Fractal

Νίνα Ράπη: «Η έξαρση, η έκσταση που νιώθεις όταν εμπνέεσαι και βρίσκεσαι στη ‘ροή της γραφής’, το ότι χάνεις την αίσθηση του χρόνου και τόπου, μοιάζει πολύ με το πως νιώθεις όταν ερωτεύεσαι»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

Η θεατρική συγγραφέας και πεζογράφος Νίνα Ράπη μιλά για το έργο και τις ποικίλες δραστηριότητές της στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του αγγλόφωνου συλλογικού τόμου “THE OBERON ANTHOLOGY OF GREEK PLAYS” των εκδόσεων Oberon.

 

The Oberon Anthology of Contemporary Greek Plays

 

– Τον Μάιο του 2017,  σε συνεργασία με τον ελληνικό εκδοτικό οίκο Σοκόλη, κυκλοφόρησε στο Λονδίνο ο συλλογικός τόμος The Oberon Anthology of Contemporary Greek Plays. Στην σχετική έκδοση εκτός από σας που συμμετέχετε με το έργο Angelstate, συμπεριλαμβάνονται   έργα και άλλων γνωστών και καταξιωμένων στην Ελλάδα συγγραφέων, όπως η  Λένα Κιτσοπούλου, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, ο Άκης Δήμου και ο Χαράλαμπος Γιάννου.  Αξιόλογο και δύσκολο εκδοτικό εγχείρημα.          

Σίγουρα είναι ένα πρωτοπόρο εγχείρημα. Δεν έχει ξαναγίνει. Είναι η πρώτη φορά που εκδίδονται αυτοτελή ελληνικά θεατρικά έργα στην Αγγλία. Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο η κρίση έφερε την Ελλάδα πολιτιστικά, σε διεθνές συνειδησιακό επίπεδο. Όσο ήμουν Λονδίνο το έβρισκα οδυνηρό να γίνονται διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και η Ελλάδα να είναι απούσα. Ήταν σαν να μην υπήρχε. Σαν να μη περνούσε από το μυαλό των οργανωτών ότι αυτή η χώρα δημιουργεί σύγχρονη τέχνη.

Χαίρομαι που το Angelstate, έργο ζωής για μένα,  είναι σε αυτό το βιβλίο. Βέβαια έχουν εκδοθεί έργα μου στα αγγλικά, όχι όμως σαν Ελληνίδα. Βρίσκομαι σε καλή παρέα στον τόμο αυτό με Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννη Μαυριτσάκη, Άκη Δήμου και Χαράλαμπο Γιάννου.

Είναι ευρύ το φάσμα και αντιπροσωπευτικό των διαφόρων ρευμάτων τής σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής. Ο τόμος προσφέρει την επιπλέον ιδιαιτερότητα ότι έχει μια εξαιρετική και πλήρη εισαγωγή στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία από τον Γιώργο Πεφάνη και κάθε έργο προηγείται με αναλύσεις από Πανεπιστημιακούς όπως π.χ. ο Γιώργος Σαμπατακάκης ή θεατρολόγους/κριτικούς όπως π.χ. η Ειρήνη Μουντράκη.

 

Νίνα Ράπη (φωτ. Χρήστος Κυριαζίδης)

 

-Κατάγεστε από το Άργος Ορεστικό Καστοριάς. Για την ακρίβεια εκεί γεννηθήκατε. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας ζήσατε και δραστηριοποιηθήκατε στην Αγγλία. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στην συγκεκριμένη συλλογή και ποια απήχηση ελπίζετε να έχει στο αγγλόφωνο κοινό; Ένα κοινό που όπως εξυπακούεται μόνο άγνωστο δεν σας είναι.

Το Άργος Ορεστικό είναι σίγουρα μια από τις πατρίδες μου.  Έζησα όμως την παιδική μου ηλικία στη Θεσσαλονίκη την οποία λατρεύω και την εφηβεία μου στην Καστοριά, που επίσης είναι έντονα χαραγμένη στον ψυχισμό μου (και ξεπηδάει σε έργα μου σαν ‘μια συνοριακή πόλη’). Αυτοί οι τρεις χώροι συχνά γίνονται ένα στα όνειρα μου με το Λονδίνο, όπου έζησα περισσότερα χρόνια από ότι στην Ελλάδα.

