Fractal

Νήματα ζωής

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Ελένη Γούλα: «Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … και έρθει ο καιρός των δέντρων», εκδ. Μανδραγόρας, 2015

 

Στο δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο της (το πρώτο «Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες»), αλλά μετά από μακρά διαδρομή στους λογοτεχνικούς δρόμους, η φιλόλογος και εκπαιδευτικός Ελένη Γούλα περιπλανιέται στην εποχή της κρίσης και προσφέρει στον αναγνώστη 18 διηγήματα και 23 «εικόνες» (καθώς και 9 φωτογραφίες, επιπλέον αυτής του εξωφύλλου).

Οι «εικόνες» μοιάζουν σπαράγματα ημερολογίου (από το 2007 μέχρι το 2015), αποτελούν καταγραφές όσων συμβαίνουν γύρω της ή μέσα της (κάποιες φορές και αναμνήσεις), που καταλήγουν συνήθως σ’ ένα είδος επιμύθιου, σ’ ένα απόφθεγμα ή μάλλον σ’ ένα απόσταγμα βαθύτερης σκέψης. Ό,τι παρατηρεί και καταγράφει την προβληματίζει, την κινητοποιεί, την ανησυχεί, την ανατριχιάζει. Είναι μεγάλα ή μικρά γεγονότα, σημαντικά η ασήμαντα περιστατικά, κεφάλαια αλλά, κυρίως, υποσημειώσεις της ζωής, με τις δικές της αντιδράσεις και σκέψεις απέναντι σ’ αυτά, αν και μερικές φορές αρκεί η περιγραφή, για να διαφανούν οι σκέψεις, για να εισβάλουν στον δικό σου εφησυχασμό, να τον ταράξουν: η απαρίθμηση των δέντρων που χάθηκαν στις μεγάλες φωτιές, η περιγραφή μιας καλύβας σε χωράφι που αγκαλιάζει παιδικές μνήμες κι αφήνει μια μπουκιά ουρανό στο άνοιγμά της, η ασθμαίνουσα αναφορά σε κάποια αναγνώσματα, η αρρώστια και ο θάνατος του φοίνικα της πλατείας, ένα ζευγάρι ναρκομανών στο λεωφορείο, ένας ζητιάνος στη γωνία, το κλείσιμο της ΕΡΤ, μια πορεία διαμαρτυρίας, η αυτοκτονία ενός δασκάλου, κι ακόμα η παράθεση ενός απλού γεύματος με μελιτζάνα και φρέσκια ντομάτα ή η παρασκευή ενός ρυζόγαλου – σχεδόν σπαρακτική. Οι εικόνες της Ελένης Γούλα είναι αφορμές για στοχασμό.

Οι 9 φωτογραφίες που συνοδεύουν τις «εικόνες» (και ανήκουν είτε στην ίδια τη συγγραφέα είτε στην Ελένη – Κατερίνα Κιούση) αποτελούν ένα είδος εικαστικού υπομνηματισμού των γραφομένων ή οπτικού ντοκουμέντου, που ενισχύει τη γραφή, που υποβοηθά τη φαντασία ή δίνει μιαν άλλη μεταφορική προέκταση σ’ αυτήν, προσδίδοντας ένα επιπλέον νόημα, μια δεύτερη ανάγνωση. Είναι η πραγματικότητα (όσο ρεαλιστικά απεικονίζεται στη φωτογραφία) αλλά και η μεταφορά της (αφού η φωτογραφία έχει μεταφερθεί από μία συνθήκη σε μιαν άλλη).

Οι εικόνες περιβάλλουν τα διηγήματα, σαν αυτά να γεννιούνται εξ αφορμής τους, σαν πάντως να γεννιούνται εντός τους, και καθώς εναλλάσσονται, δίνεται η αίσθηση ότι συλλειτουργούν για να προσδιορίσουν από κοινού (θραύσματα πραγματικότητας, μυθοπλασία, μεταφορά) την αλήθεια με δύο (;) πρόσωπα, με πολλές φωνές, με όλες τις όψεις – την αλήθεια της ζωής, αλλά και της συγγραφέως.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από αυτήν την κίνηση της Ελένης Γούλα μέσα στη ζωή, την περιπλάνησή της στους λαβυρίνθους του βίου, αυτόν τον κρυφό σπαραγμό, την ταραχή της ύπαρξης που διαποτίζει τη γραφή, σα να μπαίνει και να βγαίνει από αυτό το «μυστήριον ξένον και παράδοξον», σα να βυθίζεται και να αναδύεται για να πάρει ανάσα και να ξαναβυθιστεί.

