφει η Χρύσα Φάντη // *

 

“Κατάσταση φούγκας”, Νίνα Ράπη, Διηγήμα, Εκδ. Κέδρος, 2014, σελ. 139

Fuga ή fuge;

xrΚατάσταση φούγκας. Fuga, (με την λατινική έννοια του όρου), δηλαδή ως φυγή, τροπή και απόδραση; Ή fuge που στα γερμανικά σημαίνει αρμός και κανόνας; Πότε υπερισχύει το ναι στην επιθυμία και πότε η άνευ όρων παράδοση στο κοινώς παραδεδομένο; Στα δώδεκα διηγήματα που συγκροτούν την ομώνυμη συλλογή της Ράπη, οι επιμέρους πρωταγωνιστές εμπύρετα συνομιλούν ή διαλογίζονται, μονολογούν ή παραληρούν. Άνθρωποι κοινοί, χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται και κανονικότητα, πρόσωπα σπαρακτικά διχοτομημένα ανάμεσα επιθυμίας και πραγματικότητας, περσόνες της καθημερινότητας που σε στιγμές αναπάντεχης αυτογνωσίας -στιγμές που συνήθως έπονται κάποιας τραγικής καμπής-, αποφασίζουνε να εξεγερθούν, είτε για να ξαναπέσουν στην νόρμα, είτε για να συνεχίσουν να εξεγείρονται, με τη τρελή βεβαιότητα ότι έτσι ή αλλιώς γκαζώνουνε προς το τέλος.

«Τα πίναμε με την παρέα μου στο μπαρ του CAMP, στην πλατεία Κοτζιά, όταν πήρε το μάτι μου το χαρακτηριστικό προφίλ του. Κορακίσια μαλλιά, ανέμελα πεσμένα σε μάτια που σκανάρουν το χώρο σε δευτερόλεπτα, κόβουν κίνηση και μετά χαμηλώνουν». Η αυλαία της αφήγησης ανοίγει με μια αινιγματική αφηγηματική φωνή, αφήγηση πρωτοπρόσωπη που ελάχιστα ίσως αποκαλύπτοντας, περιγράφει τον τρόπο της παράδοσης ενός πακέτου. «Μπήκε με τον αέρα που είχε πάντα, σαν να ήταν το στέκι του. Και κόβω το κεφάλι μου ότι δεν είχε ξαναπατήσει εκεί. (…) Γυρίζει με ένα πακέτο. «Παρ’ το», μου λέει και το παίρνω χωρίς δισταγμό. (…) «Δεν είμαι εγώ για τέτοια», είχα πει. Φάνηκαν να το δέχονται. Στο κάτω κάτω, θέλουν ανθρώπους με νεύρα ατσάλι, αδίστακτους. Κι εγώ είμαι ήξεις αφήξεις. Ή μάλλον ήμουν». Στο «πακέτο», η σχεδόν ασθματική εξιστόρηση δονείται από αμεσότητα και ένταση, ενώ τόσο αυτό καθ’ αυτό το πακέτο, όσο και η ταυτότητα του κομιστή αλλά και του ίδιου του αφηγητή ως παραλήπτη, παρά τη λεπτομερή περιγραφή κινήσεων, αντιδράσεων και συναισθημάτων, παραμένουν μέχρι το τέλος αδιευκρίνιστα. Και τελικά; Ο αφηγητής θα αποδεχτεί το ρίσκο της παραλαβής του; ‘Ένα ρίσκο που αν και άγνωστο, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για ασύμμετρα μεγάλο σε σχέση με τις δυνάμεις του; «Είσαι μέσα ή όχι, ρε; Λέγε!».