Η συνεργασία μου με τον τόμο The Oberon Anthology of Contemporary Greek Plays προέκυψε ως εξής: η Αθηνά Σοκόλη είχε εκδόσει το θεατρικό μου Άγριες Νότες και αναπτύξαμε μια φιλία. Σε μια φάση ένιωθε απελπισμένη με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και σκεφτόταν να κοιτάξει προς τα έξω. Την ενθάρρυνα όσο μπορούσα. Πιστεύω ακράδαντα στο να επικεντρώνεσαι σε λύσεις αντί να προσκολείσαι νοσηρά  στο πρόβλημα.

Σε μια τυχαία συνάντηση μας μού λέει: θέλεις να πάμε μια βόλτα στο Λονδίνο; Να κάνουμε τι; την ρωτάω. Σκέφτομαι να προτείνω μια συλλογή Ελληνικών θεατρικών έργων στα Αγγλικά, απαντάει. Καλή ιδέα, λέω, αλλά θέλει έρευνα. Η έρευνα έγινε και έστειλε περίπου 20 έργα σε τρεις σοβαρούς εκδοτικούς οίκους, Oberon, Methuen, Nick Hern. Και ήθελε να τους επισκεφτεί προσωπικά. Μου ζήτησε να την συνοδεύσω. Βέβαια γνώριζα όχι μόνο τη γλώσσα (η ίδια μιλάει πολύ καλά Αγγλικά) αλλά και τους κώδικες επικοινωνίας και φυσικά ήξεραν τη δουλειά μου, που σίγουρα βοήθησε.

Και οι τρεις έδειξαν ενδιαφέρον, οι Οberon & Methuen έμπρακτο. Τελικά αναπτύχθηκε μια καλή σχέση με Oberon και κατέληξε εκεί η συνεργασία. Ο Oberon έκανε μια πρώτη επιλογή που συμπεριλάμβανε τον Δημήτρη Δημητριάδη, τον οποίο ήθελαν πάρα πολύ αλλά το έργο που είχε στείλει ήταν τεράστιο και η μετάφραση είχε θέματα. Η άψογη μετάφραση (σαν να είχε γραφτεί στα Αγγλικά, όπως είπαν) ήταν σημαντικός παράγοντας επιλογής.  Επιλέχτηκαν επίσης αρχικά έργα της Χρύσας Σπηλιώτη και Έλενας Πέγκας. Τελικά όμως αποφάσισαν ότι με βάση τον αριθμό σελίδων που ήθελαν, έπρεπε να περιορίσουν τον τόμο σε λιγότερα έργα. Γίνεται συζήτηση πάντως και για δεύτερο τόμο.

Τώρα όσον αφορά την απήχηση, είναι νωρίς ακόμη. Το βιβλίο σπάει μεν κατεστημένες απόψεις για το σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο αλλά οι Άγγλοι είναι τρομερά εθνοκεντρικοί. Χρειάζονται διεύρυνση της συνείδησης  τους με συνεχή υπενθύμιση ότι υπάρχει αξιόλογος, σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός. Με αυτό το στόχο, θα πηγαίναμε ομαδικά στο Λονδίνο τον Ιούνιο για μια σειρά εκδηλώσεων αλλά για διάφορους λόγους μεταφέρθηκαν στο φθινόπωρο. Ας ελπίσουμε οι εκδηλώσεις αυτές να βρούν πρόσφορο έδαφος. Σίγουρα, το θέμα θέλει κυνήγι με παρουσιάσεις, συζητήσεις, συνεντεύξεις συγγραφέων και κριτικές.

 

Reasons to hide, Tristan Bates theatre

(φωτ. Μαρία Γεωργακοπούλου)

 

-Στο διάστημα τής εκεί παραμονής σας συγγράψατε πολλά θεατρικά έργα. Για κάποια από τα έργα σας έχετε λάβει δύο Arts Council writing awards, ένα ομαδικό βραβείο για καλύτερη θεατρική συλλογή (Raymond Williams), ένα Πρώτο Βραβείο Θεατρικού ΄Εργου (BITS Festival, Πιράνι India), και Υψηλή Διάκριση/Θεατρικό έργο (Future Perfect competition). Έχετε επίσης διακριθεί με τη μικρή λίστα διαφόρων διαγωνισμών, μεταξύ των οποίων BBC international short story competition. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε (ή ίσως ανάγκασε) να γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα;

Ήρθαν πολλά μαζί.  Υπήρξε ένας προσωπικός καταλύτης που είχε να κάνει με θάνατο αγαπημένου προσώπου και το Λονδίνο άρχισε να με στενεύει.

