Fractal

Δοκίμιο: “Και μετά το φως του ήλιου…”

Του Νίκου Τσούλια // *

 

Και μετά το φως του ήλιου, ο Κόσμος χάνεται

 

image

 

Η ζωή αλλοιώνεται. Οι μορφές και τα σχήματα γίνονται αχνά, μένουν τα περιγράμματα. Τα χρώματα εξαφανίζονται. Οι λεπτομέρειες υποχωρούν. Οι σκιές περισσεύουν. Οι κινήσεις μουδιάζουν, γίνονται ύποπτες. Η συνείδηση εξατμίζεται στο κρεβάτι του ύπνου. Ύπνος, αδελφός του θανάτου· στη μυθολογία και στην πραγματικότητα. Η ύπαρξή μας συναντά την ανυπαρξία…, δεν αντιλαμβανόμαστε την περίεργη συνάντηση. Υπάρχουμε μόνο ως προς τους άλλους. Οι φαντασιώσεις μας συμφύρονται με τον ασύνορο κόσμο των ονείρων μας, ονείρων δικών μας και μη δικών μας που μας επισκέπτονται απρόσκλητα. Υποσυνείδητο και ασυνείδητο χορεύουν στο κενό που αφήνει ο λήθαργος της συνείδησης. Και από κοντά η σιωπή…

 Η σιωπή του σούρουπου. Οι ήχοι της ημέρας, ο γλυκός θόρυβος των φωτονίων, η απαλή επιδρομή των ηλιαχτίδων φεύγουν διακριτικά, αποσύρονται στο άγνωστο. Η Νύχτα υπάρχει για την Ημέρα ή η Ημέρα για τη Νύχτα; Ερώτημα που βιώνεται από τότε που η ανθρώπινη σκέψη αναγνώρισε τον εαυτό της, ερώτημα που παραμένει πάντα τέτοιο. Κάποιοι το προσεγγίζουν ιδεολογικά ή κοσμοθεωρητικά και ησυχάζουν. Είναι διαλεκτική η σχέση τους, το καθένα υπάρχει (νοείται) μόνο για (και με) το άλλο, το αντίθετό του. Είναι η ίδια οντότητα. Ωστόσο η νοητική μας ματιά δεν ανατέμνει όλο το μέγεθος του προβλήματος, αφήνει απέξω την ψυχική αβεβαιότητά μας, την συναισθηματική απορία μας. Αγαπάμε το φως. Λατρέψαμε όλοι μαζί με τους «πρωτόγονους» λαούς τον Ήλιο. Λατρεύουμε την παρουσία μας όταν τα πάντα είναι ορατά, στη μορφή και στο ρόλο τους. Ο χρόνος και ο χώρος υπάρχουν μόνο όταν η συνείδησή μας είναι ανήσυχο υποκείμενο που διαρκώς αποτυπώνει τη Μορφή της στο είναι. Όταν εκδιώκεται από το «ασυνείδητο», ο χωροχρόνος είναι μια πραγματικότητα που δεν μας αφορά. Αλλά αν υπάρχουμε και όταν δεν υπάρχουμε (δεν υπάρχει η συνείδησή μας), ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο υπάρχει και το μη υπάρχειν;

image

Η απόσυρση της ημέρας στην αγροτική περίοδο της ζωής του ανθρώπου (παρελθόν για άλλους, παρελθόν, παρόν και μέλλον για άλλους) είναι ολόκληρη ιεροτελεστία. Η κινητικότητα αποστραγγίζεται προς τις περιοχές της ισορροπίας. Το θάμπος βουλιάζει μέσα στη Γη. Το φως ωχραίνει παραδίδοντας το πνεύμα του μέσα από όμορφα παιχνίδια με τα σύννεφα, με την επιφάνεια του εδάφους, με το δέρμα της Γης. Ο ορίζοντας τέμνει γη και ουρανό ως ύστερη θύμηση απόδοσης των μορφών και των σχημάτων πριν βυθιστεί και αυτός στην πρόσκαιρη ανυπαρξία. Όλα τα έμβια όντα κάνουν τις τελευταίες τους κινήσεις προς τους οικείους, προς τους θώκους, τις φωλιές και τις εστίες με σπουδή και σεμνότητα. Η ζωή συρρικνώνεται. Η ψύχρα ωθεί ρυθμούς και λειτουργίες στο ουδό τους, στο κατώφλι τους. Η νόηση υποχωρεί, ο συναισθηματισμός φουντώνει. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να ονειρεύονται, για να ξανα-ονειρευτούν …. Σκέψεις επί σκέψεων του ψυχισμού, σκιρτήματα μιας άλλης, γλυκιάς πνοής χορεύουν τρελά στους ήχους της σιωπής, ασύντακτες, τραβώντας προς τα σύνορα του λογικού ή και πέραν τούτων. Οι ίδιες οι σκέψεις της ημέρας μετασχηματίζονται και φαντάζουν αλλιώτικες, ξεχωριστές στο βάθος του σκότους. Οι σταθερές αισθησιακές αναφορές γίνονται μνήμη, ωθούνται στο χθες που δεν θέλει να απαγκιστρωθεί, στο παρελθόν που σέρνεται πίσω μας, σκιά μας σταθερή. Η αισθητική – μορφοποίηση του ευγενικού και του ωραίου – και η ανάγνωση του Κόσμου παλινδρομούν ανάμεσα στις αβεβαιότητες και στους έωλους ορθολογισμούς. «Η σκέψη εισβάλλει στο Σύμπαν» (Κ. Αξελός) την ίδια στιγμή ο συλλογισμός, ο στοχασμός, τα ερωτήματα ταρακουνούν για καλά τα νοητικά μας θεμέλια.