Σε μια μουσική φούγκα (όπως διαβάζουμε στο αντίστοιχο λήμμα στη Wikipedia), «απάντηση είναι η μεταφορά ενός θέματος σε μιαν άλλη φωνή, η οποία με αυτόν τον τρόπο απαντά στην προηγούμενη, αυτή που μόλις παρουσίασε το θέμα. Είναι ουσιαστικά η πρώτη παραλλαγή από τις πολλές που θα ακολουθήσουν μέχρι το τέλος». Με τη συλλογή της Ράπη να ακολουθεί αυτό το παιχνίδι- κανόνα, στο επόμενο διήγημα με τον τίτλο: «νύχτα χωρίς σύνορα», μες από αφήγηση αυτή τη φορά τριτοπρόσωπη και όχι τόσο λειψή σε πληροφορίες, αυτός που θα κληθεί να αναλάβει το δικό του ρίσκο, τελικά θα το αρνηθεί.

Στο -τρίτο κατά σειρά- διήγημα με τον παιγνιώδη τίτλο: «Παιχνίδι γιογιό στη γέφυρα του Βατερλώ», η συγγραφέας μας μεταφέρει στο Λονδίνο. Μια ενδιαφέρουσα συνάντηση στη γέφυρα του Τάμεση, μια ομιλία του Πίντερ, έξυπνες χρηματιστηριακές επενδύσεις αλλά και «λέξεις που πάνω τους θες να ξεράσεις», η αφήγηση σε γοητευτικό δεύτερο πρόσωπο, πλαγιοδρομεί μες από έναν διαλεκτικό μονόλογο γεμάτο καταιγιστικές ατάκες. «… Θες να ξεφύγεις… Αλλά πώς;(…) Σκανάρεις την περιοχή. Τι βλέπεις; (…) Μίλα της. Διστάζεις. Μετά της χαμογελάς. Αυτό είναι καλό. Τα κατάφερες.»

«Γεια σου», απαντάει και περιμένει.

«Πηγαίνεις στην ομιλία του Πίντερ στο Εθνικό;» λες εσύ.

«Πού το ξέρεις;» απαντάει ειλικρινά έκπληκτη.

Χαμογελάς σαν να ξέρεις κάτι. ΄Εχει το πάω-στην-ομιλία-του-Πίντερ-στο-Εθνικό γραμμένο πάνω της.

«Είμαι μάντης», λες και γελάει.

Αυτό ήταν. Την έκανες να γελάσει, αυτό ήταν. (…) Σε κοιτάζει με περιέργεια καθώς γελάει. (…) Ορίστε, τα φτιάξατε κιόλας.

«Κατάσταση φούγκας» και στο τέταρτο στη σειρά διήγημα, (ο τίτλος διόλου τυχαία όμοιος με κείνον του τόμου), με την ιστορία να ακροβατεί ανάμεσα πραγματικών γεγονότων και μύθου: Ο Αντρέας Γκράσλ γεννιέται σε ένα μικρό χωριό της Βαυαρίας. Τους άντρες εκεί τους περιμένει δουλειά στη γη, γάμος, παιδί, μεταβίβαση της γης στο παιδί, θάνατος. Ο Αντρέας όμως είναι διαφορετικός. Όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Θα υπερισχύσει η πλανερή βεβαιότητα που υπόσχεται ο κοινωνικός μικρόκοσμος ή το κυνήγι κι η χίμαιρα ενός επικίνδυνου –πλην πολλά υποσχόμενου βίου; Για ένα διάστημα πειθαρχεί αυστηρά στις επιθυμίες του, διαβάζει και γράφει μανιωδώς. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όμως θα μεταμορφωθεί σε Άνθρωπο-Πιάνο και πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Ένας καλλιτέχνης ή ένας ιδιόρρυθμος ψεύτης; Ορατές εδώ οι επιδράσεις, συνειδητές ή ασύνειδες, από μιαν άλλη φούγκα, τη «φούγκα του θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν (μετ. Ιωάννα Αβραμίδου):

«Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ/το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε/ τη νύχτα πίνουμε και πίνουμε/ σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά/ Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει…».