Το ίδιο διάστημα, οι συνθήκες στο Πανεπιστήμιο που δίδασκα (και σε πολλά άλλα) μετατράπηκαν από λειτουργικές σε εφιαλτικές. O αριθμός των φοιτητών διπλασιάστηκε χωρίς τις απαραίτητες υποδομές.  Το φορτίο ήταν ανυπόφορο, οι απαιτήσεις καταπιεστικές, η σωστή διδασκαλία  αδύνατη. ‘Αυτό δεν είναι παιδεία, αυτό είναι εμπόριο’, αποφάσισα, και άρχισα να σκέφτομαι τη φυγή.

Ταυτόχρονα, με την κατάσταση της κρίσης στην Ελλάδα και τις συζητήσεις με την αδελφή μου, άρχισα να νιώθω επιτακτικά την ανάγκη επιστροφής και τη σκέψη ότι αν έχω κάτι να προσφέρω πρέπει πλέον να το προσφέρω στην Ελλάδα.

Και γύρισα. Και δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή.

 

Άγριες Νότες, Αγγέλων Βήμα, 2014, Αθηνά Μαξίμου

(φωτ. Ν. Σταυρόπουλος)

 

-Σε ένα εξομολογητικό και αρκούντως διαφωτιστικό  κείμενό σας δημοσιευμένο στο περιοδικό Δέκατα, με τίτλο Το ηδονικό παιχνίδι της γραφής, λέτε χαρακτηριστικά: «Γράφω για να υπάρχω, για να συμμετέχω, για να εκφράζομαι, να χάνομαι σε κόσμους που πλάθω, να γίνομαι ένα με κόσμους στους οποίους ζω». Λέτε επίσης πως το να γράφεις «είναι σαν να κυνηγάς το άμορφο, το άγνωστο, το ανύπαρκτο που θέλει να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο». Πώς μπορεί ένας δημιουργός (μέσα από το έργο του) να γίνει ένα με τον κόσμο στον οποίο ζει, ενώ παράλληλα (πάλι μέσα από το έργο του) διαμορφώνει, επινοεί, πλάθει έναν άλλο κόσμο, ολότελα δικό του και εν πολλοίς φαντασιακό;

Ωραία ερώτηση και ξέχασα τι είχα γράψει σε εκείνο το κείμενο! Θεωρώ, μέσα από τις δικές μου εμπειρίες σαν αναγνώστρια, ότι η ηδονή της ανάγνωσης και η αίσθηση του ανήκειν μέσα από αυτήν, έχει να κάνει με το ότι όταν επικοινωνείς με το κείμενο, είτε ταυτίζεσαι είτε αποστασιοποιείσαι, νιώθεις ενσυναίσθηση, θαυμασμό ή αποστροφή και αηδία, χαρά ή λύπη κ.λ.π., ενώνεσαι με τη συγγραφέα, τα βιώματα που την οδήγησαν σε αυτό το έργο και πιθανά συλλογικά βιώματα που εμπεριέχονται σε αυτό. Εν γνώσει βέβαια ότι αυτός είναι ένας φαντασιακός κόσμος που εκείνη έχει δημιουργήσει. Είναι το σημείο που το φαντασιακό γίνεται ένα με την πραγματικότητα, μέσω του συλλογικού ασυνείδητου. Το προσωπικό, πιστεύω, μπορεί να εκφράζει και καθολικότητα αν επικοινωνηθεί αυθεντικά – και αυτός είναι ο στόχος.

