Fractal

Νίκος Ξένιος «Εμείς οι δυτικοί είμαστε ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, καταδικασμένων στη λήθη»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Η αφήγηση της ζωής των ανθρώπων, η αφήγηση του βίου των προφητών, η αλληγορική αφήγηση των γενέσεων και των καταβολών των λαών, τα έπη, τα δημοτικά τραγούδια, τα αφηγήματα και τα μυθιστορήματα δεν αποτελούν το ιερό κάποιας θρησκείας, ούτε ένα κάστρο απόρθητο, ούτε κάποια καθαγιασμένη συνθήκη, άδυτο όπου εισέρχονται μόνον οι μυημένοι. Η λογοτεχνία είναι κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων, και έτσι την αντιλαμβάνομαι: ως ζωογόνο, αναζωογονητική, ως πηγή πλούτου και σοφίας, ως πηγή απόλαυσης και ως κιβωτό σωτηρίας της ανθρωπότητας. Ναι, ανεπιφύλακτα ναι.»

Με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» το οποίο έχει ήδη διθυραμβικές κριτικές, ο Νίκος Ξένιος μας μιλά για την Ιστορία και την Λογοτεχνία, για το βιβλίο του και τις συνθήκες που γράφτηκε, για την ελεύθερη βούληση και για την επανάληψη της αρχαίας σκηνής, για την ιαματική δύναμη της λογοτεχνίας.

 

 

 

-Από «Το άχτι» (2011) και το «Ένα τριάρι για τον Οιδίποδα» (2012) ως «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» τι άλλαξε και τι παρέμεινε όμοιο, κύριε Ξένιε;

Άλλαξαν όλα. Άλλαξε, ας πούμε, το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό: τώρα που εξέπνευσαν οι ψευδαισθήσεις του 2011 έχουμε μπροστά μας ένα απόλυτα καφκικό κλίμα στην Ευρώπη και σε αυτό δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε. Επίσης άλλαξε η δική μου προσέγγιση: θεωρώ πως έχω αποκτήσει σφαιρικότερη αντίληψη των πραγμάτων. Δεν αρκούμαι πια στη συναισθηματική προσέγγιση των ηρώων μου, αλλά τους κατανοώ βαθύτερα. Και, όλως περιέργως, αυτό με οδηγεί σε απλούστερη γλώσσα.

 

-Από την αγανακτισμένη, προσωπική και ιδιωτική φωνή των ηρώων στο «Άχτι», στην αναγκαστική προσγείωση που υπάρχει στο «Ένα τριάρι για τον Οιδίποδα», μέχρι τον προαιώνιο μύθο και την αέναη περιπλάνηση που συναντάμε ως κοινή μοίρα στο «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία», πού βρίσκεται η ελεύθερη βούληση και πού η κοινή ανάγκη;

Οι καθημερινοί πρωταγωνιστές της συλλογής «Το άχτι» κοινοποιούν την ιδιωτικότητά τους σε μια διεργασία βίαιης ενηλικίωσης, ενώ ο πρωταγωνιστής του «Ένα τριάρι για τον Οιδίποδα» αναδιπλώνεται στην ιδιωτικότητά του και βυθίζεται στο γινάτι του. Στα δύο πρώτα βιβλία μου ήμουν ακόμη κυνικός και σαρκαστικός, θεωρώντας πως ο άνθρωπος δυσανασχετεί, διαμαρτύρεται ποιητικώς, παραμένει ωστόσο άθυρμα και ανδράποδο της Ανάγκης. Οι ήρωες, όμως, που επέλεξα στο «Κυνήγι του βασιλιά Ματθία» δεν διαθέτουν ιδιωτικό χώρο: ούτε οι βασιλείς, ούτε οι υπασπιστές, ούτε οι ιερωμένοι, ούτε η περιπλανώμενη πριγκίπισσα, ούτε οι σύγχρονοι πρόσφυγες. Η ζωή τους είναι απολύτως εκτεθειμένη στο ύπαιθρο, στις καιρικές συνθήκες, στα βέλη και στην κακουργία των ισχυρών. Απαντώντας στην ερώτησή σας υπό αυτό το πρίσμα, θα έλεγα πως είναι απολύτως τραγικοί, γιατί η ελεύθερη βούλησή τους και η περηφάνια τους είναι οι μόνες δυνάμεις που θα τους σώσουν από την Ανάγκη.