Ο έρωτας, οι πόθοι του και τα παιχνίδια του, οι παρορμήσεις και οι ψευδαισθήσεις του έρχονται να γεφυρώσουν τις στερεοτυπίες της μέρας με της νύχτας τις αστάθειες. Άλλωστε, «η κρίση του κορμιού αξίζει περισσότερο από την κρίση του πνεύματος» (Αλμπέρ Καμύ), αλλά στον έρωτα οι δυο κρίσεις γίνονται μια, επιχειρούν να δραπετεύσουν από κάθε ίχνος προπατορικού αμαρτήματος, από κάθε είδους δέσμευση και συμβατικότητα. Είναι μια κρίση που φιλοδοξεί να ψηλαφήσει τη μορφή της ελευθερίας, την έννοια του απόλυτου υποκειμένου, του μοναδικού υποκειμένου. Ο έρωτας: χώρος δημιουργίας και ισότητας για όλους τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις, χωρίς κοινωνικές κατασκευές. Γιατί στον έρωτα «όλοι προσπαθούν να μιμηθούν, να επαναλάβουν και να ξαναπλάσουν τη δική τους πραγματικότητα», να ξαναγεννηθούν πιο αυθεντικά αυτή τη φορά. Το να ξαναδημιουργηθείς σημαίνει πως ζεις δυο φορές. Η μια είναι «έξω από τον άνθρωπο», είναι η βιολογική κλίμακα που τον περιλαμβάνει. Η άλλη, ο έρωτας, η πιο δημιουργική είναι πιο δική του, αυτή που μας λείπει, αυτή που υπερβαίνει τη διάκριση συνείδησης και ασυνείδητου, υπάρχειν και μη υπάρχειν, ημέρας και νύχτας… Ο έρωτας γεννήθηκε πριν από τους θεούς, υπάρχει και μέσα στο σκοτάδι, διεισδύσει στη νύχτα, της ρίχνει το δικό του φως, είναι ζωή.

imageΗ δυνατότητα δημιουργίας της ζωής μας χλευάζει την καταστροφή και τη φθορά και το θάνατο. Το ίδιο ερώτημα είναι και πάλι μπροστά μας, πάντα μπροστά μας. Δεν το συζητάμε. Το κρύβουμε καλά μέσα μας, μέχρι που εκρήγνυται και μας αποδομεί θρυμματίζοντας κάθε υπαρξιακή μας στιγμή. Το ίδιο ερώτημα: «ημέρα ή νύχτα». Ο θάνατος υπάρχει για τη ζωή ή η ζωή για το θάνατο; Δεν μπορεί, κάποιο θα υποτάσσεται. Και πάλι η ιδεολογικο – διαλεκτική προσέγγιση, περί της έννοιας και της σύνθεσης των αντιθέτων, είναι εδώ, καταγράφει την παρουσία της, μόνο που εδώ το βάρος είναι δυσβάστακτο. Και καταφτάνουν θρησκείες και μεταφυσικές θεωρήσεις για να απαλύνουν την οδύνη του παράλογου. Ωστόσο, στη βίωση του ερωτήματος ο άνθρωπος είναι μόνος του, απελπιστικά μόνος, έρημος, ούτε ένα ταπεινό χορταράκι δε νιώθει δίπλα του. Η ασύνορη έρημος του χρόνου με τους ατέλειωτους αντικατοπτρισμούς. Η αναζητούμενη πραγματικότητα, όπου ουσία και φαινόμενα διεκδικούν με το ίδιο πάθος τα γεγονότα και την Ιστορία.

Μήπως η ημέρα και η νύχτα είναι φαινόμενες εκδοχές μιας και της αυτής ουσίας; μιας άγνωστης ουσίας; Γιατί και η νύχτα προεκτείνεται μέσα στην ημέρα με τις ξεχωριστές της φαντασιώσεις, με φαντασιακά και αλλόκοτα σχήματα και η ημέρα προεκτείνεται μέσα στη νύχτα με τους σχεδιασμούς και τους υπολογισμούς της. Μήπως και η ζωή και ο θάνατος είναι φαινόμενες εκδοχές μιας και της αυτής ουσίας; μιας άγνωστης ουσίας; Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε αυτή την ουσία; Γνωρίζουμε ότι ο θάνατος διεισδύει στη ζωή, όχι όμως και το αντίστροφο. Εκτός αν…, αν ο έρωτας φτερουγίσει. Μήπως εδώ πρέπει να στρέψουμε τα μάτια του πνεύματος, εκεί που πονάει το σώμα; «Πώς πεθαίνουμε; Ζούμε σε έναν κόσμο που φοβάται αυτή την ερώτηση και ως εκ τούτου την αποφεύγει. Άλλοι πολιτισμοί πριν από εμάς κοίταζαν το θάνατο κατά πρόσωπο. Έδιναν νόημα και πλούτο στην εκπλήρωση του πεπρωμένου» (Φ. Μιτεράν). Για ποιο πεπρωμένο όμως το βιολογικό μας ή το υπαρξιακό μας;