 

Κατάσταση Φούγκας, διηγήματα, εκδ. Κέδρος

 

-Τόσο στα θεατρικά σας έργα όσο και στα διηγήματά σας εκτός από την πλοκή και τους χαρακτήρες (εξαιρετικά ψυχογραφήματα, ομολογουμένως) δίνετε μεγάλη έμφαση σε δομή, ύφος, στυλ. Τι σημαίνει για σας ύφος και ποια η σχέση του με το ήθος που διακρίνουμε στα γραπτά σας;

Πιστεύω πολύ στη δύναμη της δομής και του στυλ. Θεωρώ ότι η μορφή είναι εξ ίσου σημαντική με το περιεχόμενο.  Στο BRAND για παράδειγμα ήμασταν το πρώτο θα έλεγα λογοτεχνικό περιοδικό στην Αγγλία που έδινε έμφαση εξ ίσου στο περιεχόμενο όσο και το στυλ: πρώτα από όλα βέβαια με τα κείμενα που επιλέγαμε αλλά και τα έργα τέχνης που συμπεριλαμβάναμε, το είδος της σελιδοποίησης, την ποιότητα του χαρτιού, το σχήμα του περιοδικού, το εξώφυλλο κλπ. Παρατήρησα ότι έκτοτε αρκετά νέα περιοδικά ακολουθούν πλέον τα χνάρια μας. Η αισθητική, η αίσθηση αρμονίας/ομορφιάς μού δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Όσο για τη δομή, τα θεατρικά έργα την απαιτούν σαν είδος και ίσως η δική μου προσωπική, δημιουργική ανάγκη να βρω μια τάξη στο χάος που νιώθω μέσα μου και έξω μου με ώθησε προς τη θεατρική γραφή που είναι ίσως η πιο αυστηρή μορφή λογοτεχνίας. Όσο για το ήθος, θα ήθελα να παραθέσω σκέψεις από ένα αγαπημένο θεατρικό συγγραφέα, τον Howard Barker που λέει, και συμφωνώ, ότι το στυλ /η αισθητική δεν είναι κάτι το επιφανειακό αλλά ‘το απόσταγμα σκέψης και πρακτικής’ ένα ηθικό πρόσταγμα.

 

Brand: Stories, Plays, Poems, Creative non fiction

 

-Αναφέρετε πως όταν γράφετε σας αρέσει να παίζετε με εικόνες, με μύθους, με τον ρυθμό. Από την άλλη εσείς η ίδια ομολογείτε ότι αυτό επιτυγχάνεται μόνο με “οδυνηρό στοχασμό”. Πώς συμβιβάζεται η οδύνη του στοχασμού με την ευχαρίστηση του παιγνίου;

Μου αρέσει η διορατικότητα σας.

Η γραφή μου εμπεριέχει διάφορες μορφές/είδη: μερικά μου έργα όπως π.χ. αρκετά στην επερχόμενη σύνθεση μονόπρακτων Should I stay or should I go? (τίτλος εργασίας), στο Θέατρο Αργώ, είναι όντως παιγνιώδη και πηγάζουν από μια εσωτερική ανάγκη παιχνιδιού με εικόνες, μύθους, ρυθμό. Με επαναφέρουν στην αιώνια παιδικότητα της εξερεύνησης δυνατοτήτων, ορίων και επικινδυνότητας, όπου όλα είναι καινούρια και μια συνεχής πρόκληση και εγώ είμαι έτοιμη να πέσω και να ξανασηκωθώ, να συνεχίσω να παίζω, να χαίρομαι.

Ενώ άλλα, όπως π.χ. το Angelstate που μου πήρε χρόνια να ολοκληρώσω, και αφού το μετέγραψα στα Ελληνικά, είναι συνέπεια ‘οδυνηρού στοχασμού’.

 

Angelstate, Θέατρο Τέχνης, Φεστιβάλ Αναλογίων

(φωτ. Éliane Excoffier)

 

-Έχετε επανειλημμένα δηλώσει δημόσια ότι όταν γράφετε  νιώθετε όπως όταν ερωτεύεστε. Τι εννοείτε και τι είναι για σας ο έρωτας;