 

-Υπάρχουν γεγονότα, χούγια και ζωές που επαναλαμβάνονται;

Η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο δείχνει να επαναλαμβάνεται, όπως και ο απόηχός της στην προσωπική πορεία κάθε λογοτεχνικού ήρωα. Άλλοτε εικάζοντας και άλλοτε καταγράφοντας τις ιστορίες των ανθρώπων, βλέπω να επαναλαμβάνονται το μοτίβο της ειρωνικής ανατροπής των προσδοκιών, το «χούι» του έρωτα για το ανέφικτο, η ρετσινιά του «διαφορετικού» και ο βίος και η πολιτεία του παραγκωνισμένου, του περιθωριοποιημένου, του βιασμένου. Μπορεί να είμαι επηρεασμένος από το μελόδραμα. Μπορεί και να υπάρχει μια μελοδραματική διάσταση στην προσπάθεια να διατηρείς την ανθρωπινότητά σου όταν όλα γύρω την αντιπαλαίουν.

 

-Και, επί των ημερών μας, ποιες οι επαναλήψεις;

Ένας σύγχρονος Ησίοδος θα έγραφε πάλι «Έργα και Ημέραι», αλλά τώρα πρωταγωνιστής της κάθε γενεάς θα ήταν και μια νέα γενεά από χειριστές υπολογιστών και καταναλωτές γκάτζετς. Ο μόχθος τού να διαδεχθείς τους εκτελεστές του παρελθόντος, τού να υπερσκελίσεις τις παλαιές, υποδεέστερες γενεές του μόχθου, τού να δαμάσεις τα ήδη κατακτημένα, συνεχίζεται αδιαλείπτως. Όμως στις μέρες μας τον άνθρωπο τον αλλοτριώνει η πεποιημένη αντίληψη που έχει για τον εαυτό του και τον πολιτισμό του. Η απουσία αυτογνωσίας και η νοσηρή υποκατάσταση της πραγματικότητας από την εικονική σύστοιχό της.

 

 

-«Κλείνω τα μάτια. Φαντάζομαι εμάς τους πέντε, να περνούμε απέναντι παλεύοντας με το ρεύμα και κρατώντας τις βαλίτσες πάνω από τα κεφάλια μας, να ερχόμαστε από το πουθενά και να πηγαίνουμε στο πουθενά». Σε μια τέτοια σκηνή, που αποδεικνύεται αρχαία σκηνή και που είναι τα τελευταία χρόνια ο εφιάλτης μας, σε μια τέτοια μετακίνηση από «το πουθενά» «στο πουθενά», τι μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη κι ελπίδα;

Ναι, είναι αρχαία σκηνή, έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν είμαι βέβαιος, ωστόσο, πως είναι «ο εφιάλτης μας», με την απόλυτη νοηματοδότηση της λέξης. Είναι η αποδυνάμωση των βεβαιοτήτων μας, είναι η υπόμνηση της προσωρινότητας των κεκτημένων μας, είναι, ίσως, η ζωογόνος συνθήκη. Όχι απαραιτήτως ο εφιάλτης. Αυτή ακριβώς η αρχέγονη έκθεση στα στοιχεία της φύσης, της τυχαιότητας, της απουσίας ιδιοκτησίας, ασφάλειας και πατρίδας, της περιπλάνησης, αποτελεί κατά την άποψή μου και την κινητήρια δύναμη για μιαν επανεκκίνηση. Αλλά γιατί συζητούμε για τον δ ι κ ό  μ α ς κόσμο, που είναι το χρυσωμένο χάπι των πολυεθνικών; Εμείς οι δυτικοί είμαστε ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, καταδικασμένων στη λήθη. Όπως ο Κρέων. Όπως ο βασιλιάς Ληρ. Όπως ο βασιλιάς Ματθίας. Ο ήρωας του βιβλίου μου όμως σφύζει από ενέργεια και είναι ελεύθερος να ξαναστήσει τη ζωή του από την αρχή. Έτσι δεν είναι;

 

-Θα μπορούσε κινητήρια δύναμη να είναι αυτή η ιστορία, δηλαδή η λογοτεχνία;

Η αφήγηση της ζωής των ανθρώπων, η αφήγηση του βίου των προφητών, η αλληγορική αφήγηση των γενέσεων και των καταβολών των λαών, τα έπη, τα δημοτικά τραγούδια, τα αφηγήματα και τα μυθιστορήματα δεν αποτελούν το ιερό κάποιας θρησκείας, ούτε ένα κάστρο απόρθητο, ούτε κάποια καθαγιασμένη συνθήκη, άδυτο όπου εισέρχονται μόνον οι μυημένοι. Η λογοτεχνία είναι κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων, και έτσι την αντιλαμβάνομαι: ως ζωογόνο, αναζωογονητική, ως πηγή πλούτου και σοφίας, ως πηγή απόλαυσης και ως κιβωτό σωτηρίας της ανθρωπότητας. Ναι, ανεπιφύλακτα ναι.