Η τελευταία «εικόνα» είναι ένα γράμμα στον εκδότη, είναι αυτή κυρίως που συνδέει άμεσα τα διηγήματα με τις ημερολογιακές καταγραφές, είναι αυτή που υπογράφεται με το όνομά της, για να μην αφήσει αμφιβολία για τη γνησιότητά τους, είναι αυτή που ξεκινά λέγοντας «σου στέλνω το τελευταίο διήγημα», το οποίο έχει μόλις προηγηθεί, αλλά κι αυτή που κλείνει λέγοντας «είναι καιρός να ριχτούμε χωρίς αναστολές στη ζωή – φτάνει πια η θεωρία», είναι δηλαδή αυτή που μ’ έναν τρόπο ακυρώνει ό,τι προηγήθηκε, ασφαλώς τα (φανταστικά) διηγήματα αλλά και τα (πραγματικά) περιστατικά προς όφελος του βιωμένου και όχι του παρατηρημένου βίου, προς όφελος της δράσης και όχι της σκέψης, προς όφελος της πράξης και όχι βέβαια της θεωρίας, προς όφελος της απόφασης και όχι του συλλογισμού.

Όμως, οι «εικόνες» της αλλά και τα διηγήματά της είναι πράξη, είναι λόγος βιωμένος, είναι απόσταγμα εμπειρίας, είναι η ζωή που δεν προσπερνάς αλλά σε αγγίζει, σε βασανίζει, σε μεταμορφώνει ή, πάντως, είναι η βαθιά και πλούσια εσωτερική ζωή ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, ενός μεταπλαστή (των εικόνων – όχι κατ’ ανάγκην αυτών – σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις ή σε παραστατικές περιγραφές), που μας δίνει να μεταλάβουμε λίγο από το πολύ της δικής του ζωής.

Πρόκειται για ένα αφηγηματικό οδοιπορικό σε μνήμες και τόπους, σε καταστάσεις και συμβάντα, πίσω από κλειστές πόρτες και κλειστές ψυχές, σε τρικυμίες ψυχικές και όνειρα ματαιωμένα, σε χαρτογραφημένες και αχαρτογράφητες περιοχές

Έρωτας, θάνατος, μεταβολές της ζωής, αρρώστια, γηρατειά, η κρίση, η κοινωνία που παραμονεύει, οι αγωνίες, τα όνειρα, κουρασμένες ζωές, μετανιωμένες, ζωές με αν, τα σχέδια που βγήκαν πλάνες, ιστορίες που διεισδύουν στην ψυχή, που φθάνουν στα μύχια, στην ψίχα, που σταλάζουν συνηθισμένες λύπες και χαρές, απ’ αυτές που, ωστόσο, χαράζουν τις ζωές των ανθρώπων.

Τα διηγήματα τα διατρέχει η τρυφερότητα, η αγάπη, η νοσταλγία, η συμπόνια, φυσικά ο έρωτας (κυρίαρχος – πώς θα μπορούσε να λείπει;), τα ανθρώπινα σκιρτήματα, οι πόνοι, ακόμα και η εκδίκηση, οι μικρές τρυπούλες της ζωής (όπως κι η ίδια η συγγραφέας γράφει στο πολύ όμορφο διήγημα «Μια τρυπούλα στη ζακέτα»).

 

Ελένη Γούλα

 