Η έξαρση, η έκσταση θα έλεγα, που νιώθεις όταν εμπνέεσαι και βρίσκεσαι στη ‘ροή της γραφής’,  το ότι χάνεις την αίσθηση του χρόνου και τόπου, ότι βρίσκεσαι αλλού, γίνεσαι ένα με αυτό,  μοιάζει πολύ με το πως νιώθεις όταν ερωτεύεσαι. Ο έρωτας σε ζωνταντεύει, σε ανεβάζει σε άλλο επίπεδο. Τα χρώματα, οι ήχοι, οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, οι αντιδράσεις σου, όλα βρίσκονται σε υπερδιέγερση, είσαι κυριολεκτικά ‘αλλού’ σε μια υπερβατική διάσταση, μια απύθμενη ομορφιά. Δημιουργείς ένα κόσμο καθαρά δικό σου με ιδιόμορφους κανόνες, δυναμικές και ‘λογική’. Μπορεί βέβαια ο έρωτας να είναι και τυραννικός/καταστροφικός. Όταν το εγώ+εσύ βιώνεται σε τέτοιο ακραίο βαθμό που χάνεσαι τελείως. Παύεις να υπάρχεις. Δεν μπορείς να σκεφτείς, να νιώσεις, να πράξεις έξω από αυτό το κλειστοφοβικό ‘εσύ και εγώ’. Τότε ο έρωτας μετατρέπεται σε εξουσιαστικό αγώνα και αρχίζουν ο έλεγχος, η επιτήρηση και η καταστολή έως ότου αναπόφευκτα έρθει η αντίσταση…            Το γράψιμο επίσης μπορεί να μετατραπεί σε τύραννο αν γίνει εμμονικό και σε απομονώσει από τα πάντα. Υπάρχουν πάντα ανάσες ελευθερίας όμως.

 

Raven, Libretto, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (φωτ. Σκιτζάκος)

 

-Το Angelstate παρουσιάστηκε το 2015 στο Φεστιβάλ Αναλογίων, Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη, με την ομάδα της Vasistas. Επιπρόσθετα, τα περισσότερα, αν όχι όλα, εκτός από γνωστές ομάδες στην Ελλάδα έχουν ήδη παιχτεί και ανεβεί σε διάφορες σκηνές στην Αγγλία, στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και αλλού. Ως συγγραφέας τι αισθάνεστε κάθε φορά που ακούτε και βλέπετε να ζωντανεύουν τα κείμενά σας πάνω στη σκηνή;  Σας συγκινεί και με ποιον τρόπο η όλη διαδικασία; Θα πρέπει σκέφτομαι να είναι μαγικό το συναίσθημα όταν αυτό που εσείς εισπράττετε από το ανέβασμα των έργων σας επικυρώνεται από τις αντιδράσεις του κοινού.  Τι γίνεται όμως όταν αυτό δεν συμβαίνει; Σας έτυχε ποτέ να διαφοροποιηθείτε, να εκπλαγείτε ή και να σοκαριστείτε, ενδεχομένως;

Είναι μοναδική η συγκίνηση που νιώθεις όταν βλέπεις πρόσωπα που δημιούργησες με τη φαντασία σου να ζωντανεύουν επί σκηνής. Και μου αρέσει ιδιαίτερα το όλο συλλογικό πνεύμα του θεάτρου. Το πώς το έργο ξεκινάει από τη συγγραφή μεν αλλά γίνεται θεατρική παράσταση με τη συμμετοχή τόσων άλλων ανθρώπων που φέρνουν κάτι άλλο: σκηνοθέτιδες, ηθοποιοί, συνθέτριες, σκηνογράφοι, φωτίστριες κλπ. Όταν αυτό λειτουργεί αρμονικά είναι όντως μαγικό και αυτό βγαίνει και στο κοινό. Χαίρομαι φυσικά όταν βλέπω θετικές αντιδράσεις και ακόμη πιο πολύ όταν έρχεται κόσμος και μου μιλάει αυθεντικά και με ενθουσιασμό για το έργο που είδε (τα υποκριτικά σχόλια τα κόβεις από μίλια μακριά). Υπάρχουν βέβαια κακίες και χοντράδες από δήθεν ‘ειλικρινή’ άτομα, αλλά μαθαίνεις να τις αντιμετωπίζεις. Πιστεύω στην εποικοδομητική κριτική, απεχθάνομαι το ξέρασμα απωθημένων. Δεν μου έτυχε ποτέ να σοκαριστώ από αντιδράσεις. Να εκπλαγώ από άκρως αντίθετες απόψεις για το ίδιο έργο και να έχω θετικό φίντμπακ από άτομα που δεν το περίμενα, ναι.