 

-Αλήθεια, σε εποχές τόσο απρόβλεπτες, σκληρές και δύσκολες, τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει η λογοτεχνία;

Η εποχή μας δεν είναι ούτε πιο σκληρή και δύσκολη, ούτε πιο απρόβλεπτη από άλλες εποχές. Σκεφθείτε τους Χριστιανούς στο στόμα των λιονταριών. Σκεφθείτε την εισβολή των Ούνων του Αττίλα στην Ευρώπη. Σκεφθείτε τις επιδημίες της πανούκλας στον ύστερο Μεσαίωνα. Σκεφθείτε τι σοκ υπέστησαν οι καθολικοί βασιλείς της Ισπανίας όταν ο Κολόμβος τούς ανακοίνωσε πως οι πρωτόγονοι κάτοικοι των Δυτικών Ινδιών λάτρευαν ολόγυμνοι τους δικούς τους θεούς! Η λογοτεχνία οφείλει να μεγεθύνει τη φρίκη, να σπάει την πέτρα ανοίγοντας νέα μονοπάτια, να οικοδομεί και να κατονομάζει νέους κόσμους αθανασίας, να τους εποικίζει με ανθρώπινα όντα και να μετατρέπει το πένθος τους σε μεγαλείο.

 

-Τι είναι «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία»; Θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από 10 ή 15 χρόνια;

Νομίζω πως όχι. Η συνθήκη που παρήγαγε αυτό το βιβλίο ήταν μια νέα οπτική γωνία «ταξιδευτή», που μου επέτρεψε να ξαναδώ την Ευρώπη, τη στιγμή που βουτάει από τον μύθο στα κρύα νερά του Δούναβη. Σε αυτό βοήθησαν πολύ το έργο του Πέτερ Χάντκε, το «χώνεμα» του έργου του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, καθώς και το γεγονός ότι διακινδύνευσα να γράψω απλά. Η Μερσούδα του βιβλίου μου διέρχεται τους αιώνες φέρνοντας μαζί της μια πρωτόγονη, ζωική ενέργεια που στοιχειώνει τα δάση. Δεν λέει κουβέντα, αλλά παρατηρεί τα πάντα μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων. Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια ήταν απλώς μια νοητική σύλληψη.

 

-«Το μέλλον μας είναι αβέβαιο. Οι σχέσεις μας κάνουν φτερά και πετούν σαν τις κουβέντες μας και σαν τον αέρα. Στην Ευρώπη φυσάει ένας άνεμος ζοφερός, που θα μας παρασύρει και θα μας στροβιλίσει σαν φύλλα δέντρου. Γενιές ολόκληρες φτωχών, εξαθλιωμένων ανθρώπων ξαναζούν λεηλασίες και καταστροφές αιώνων». Πώς γίνεται, εντούτοις, να βαδίζει τόσος κόσμος σ’ ένα αβέβαιο μέλλον;

Ανέκαθεν ο κόσμος βάδιζε, σύσσωμος, προς αβέβαιο μέλλον. Άλλο τώρα αν η ανθρωπότητα ήθελε να αυταπατάται πως διαμόρφωνε τη μοίρα της και πως είχε τον έλεγχο του τι έμελλε γενέσθαι. Στην ουσία δεν έκανε άλλο από το να καννιβαλίζει, να παραπαίει ανάμεσα στη μεταφυσική υστερία και την αγριότητα, ανάμεσα στον απόλυτο φαταλισμό και στην προσπάθεια φιλοσοφικού ορισμού της βούλησης, να φυλλορροεί. Οι λεηλασίες και οι καταστροφές, η φτώχεια και η εξαθλίωση εξακολουθούν να είναι η μοίρα της πλειονότητας των ανθρώπων. Μάλιστα, σήμερα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, γιατί και η έννοια του ηρωισμού έχει χάσει το αρχικό της νόημα, και η γλώσσα των πολιτικών συνίσταται σε φληναφήματα, και δυστυχώς η ανθρώπινη κοινότητα έχει απολέσει τη δύναμη του συνδετικού ιστού ανάμεσα στα μέλη της. Και όμως, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν παιδιά που δεν είναι σε θέση να ταΐσουν, συνεχίζουν να τα κουβαλούν στην πλάτη τους και να επιβιβάζονται σε μια βάρκα που τους οδηγεί στο άγνωστο, δεν παύουν να προσεύχονται μήπως γίνει κάποια θεομηνία, ενώ η αθλιότητα δεν τους εμποδίζει να αθωώνουν τους βασανιστές τους και να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο αύριο.

 

 

-«Φυλάξου, είπα στον εαυτό μου, φυλάξου. Τακίμια κι εμπιστοσύνες δεν χρειάζονται. Το συμφέρον το δικό σου δεν συναντιέται με το συμφέρον κανενός. Ο θάνατός σου η ζωή μου». Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα σχόλιο πάνω στον ετεροπροσδιορισμό της Ευρώπης;

Είναι σαφέστατο σχόλιο στον αυτοκαθορισμό του καθενός από εμάς. Στην άρση της ψευδεπίγραφης «αδελφότητας» των ανθρώπων. Είναι μια καταγραφή της υπαρξιακής μοναξιάς.