Ανθρώπινες ιστορίες, ιστορίες καθημερινές. Οι χαρακτήρες είναι ποικίλοι, όλη η ανθρώπινη διαφορετικότητα της πόλης ή του χωριού, ακόμη κι ένας γιατρός δέντρων (τα δέντρα σταθερά μοτίβα, τοπόσημα στο βιβλίο), μοναχικοί άνθρωποι, παρατηρητές της ζωής, προδομένες γυναίκες, έρωτες περίπλοκοι και απλοί, έρωτες μισοί – υποταγμένοι στις συμβάσεις, έρωτες μισοί – υποταγμένοι στις επιθυμίες, έρωτες ανήμποροι να βιωθούν ολοκληρωτικά, έρωτες αταίριαστοι, αιώνιοι,  αλλά και αισθήματα βαθιά, αληθινά, άνθρωποι που διστάζουν να ζήσουν αληθινά, που καταχωνιάζουν τις επιθυμίες τους, που η ζωή τους έφυγε σα νερό μέσα από τα χέρια, άνθρωποι που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν ή να ακούσουν, άνθρωποι που υποφέρουν, που θέλουν να εκδικηθούν, ακόμη και να αυτοδικήσουν, άνθρωποι που αναβάλλουν τη ζωή τους, κυκλωμένοι από μοναξιά και αδιέξοδα, αδικημένοι από τη μοίρα ή προικισμένοι, άνθρωποι που διψούν. Ανάγκες ανθρώπινες διαποτίζουν τις αφηγήσεις. Κι ένα υπόστρωμα ανθρωπιάς παντού. Υδάτινες μορφές και στέρεες, γνώριμες κι απόμακρες ή και κάποτε ακραίες, χαρακτήρες με ύπαρξη, με πρόσωπο.

Κυριαρχεί ο ερωτισμός, η διάφανη αισθαντικότητα της συγγραφέως, μαζί με τη συμπόνια για τον συνάνθρωπο. Μια ανάσα από ελαφρά ταραγμένη μέχρι γοερά/ πνιγηρά ασθμαίνουσα διαπερνά το βιβλίο. Λεπτές, πολύτιμες οι παρατηρήσεις της Ελένης Γούλα σε πρόσωπα, σε πράγματα, σε λεπτομέρειες, σε μυστικές κώχες, σε ματαιωμένες ή ανείπωτες επιθυμίες, στα βάθη της σπηλαιώδους ψυχής. Μαζί της ανασκάπτουμε κτερίσματα μιας άλλης (αγροτικής και επαρχιακής) εποχής την ίδια ώρα που μας αγγίζει το παρόν της πρωτεύουσας.

Λεπτές κλωστές υποδόρια κεντούν την καθημερινότητα, νήματα ζωής, ανθρώπινες φιγούρες και σκέψεις, κυρίως αυτό, κοφτές πινελιές, αδρές ή λεπτοδουλεμένες.

Υπάρχει μελαγχολία ή αισιοδοξία; Υπάρχει αποδοχή ή αντίσταση; Υπάρχει ματαίωση ή προσδοκία; Υπάρχει πείσμα ή παραίτηση; Υπάρχει, εντέλει, ανάγκη για πίστη στον άνθρωπο.

Ένα σχόλιο για τον τίτλο «Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών … κι έρθει ο καιρός των δέντρων»: διαβάζοντάς τον σκέφτεσαι τη γλώσσα, το ύφος, τον τρόπο μιας άλλης εποχής κι ακόμα ότι, πράγματι, τα ταξίδια είναι το αντίθετο από τα δέντρα, τα δέντρα σε δένουν με τη γη, σε σταθεροποιούν, υπάρχουν οι άνθρωποι – δέντρα κι οι άνθρωποι – πουλιά, αυτή η ανάγκη να δεθείς μ’ έναν τόπο κι όχι να υποστείς ένα ταξίδι αναγκαστικό (γιατί συχνά τα ταξίδια είναι αναγκαστικά), σαν αυτά που και σήμερα βλέπουμε – πόσο καλύτερα τα δέντρα, πόσο πιο στέρεη η ζωή… Νιώθω πως αυτός ο καιρός (των δέντρων) τής πηγαίνει περισσότερο, μολονότι τα δικά της ταξίδια μπορεί να ήταν ηθελημένα, απότοκα της ανάγκης για πλάτεμα των οριζόντων. Το βιβλίο αφιερώνεται «σ’ αυτούς που έφυγαν απ’ τις αρρώστιες του καιρού μας» – κι εδώ η σχέση με τη γη (των νεκρών) – όσοι έφυγαν είναι στο χώμα, ενώ οι αρρώστιες του καιρού, αρρώστιες σωματικές, ψυχικές και προπάντων κοινωνικές, είναι αρρώστιες που σ’ αναγκάζουν σε ταξίδια απρόθυμα, πνιγηρά, ενώ θέλεις να είσαι δέντρο, δέντρο ριζωμένο, δέντρο θαλερό κι ίσως αιώνιο…

Ελάσσονες κλίμακες και μέγιστες μαζί, μια «ευγενής περιπέτεια της γραφής». Χαμηλή, συνήθως, φωνή αλλά και κραυγές συναγερμού, φωνές συλλογικές, πολλαπλασιασμένες, λεπταίσθητοι υπαινιγμοί, σφριγηλοί συνειρμοί, πολυφωνικές μαρτυρίες, νοσταλγικές νότες, μια επιστροφή, μια παραμονή, μια παρουσία – είναι εδώ.

Αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, αλλά και σε τρίτο, που μπορεί να εναλλάσσονται και στο ίδιο διήγημα, αφηγήσεις από την πλευρά της γυναίκας ή του άντρα (στην ψυχή του οποίου έχει τη δύναμη να διεισδύσει), αφηγήσεις ποικίλης έκτασης.

Τα διηγήματα αφήνουν συχνά εκκρεμότητες, θέτουν τις συνθήκες, τα δεδομένα, αλλά όχι το τέλος – δεν ξέρουμε πάντα τι θα γίνει (αλλά πότε ξέρουμε;). Θα φανταστούμε μόνοι μας το μέλλον (όπως κάνουμε πάντα), θα πέσουμε μέσα ή έξω (τι σημασία έχει;), αλλά τα δεδομένα είναι εδώ.

Δεν υπάρχουν απώλειες νοήματος για τον αναγνώστη, χάρη στη λαγαρή και διάφανη γλώσσα, την απλότητα με όλο της το βάθος, τον παλλόμενο συναισθηματισμό. Ο αναγνώστης κατανοεί και συμπάσχει, αναγνωρίζει τον εαυτό του ή τους γύρω του, διαβάζει ευανάγνωστα τη ζωή.

Για την Ελένη Γούλα η γραφή δεν είναι απόδραση, είναι αντιθέτως επίσκεψη στην πραγματικότητα, είναι ασφαλώς ανάγκη, είναι ο τρόπος της να υπάρχει, αλλά και να προσφέρει μέσα από θραύσματα την ακεραίωση μιας αλήθειας, τη συγκρότηση μιας πραγματικότητας, για να γίνει πιο βιωτή (ή μήπως πιο αβίωτη;) ή πιο ακριβή, όταν ο αναγνώστης νοηματοδοτεί την αφήγηση και νηματοδοτεί τα διασκορπισμένα νοήματα στο καλειδοσκόπιο της ζωής.

Η γραφή της έρχεται από μακριά, από ρίζες αυθεντικές, φέρει μέσα της τη λαϊκή παράδοση, τη γνήσια αφομοιωμένη δημοτική γλώσσα. Τα βιώματα της επαρχίας δεν τα αποτινάσσει, αντιθέτως τα συντηρεί, τα αξιοποιεί, τα κεντά στα κατοπινά αστικά βιώματα, τα μεταφέρει, μ’ αυτά εμποτίζει την καθημερινότητα, μ’ αυτά ερμηνεύει τα γεγονότα.

Τα γραφτά της μοιάζουν με ολάνθιστους μοσχοβολιστούς κήπους, έχουν τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, τα πατήματα της εξοχής. Η γραφή της είναι πονετική, οι ήρωες πονεμένοι ή και πληγιασμένοι με μώλωπες στην ψυχή. Η συγγραφέας, όμως, έχει τη δύναμη να βλέπει και να ανακαλύπτει την ομορφιά του κόσμου, όσο πληγιασμένου, να νιώθει τον συνάνθρωπο. Οι ιστορίες της, πραγματικές ή φανταστικές, έχουν στοχασμό και βάθος, έχουν συναίσθημα, έχουν μικρά υπονοούμενα, έχουν ερωτηματικές, κάποτε ματαιωμένες, προοπτικές (αυτό το «θα», αυτό το «αν», αυτό το «θα ήταν»). Μια επιθυμία για τη γνήσια ζωή διατρέχει το βιβλίο, για τη (χαμένη;) μυρωδιά της πέτρας και του χορταριού, για την αθέατη ομορφιά, για την απλή, καθημερινή χαρά που μπορεί να ποτίσει τους μυημένους.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top