 

Kiss the shadow, Southbank Center (φωτ. M. R. Antrobus)

 

-Με ποιον τρόπο συγχρωτίζεστε με τις θεατρικές ομάδες με τις οποίες συνεργάζεστε; Είσαστε εσείς ή εκείνες που σας επιλέγουν; Πώς συνδιαλέγεστε με τους σκηνοθέτες όταν σας προτείνουν επεμβάσεις στα κείμενά σας; Θεωρείτε πως αυτό βοηθάει;

Συνήθως με πλησιάζουν οι ομάδες. Μερικές φορές έχω πλησιάσει εγώ. Άλλες φορές παίρνεται μια αμοιβαία απόφαση μετά από μια τυχαία συζήτηση. Δέχομαι επεμβάσεις αν παραμένουν στο πνεύμα του έργου. Θέλω, αναζητώ τις σκηνοθετικές ιδέες και θαυμάζω την ενέργεια των σκηνοθετών, την ικανότητα τους να συντονίζουν τόσα άτομα σε ένα κοινό σκοπό. Εκπλήσσομαι ευχάριστα από την φαντασία τους και την καταπληκτική τους δεξιότητα να εικονοποιούν τον λόγο.

Αλλά οι σχέσεις συγγραφέων και σκηνοθετών στην Ελλάδα είναι προβληματικές, υπάρχει μια έντονη ανισότητα. Σκεφτόμασταν με φίλες και φίλους συγγραφείς να ανοίξουμε αυτή τη δημόσια συζήτηση αλλά δεν προέκυψε. Η αυτο-λογοκρισία καλά κρατεί. Πρέπει όμως να γίνει η συζήτηση αυτή, συλλογικά και ανοιχτά.

Το πρόβλημα είναι ότι το Ελληνικό θέατρο είναι κυρίως θέατρο σκηνοθετών, επηρεασμένο κατά πολύ από το Γερμανικό και Γαλλικό θέατρο όπου οι σκηνοθέτες auteur κυριαρχούν, χωρίς ιδιαίτερο σεβασμό στους συγγραφείς. Μπορεί να πάρουν για παράδειγμα ένα θεατρικό έργο, να το αντιμετωπίσουν κτητικά και αυταρχικά, να κάνουν αυθαιρεσίες στο κείμενο, να αποκλείσουν συγγραφείς από τη διαδικασία προβών, επιλογής συντελεστών, αφισών κλπ., κάτι που στο Αγγλικό θέατρο, που έχει γερή παράδοση συστηματικής υποστήριξης συγγραφέων, θα ήταν αδιανόητο. Η σχέση συγγραφέων και σκηνοθετών είναι αυστηρά θεσμοθετημένη και διακατέχεται από αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση, όπως θα έπρεπε να γίνεται και εδώ. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις και προσωπικοί αγώνες εδώ που έχουν αποτελέσματα.

‘Εχω δουλέψει με σκηνοθέτες, για παράδειγμα, που ακόμη  και αν προκύψουν συγκρούσεις αυτές είναι δημιουργικές διότι απλούστατα επιζητούν τη συγγραφική συνεργασία και γίνεται διάλογος π.χ. Τάκης Τζαμαριάς, Αναστασία Ρεβή, Αλέξανδρος Μιχαήλ, Χρύσα Καψούλη, Αργυρώ Χιώτη. Αυτό χρειαζόμαστε: εποικοδομητικό διάλογο.

Υπάρχει μια ακόμη προβληματική, κατ’ εμέ, τάση στο ελληνικό θέατρο που αποκλείει τους συγγραφείς, τείνει να τους καταντά είδος προς εξαφάνιση: θεατρολόγοι, ηθοποιοί και σκηνοθέτες ‘γράφουν έργα’ χωρίς όμως να εντρυφήσουν στην τέχνη της γραφής. Διασκευάζουν ή  δημιουργούν κείμενα στη διάρκεια των προβών, χωρίς δραματουργία, δομή και ρυθμό. Έτσι προκύπτει μια απίστευτη προχειρότητα και κυριαρχία των κλισέ (όχι πάντα εννοείται, υπάρχουν αξιόλογες ομάδες επινοητικού θεάτρου με εξαιρετικά αυστηρή και ιδιόμορφη αισθητική). Και μια αντίληψη ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω’. Γούστο τους και καμάρι τους, θα πεις, αλλά αν αυτά τα άτομα βρίσκονται σε θέση εξουσίας, πιστεύω ότι έχουν υποχρέωση να υποστηρίξουν το σύγχρονο θεατρικό έργο της χώρας τους, συστηματικά και ουσιαστικά, όπως κάνουν οι περισσότερες χώρες του πλανήτη. Και εδώ θα ήθελα να αναφέρω κάτι που είπε ο Κάρολος Κουν, ένας σκηνοθέτης που στήριξε έμπρακτα την ελληνική θεατρική γραφή: “Ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει”.