Αν «ο τελειωτικός και οριστικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ύπαρξης προηγείται κατά πολύ από τον ίδιο τον άνθρωπο» (Χάιντεγκερ), αν οι βεβαιότητες της ημέρας υπόκεινται στη δοκιμασία και στην κρίση της χαοτικής νύχτας, αν το φέγγος της ζωής σκιάζεται από την απειλή του ολέθρου, μήπως τότε όλα αυτά είναι παιχνίδια της συνείδησής μας; Μήπως είναι το τίμημα της έλλογης κατάστασής μας; Μήπως είναι απόρροια της μοναδικής μας δυνατότητας (σε σχέση με όλα τα άλλα όντα) να θέτουμε ερωτήματα στον εαυτό μας; Γιατί όλα τα μεγάλα διλήμματα που διατρέχουν το στοχασμό μας και τις ενδότερες σκέψεις όλων των ανθρώπων όπου γης και όπου χρόνου είναι είτε ο θαυμασμός και η απορία (Αριστοτέλης, Πλάτωνας) είτε η αμφιβολία (Ντεκάρτ) είτε κάποια μεταφυσική ανάγκη (Καντ) είτε το βίωμα(;) του θανάτου (Κίρκεγκωρ, Χάιντεγκερ). Μήπως είναι προβλήματα της σκέψης μας – αφού δεν απασχολούν καμιά άλλη ύπαρξη – και αυτό συνιστά την «παράλογη σιωπή του Σύμπαντος» (Καμύ); Μήπως είναι «προβλήματα της καταγωγής της σκέψης μας» (Κ. Αξελός); Εκτός αν ο έρωτας καταλαγιάσει το πνεύμα της ανησυχίας, την ψυχή της αμφιβολίας.

Οι αρχαίοι φιλόσοφοι πίστευαν πάντα πως η απλούστευση των συλλογισμών και η καίρια στόχευση στα θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπου συνεργούν στις κατάλληλες ερμηνείες. «Η ζωή και ο θάνατος είναι μια συνέχεια. Ο Διόνυσος είναι το άλλο πρόσωπο του Άδη… Ο θάνατος και η ζωή εναλλάσσονται όπως ο ύπνος και η αγρύπνια (Ηράκλειτος).

Η ρίζα των κακών σχέσεών μας με τα χρόνο έγκειται στο ότι δεν είμαστε συμφιλιωμένοι με το παρόν, δε ζούμε το παρόν, είναι διαρκώς συμπιεσμένο και συρρικνωμένο από τη μνήμη και το όνειρο, από το παρελθόν και το μέλλον, δε ζούμε το παρόν αγωνιώντας συνεχώς για ένα μέλλον, που όμως αν δε γίνει παρόν, δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ και δε θα υπάρξει ποτέ! Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το παιχνίδι ύπαρξης – ανυπαρξίας. Ίσως γιατί δεν ξέρουμε την ουσία ούτε της ύπαρξης ούτε της ανυπαρξίας. Ίσως γιατί δε βιώνουμε την ουσία της ανθρώπινης ιδιότητας. «Η μαθητεία του θανάτου συνίσταται από γνώση τραγική. Πρόκειται για την ακροτελεύτια συνειδητοποίηση που μπορεί να φθάσει η ανθρώπινη ύπαρξη, σα γυμνωθεί παντελώς. Καλύτερα να μην έφτανε σ’ αυτή τη γνώση. Καλύτερα να παρέμενε εντεύθεν, υπό τη διαβουκόληση των μύθων. Όμως δεν μπορεί να αποποιηθεί την αλήθεια, από τότε που τη δίδαξε ο θάνατος. Διότι πρόκειται για το τελευταίο όριο του ξυπνημού» (Χρ. Μαλεβίτσης).

Και μετά το φως του ήλιου, ο Κόσμος υπάρχει…

… ανεξάρτητα από το αν μας περιλαμβάνει ή όχι, ανεξάρτητα από το αν δεν ξαναξυπνήσουμε, ανεξάρτητα από την κραυγή της συνείδησής μας. Ο Κόσμος υπάρχει, γιατί υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που θα πορεύονται αιώνια με τον Κόσμο. Και με τους ανθρώπους θα είμαστε και εμείς – γιατί η πνοή του έρωτα απλώνεται στους ανθρώπους – και θα ταξιδεύουμε εσαεί μαζί τους, μαζί με όλους τους ανθρώπους…

 

 

 

* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top