Φωνή τριτοπρόσωπη, πλοκή ανάλογη με δομή και ύφος, ανατροπή και μυστήριο που θα απογειωθούν στα αμέσως επόμενα: «Λάθος πρόσωπο» και «Τη στιγμή εκείνη». Κι εδώ ασθματική αφήγηση και ελλειπτικότητα, ενώ, αμέσως μετά, στο «θυμάσαι την ιστορία με το φίδι», μες από τον σπαραξικάρδιο διάλογο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, θα ξετυλιχτούν ατάκες γεμάτες ένταση, αντιφάσεις, ανατροπές.

«Εσύ τι είσαι; Το φίδι ή το πληγωμένο πλάσμα;»

«Το πληγωμένο πλάσμα».

«Τότε γιατί είσαι τόσο δηλητηριώδης ώρες ώρες;»

«Μερικές φορές είμαι το πλάσμα κι άλλες το φίδι. Φυσικό δεν είναι;»

«Ψύχραιμη σαν αράχνη και ύπουλη σαν οχιά».

«Τι είναι αυτό;»

«Μια ατάκα που διάβασα κάπου».

«Σ’ αγαπώ».

«Κι εγώ».

 

xr

 

Και τα παράλληλα θέματα συνεχίζονται, με την περιπέτεια της αφήγησης να ακολουθεί πιστά τα χνάρια μιας πολυφωνικής, πολυεπίπεδης φούγκας. Τις αφηγήσεις και τα νοηματικά δίπολα να αναπτύσσονται στέρεα «στο σάλτο του Ηρακλή», και «στο δώρο του Θεόφιλου», (ο κουασιμόδος εφοριακός Ηρακλής που εντέλει αυτοκτονεί από έρωτα, ο παγαπόντης, πολιτικάντης Θεόφιλος, κυνηγημένος από τις τύψεις του, να χάνει τα λογικά του).

Άραγε φούγκα θανάτου; Ή φούγκα ζωής; Οι δραματικές ή παιγνιώδεις αντιστίξεις θα κορυφωθούν με τις ατάκες να επαναλαμβάνονται σε ακατάπαυστη συνομιλία και κόντρα: «Όχι, όχι, δεν το μπορώ, αυτή τη μεγέθυνση του τίποτα, όχι, δεν τη χρειάζομαι, την τρώμε στη μάπα κάθε μέρα. Είναι σαν να λες “Γιατί άφησες το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε η μύγα;”»

Ακολουθούν τα σύγχρονα, συγκλονιστικά αλλά και χαμηλόφωνα «στο λουκούμι» και «σκιόφως», με τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των επιμέρους θεμάτων τους να υπηρετούν με τρόπο άλλοτε λεπτομερή κι άλλοτε ελλειπτικό, ένα πολύ συγκεκριμένο τέλος. Που μπορεί να είναι μια αρχική ιδέα, ή κάτι σαν αίσθηση, μπορεί μοναχά μια εικόνα. Μια φράση. Ένα θέμα που στη συνέχεια μες από ποικίλες και επίπονες επεξεργασίες, ακόμα μεγαλύτερες συμπυκνώσεις ή ανελίξεις, θα αφήσει την ροή του λόγου να κυλήσει ανεμπόδιστη. Άλλοτε υιοθετώντας την τεχνική της περιγραφής κι άλλοτε έναν τόνο εξομολογητικό, σαγηνευτικά χαμηλόφωνο και κουβεντιαστό. Έτσι που με τρόπο έντεχνο αλλά φαινομενικά αβίαστο, η όλη αφήγηση να φτάσει, -όπως και σε μια κλασσική φούγκα-, σε μια σπαρακτική κορώνα. «Κάνουν ότι κάνουν χωρίς να σκέφτονται, υπακούν τυφλά σε άγραφους κανόνες. Αυτό θέλεις κι εσύ; (…) Εσύ σε ποιους άγραφους κανόνες ανήκεις; (…) Η ευκολία με κάνει να πλήττω. Τότε αποφάσισε. Να αποφασίσω τι; Τι θέλεις; Έμπνευση ή πατρίδα; (…) Πατρίδα. Εδώ. Τώρα. Παντού».