Τρίτη προβληματική στο χώρο είναι η δουλοπρεπής ξενομανία. Υπάρχει κατακλυσμός από αγγλικές και ισπανικές μετριότητες. Το ‘ξένο’, αρκεί να είναι από δυτική μεριά βέβαια, είναι πάντα καλύτερο από το Ελληνικό. Ε, όχι! Αδημονώ να δω να εξελίσσεται μια ήρεμη αυτοπεποίθηση στην Ελλάδα, όπου αναγνωρίζουμε τα λάθη μας αλλά και τα ωραία μας. Υπάρχουν βέβαια πρωτοβουλίες στήριξης του σύγχρονου ελληνικού έργου, κυρίως όμως ιδιωτικές (π.χ. Ειρήνη Μουντράκη, Σίσση Παπαθανασίου, Αθηνά Σοκόλη & Λεία Βιτάλη). Πρόσφατα, έχει ξεκινήσει ένα πρότζεκτ και το Εθνικό. Χρειάζονται όμως πολύ περισσότερα από θεσμικής πλευράς για να εξελιχθεί το ελληνικό θεατρικό έργο και εδώ και σε διεθνές επίπεδο.

 

Άγριες Νότες, Αγγέλων Βήμα 2015,
Λευτέρης Παπακώστας, Βάλια Παπαχρήστου (φωτ. Μαρία Αλβανού)

 

-Από ό,τι γνωρίζω οι δραστηριότητές σας τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό δεν περιορίζονται στη συγγραφή. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις σχετικές πρόσφατες  εμπειρίες σας από τον ελλαδικό χώρο;

Στην Ελλάδα έχω αφοσιωθεί κυρίως στο γράψιμο. Έχω διδάξει όμως σε εργαστηριακό επίπεδο, κάτι που μου αρέσει, σε χώρους όπως το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ιωαννίνων, το Κ.Ε.Τ., το ίδρυμα Κακογιάννη. Είχα επίσης μια εκπομπή, το Spiccato στο Beton7 Art Radio που ήταν μια queer ματιά στη ζωή και την τέχνη. Το κουήρ δεν ακουγόταν πολύ τότε αλλά τώρα κάπως περισσότερο, οπότε αν η εκπομπή συνετέλεσε σε αυτό έστω και λίγο, χαίρομαι. Έκλεισε όμως τρία χρόνια παραγωγής και θεώρησα ότι έκλεισε και ο κύκλος του, οπότε την σταμάτησα.

 

-To 2016 λάβατε μέρος ως η επίσημη καλεσμένη συγγραφέας στο Φεστιβάλ Ανοιχτή Σκηνή του Δήμου Θεσσαλονίκης. Τι σήμαινε για σας αυτή η πρόσκληση; Μιλήστε μας λίγο για ανάλογα φεστιβάλ εδώ ή στο εξωτερικό στα οποία έχετε κατά καιρούς συμμετάσχει.

Ήταν όντως τιμητική αυτή η πρόσκληση, αν και άργησα να το καταλάβω, και θέλω να ευχαριστήσω την Αντι-Δημαρχία Πολιτισμού ξανά, καθώς και το Κρατικό και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης που υποστήριξαν την εκδήλωση. Επίσης την Έλση Σακελλαρίδου για την εξαιρετική της ανάλυση των έργων μου και τη Γιάννα Τσόκου για το συντονισμό. Και βέβαια τον Αλέξανδρο Μιχαήλ που σκηνοθέτησε την παρουσίαση των αποσπασμάτων και τους ηθοποιούς που συμμετείχαν (Μαριάννα Αβραμάκη, Μομώ Βλάχου, Κυριάκος Δανιηλίδης, Ηλίας Παπαδόπουλος). Είχε τρεις πτυχές η πρόσκληση: ένα εργαστήριο θεατρικής γραφής, την παρουσίαση της δουλειάς μου, και μια συζήτηση για τη δημιουργική γραφή με τη Σοφία Νικολαϊδου και τη Γλυκερία  Καλαϊτζή. Η όλη εκδήλωση μ’ έκανε να νιώσω αναζωογονημένη και ελεύθερη (= ανοιχτό πεδίο δράσης).