 

-Η λύση, η παρηγορία μπορεί να βρίσκεται στο παρελθόν;

Όχι. Τι το θετικό έχει ο παλιός κόσμος; Αλήθεια, θα θέλατε να είχατε γεννηθεί στις εποχές τις «άλλες», εκείνες τις ρομαντικές με τα κρινολίνα, όπου οι γυναίκες επινοούσαν πανουργίες για να παρασύρουν τους συζύγους τους στο κρεβάτι, όπου οι άνδρες πρόδιδαν τις αρχές τους για να αποσπάσουν αναγνώριση και πλούτο, στις εποχές όπου οι Νέρωνες, οι Ιουστινιανοί, οι Χίτλερ και οι Στάλιν έπνιγαν στο αίμα τους λαούς για μια τρέλα και μιαν ιδεοληψία;

 

-Και γιατί επιλέξατε –ακόμα κι ο Χριστός το έκανε,- να πείτε ό,τι είναι να πείτε με μια αλληγορία;

Ο Χριστός απευθυνόταν σε αναλφάβητους ανθρώπους, που αντιλαμβάνονταν τα πάντα με εικόνες. Δεν θέλω να αμαρτάνω με συγκρίσεις τέτοιου είδους, δεν θέλω να σφάλλω μετ’ επιγνώσεως. Η δική μου αφήγηση είναι αρχετυπικών διαστάσεων και αφ’ εαυτής υπαγόρευσε τη συγκεκριμένη φόρμα. Δεν επέλεξα συνειδητά την αλληγορία. Στην πορεία της συγγραφής αντιλήφθηκα και ο ίδιος ότι οι μορφές και τα σχήματα του βιβλίου μου λειτουργούν και αλληγορικά. Και αυτό, πρέπει να ομολογήσω, με ενθουσίασε.

 

-Η ιστορία σας φτάνει καλύτερα στον αναγνώστη ως «κατ’ εικόνα», δηλαδή αλληγορικά;  

Βλέπω αυτήν ακριβώς την εικόνα: τα αρχαία αγάλματα των τυράννων να ξυπνούν και να εποπτεύουν, από τα μπρούντζινα ύψη τους, τις απέλπιδες προσπάθειες των λαών να επιβιώσουν, ενώ οι ίδιοι εξαπολύουν ένα νέο, ζοφερότερο κυνήγι. Από αυτή την άποψη, ναι, είναι λειτουργική η αλληγορική διάσταση της νουβέλας μου. Να προσθέσω, βέβαια, ότι, αντιστοίχως προς την «κατ’ εικόνα» διάσταση, αυτό στο οποίο ευελπιστώ είναι να έχει πετύχει η «ομοίωση» προς τη ζωή του κάθε αναγνώστη του βιβλίου μου. Να βρει μέσα ψήγματα του εαυτού του.

 

-«Με τα κέρατα σε συστροφή, τον λαιμό κατάχαμα και τα μάτια ορθάνοιχτα, να γυαλίζει νεκρό κάτω από το φως της μέρας, λουσμένο στην αμόλυντη αθωότητα του νέου κόσμου που έρχεται» Εν τέλει, έρχεται; Αυτό έχει χρέος της η λογοτεχνία; Να μας πει πως έρχεται ένας νέος κόσμος;

Φυσικά. Τι άλλο; Αν ήταν να μας πει πως θα κληρονομούσαμε ες αεί τον παλαιό και πως θα έπρεπε να συμβιβαστούμε και να αρκεστούμε σε εκείνον, νομίζω πως θα αυτοκτονούσαμε ομαδικά. Αν οι πολιτικοί και οι πλανητάρχες, με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, είναι ανίκανοι να εγκαθιδρύσουν στο φαντασιακό των ανθρώπων μια νέα, ελπιδοφόρο συνθήκη ύπαρξης, δεν αποκλείεται ωστόσο αυτό να το κατορθώσουν οι λογοτέχνες, με τον δικό τους κόσμο της φαντασίας και με τη δική τους επικοινωνιακή γλώσσα.

 

 

Η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Ξένιου «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» θα πραγματοποιηθεί στις 22 Νοεμβρίου 2017, στις 19.30, στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», Ακαδημίας 32 & Λυκαβηττού. Ομιλητές: Γιώργος Βέης, ποιητής – κριτικός λογοτεχνίας, Γιώργος Ξενάριος, συγγραφέας, Αριστοτέλης Σαΐνης, κριτικός λογοτεχνίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top