Συνοψίζοντας, και τα δώδεκα διηγήματα της συλλογής, όπως και μια καλά ενορχηστρωμένη φούγκα, ενώ αποτελούν σύνθεση χαλαρή, δημιουργούν ταυτόχρονα ένα ενιαίο σύνολο. Σύνολο που δύσκολα μπορεί να τεμαχιστεί σε αυστηρά οριοθετημένα μέρη. Σύνθεση που κατορθώνει μέσα από ώριμο λεκτικό διάκοσμο να δημιουργήσει αρμονικό και πρωτότυπο έργο. Με τις ποικίλες φωνές των ηρώων, γειωμένες ή στον αιώνα μετέωρες, χαρωπά παλλόμενες ή σπαρακτικά θρηνούσες, σοφά παρορμητικές ή πλανερά νηφάλιες – πάντοτε όμως βαθιά και αδιαπραγμάτευτα ανθρώπινες- να ξετυλίγουνε το κουβάρι τους σε διαφορετικές τοποχρονικές στιγμές, και επιλέγοντας η κάθε μια για λογαριασμό της διαφορετικά εκφραστικά εργαλεία και φόρμες, να εξιστορούν –ενίοτε όμως και να παρωδούν- το ίδιο αλυσιτελές ανθρώπινο ανικανοποίητο, το ίδιο τραγικά αβέβαιο ινπερπέτουουμ. Με τρόπο που, την ίδια στιγμή, πειστικά παράδοξα και παράδοξα πειστικά, το όλο λεκτικό κύμα να βρει τρόπο να αποκλιμακωθεί, επαναφέροντας τη βασική ιδέα στην αρχική της μορφή, στο σημείο απ’ όπου
ξεκίνησε.

 

 

Σύντομο βιογραφικό της συγγραφέας:

4538903008_175x229Η Νίνα Ράπη γεννήθηκε στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς. Έζησε πολλά χρόνια στο Λονδίνο, περισσότερα από όσα στην Ελλάδα, και πρόσφατα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Θέατρο. Δίδαξε δημιουργική και θεατρική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς. Το 2006 ίδρυσε το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό BRAND Literary magazine, του οποίου υπήρξε αρχισυντάκτρια μέχρι το 2012. Έχει γράψει θεατρικά έργα που παίχτηκαν και βραβεύτηκαν σε διάφορα θέατρα και φεστιβάλ, στην Αγγλία, στην Πορτογαλία, στην Ινδία και στην Ελλάδα. Έχει γράψει, επίσης δοκίμια και μελέτες για την αισθητική, το θέατρο και την σεξουαλικότητα (Cambridge University Press, Routledge & Cassell). Δοκίμια και μελέτες για τα έργα της έχουν κυκλοφορήσει στην Αγγλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ. Το Κατάσταση Φούγκας είναι το δεύτερο βιβλίο της Νίνας Ράπη που κυκλοφορεί στα ελληνικά. (Από σημ. της έκδοσης παραθέτουμε: Μερικά από τα διηγήματα γράφτηκαν αρχικά στα αγγλικά και μεταφράστηκαν από τη συγγραφέα (εκτός από το Κατάσταση φούγκας, με προηγούμενο τίτλο Scatman). Ορισμένα έχουν ήδη δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες, όπως: Pulp. Net, Polari Journal, δέ(κατα), Tell Tales III, Εννέα ίχνη σε έναν κύκλο. Τα υπόλοιπα εμφανίζονται για πρώτη φορά).

 

 

 

* Η Χρύσα Φάντη γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Παιδαγωγικά. Από το 2002 μέχρι και σήμερα δημοσίευσε διάφορα διηγήματα και κριτικές στα λογοτεχνικά περιοδικά: Πλανόδιο, Δέκατα, Εντευκτήριο. Το 2007 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «το Δόντι του Λύκου», εκδ. Πατάκη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top