Το πιο κοντινό σε σύγκριση είναι το London Literature Festival στο Southbank Centre (Royal Festival Hall) όπου ένιωσα κάπως αντίστοιχα. Υπήρξε ένα τρίπτυχο πάλι: περφόρμανς αποσπάσματος του έργου μου Kiss the Shadow, συμμετοχή μου σε συμπόσιο με θέμα cross-art forms σαν αρχισυντάκτρια του περιοδικού Brand Literary Magazine, και τέλος προλόγισα και συντόνισα μια δημόσια συζήτηση με τον Howard  Barker.

Tα έργα μου έχουν ανεβεί ή παρουσιαστεί κυρίως σε φεστιβαλικές καταστάσεις και έξω και εδώ. Συχνά αναρωτιέμαι γιατί. Αν δηλαδή είναι εξωτερικές συγκυρίες ή κάτι που επιζητώ εγώ. Πιστεύω ότι είναι ένας συνδυασμός αλλά ομολογώ ότι προτιμώ την συγκεντρωμένη ένταση των φεστιβάλ από το άγχος και την επαναληπτικότητα μακρόχρονων παραστάσεων.

 

Συντονισμός: Ηoward Barker discussion,

Purcell Room, Royal Festival Hall, Southbank Centre

 

-Έχετε γράψει δοκίμια για την αισθητική, το θέατρο και τη σεξουαλικότητα. Ποιες σφαίρες, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να καλύψει ένα δοκίμιο και ποιες ένα πεζογράφημα ή ένα θεατρικό έργο;

Τα δοκίμια ικανοποιούν την ανάγκη ανάλυσης, λογικής επεξεργασίας και συμπερασμάτων. Η θεατρική γραφή έχει το τεράστιο πλεονέκτημα της συλλογικότητας και στην ολοκλήρωση της σε θεατρική παράσταση και στην απεύθυνση της σε ένα συλλογικό κοινό. Ενώ το πεζογράφημα είναι για στιγμές μοναχικότητας που απευθύνεται σε μία μοναχική αναγνώστρια, ένα αναγνώστη μόνο του με το βιβλίο σου. Είναι μια, μάλλον, πιο προσωπική εμπειρία.

  

 

Acts of Passion: co-editor, Routledge

(φωτ. Helena Goldwater)

 

 

Η Νίνα Ράπη δίδαξε Δημιουργική/Θεατρική γραφή στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Greenwich για πολλά χρόνια. Διετέλεσε Ιδρύτρια και Αρχισυντάκρια του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Brand Literary Magazine. Μελέτες για τα έργα της και δικά της δοκίμια εκδόθηκαν από Cambridge University Press, Routledge, Mimesis Edizioni, Cambridge Scholars Press, Harwood Academic Press κ.α.  Στα θεατρικά της συγκαταλέγονται τα: Angelstate ] Άγριες Νότες/Wild Beats ] Kiss the Shadow ] Reasons to Hide ] Νo Trouble ] Edgewise/Ακροβασία ] Lovers ] Dreamhouse ] Dance of Guns ] Ithaka καθώς και πολλά μικρής διαρκείας.

Έργα της έχουν βραβευτεί, ανεβεί/παρουσιαστεί σε χώρους όπως: Southbank Centre (London Literature Festival), Soho theatre studio, Tristan Bates, I.C.A., Riverside studios, Gielgud theatre/London New Play Festival (Λονδίνο). Εθνικό θέατρο & Θέατρο Τέχνης (Φεστιβάλ Αναλογίων), Θέατρο Εμπρός (4daystand Queer Φεστιβάλ),  Αγγέλων Βήμα (Φεστιβάλ Σύγχρονου Ελληνικού Έργου), Θέατρο Μπίπ (Ελλάδα). Πιράνι, Ινδία (BITS Festival) & Πόρτο, Πορτογαλία (10X10 Festival). Το 2014 κυκλοφόρησε η τελευταία της συλλογή διηγημάτων Kατάσταση Φούγκας (Κέδρος).  Τον ίδιο χρόνο, το λιμπρέτο της Raven (συνθέτης Κωστής Κριτσωτάκης) ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Περισσότερα στο: www.ninarapi.com

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top