Fractal

Βάστα Αθήνα!

Του Νίκου Τσούλια // *

 

 

Η Ακρόπολη των Αθηνών του 5ου αιώνα π.Χ. σε γκραβούρα

      Δεν είναι απλά και μόνο η οικονομική κρίση που βαραίνει τη διάθεσή μας και μαυρίζει την ψυχή μας. Είναι και η εικόνα που βιώνουμε. Η εικόνα της ερήμωσης και της παραίτησης, της απαισιοδοξίας και της εγκατάλειψης. Και δεν πρόκειται μόνο για αντανάκλαση της οικονομικής δυσπραγίας αλλά και για κακάσχημη παραμόρφωση του συνηθισμένου ειδώλου μας.

 

      Και είναι η Αθήνα ο ασφαλέστερος δείκτης για το πού πάνε τα πράγματα. Δεν το αναφέρω με καμιά διάθεση του αθηνοκεντρικού κράτους, που τόσο πολύ καταλογίζεται στην πρωτεύουσά μας γι’ όλες τις κακοδαιμονίες του συστήματος εξουσίας της χώρας από τον «περιφέρεια» και πιο πολύ από την όμορφη Θεσσαλονίκη. Όχι, η Αθήνα χρησιμοποιείται συμβολικά, όπως όταν αναφέρεται στην ειδησεογραφία για μια έκφραση της Ελλάδας και λέμε «η Αθήνα ισχυρίζεται…».

      Την Αθήνα την αγαπώ όσο και το χωριό μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς την Αθήνα. Και μόνο ο Ιερός Βράχος της Ακρόπολης την κάνει εκπληκτική και μοναδική. Δεν υπάρχει καμιά άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο όλο επί της οποίας να δεσπόζει τόσο όμορφα και τόσο ευγενικά ένα πανανθρώπινο σύμβολο όπως ο Παρθενώνας. Η Αθήνα με την ευρύτερη γεωγραφική της θεώρηση είναι μοναδική και στην ποικιλομορφία στο εσωτερικό της. Δεν έχει την ομογένεια και την ομοιομορφία των άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Άλλη είναι η εικόνα της Κηφισιάς και άλλη του Πειραιά, διαφορετική εκείνη των Αμπελοκήπων από την αντίστοιχη του Βοτανικού…

      Η Αθήνα είναι πληγωμένη εδώ και έξι χρόνια. Πρώτη αυτή απ’ όλη τη χώρα βίωσε την κρίση. Εδώ οι επιπτώσεις της πρωτόγνωρης λιτότητας είναι πολύ πιο δραματικές από ότι στην επαρχία, όπως και στην Κατοχή. Οι άστεγοι βρίσκονται σ’ όλους τους κεντρικούς της δρόμους. Παραπέμπουν σε εικόνες από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς και του Ουγκώ. Αντιστάθηκε ο λαός της. Οργίστηκε και θύμωσε. Κατασκήνωσε στο Σύνταγμα. Αλλά σύρθηκε και πίσω από τους δημαγωγούς και γεύθηκε με πιο οδυνηρό τρόπο τη φρίκη της εθνικής υποτέλειας. Περπατάς στην Πανεπιστημίου Σάββατο πρωί και αντιλαμβάνεσαι την ερημιά εκεί που ξεχείλιζαν οι βηματισμοί της πολυκοσμίας και τα φωτεινά πρόσωπα. Βαδίζεις στην Γ΄ Σεπτεμβρίου και βλέπεις τα καταστήματα το ένα πίσω από το άλλο θεόκλειστα σαν μην ήταν ποτέ ανθρώπων εστίες. Ανεβαίνεις τη Σόλωνος και κάνεις μαύρο μάτι για να συναντήσεις άνθρωπο… Παλιότερα συναντούσες γνωστούς και γνωστούς στους κεντρικούς δρόμους ενώ τώρα…

      Δεν μπορείς να δεις το είδωλο του εαυτού σου στις σκηνές που βιώνεις στην καθημερινή σου ζωή, γιατί είναι αυτές που φορτώνουν με βαρυσυννεφιά τον γκρίζο έτσι κι αλλιώς ουρανό της ψυχής μας. Δεν θέλεις να περνάς στα φανάρια στο κέντρο της Αθήνας χωρίς το δεκαετιών και δεκαετιών συστατικό στοιχείο του στριμώγματος. Δεν μπορείς να δεχτείς την απουσία κίνησης αυτοκινήτων τα Σαββατόβραδα. Σκέπτεσαι και το εννοείς. «Καλύτερα τα μποτιλιαρίσματα και ο εκνευρισμός παρά να περνάς από το Σύνταγμα και την Ομόνοια χωρίς να σταματάς πουθενά και η ερήμωση». Στη φύση θέλεις να περπατάς μόνος σου. Όμως στην πόλη θέλεις να βλέπεις κόσμο στο δρόμο. 

Δεν ξέρω πια να οδεύω μόνος μου στους δρόμους,
γιατί πια μόνος δεν μπορώ να οδεύω. (Pessoa)


Το περιστατικό που αναφέρω είναι αυθεντικό. Η σκηνή αφορά ένα ερημωμένο χωριό, από τα τόσα και τόσα που έχει η Ελλάδα λόγω της γνωστής φυγής προς το εξωτερικό παλιότερα και προς τις πόλεις αργότερα. Ένας παππούς πέρναγε κάθε τόσο πάνω – κάτω στο κεντρικό δρόμο του χωριού. Όχι, δεν το έκανε για την καρδιά του ή γιατί του το είχε πει γιατρός, γιατί στα χωράφια ήταν τις περισσότερες ώρες της ημέρας. «Για να φαίνεται ότι υπάρχουν άνθρωποι στο χωριό, για να μην φαίνεται έρημο», ήταν η απάντησή του…

      Ναι, είχε δίκιο! Δεν της αξίζει της Αθήνας μας η εικόνα τη ερήμωσης. Ναι, να είμαστε στους δρόμους της βγαίνοντας βόλτα, έστω και αν δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για έναν καφέ. «Τον τόπο τον νοστιμίζει ο άνθρωπος. Την ομορφιά του τόπου η παρουσία των ανθρώπων τη βγάζει». Ο ίδιος ο παππούς είχε πει τη σοφή κουβέντα παλιά στο καφενείο του χωριού και όταν επισκέφτηκα κάποτε τη Φλωρεντία Κυριακή που ήταν σχεδόν τα πάντα κλειστά, θυμήθηκα τον παππού. Ήταν σαν να μην είχα πάει στη Φλωρεντία!

      Να βγαίνουμε στους δρόμους. Να εκφράσουμε τη θέλησή μας για ζωή και ζωηράδα. Να μην κακομοιριάσουμε. Να μην πέσουμε σε συλλογική κατάθλιψη. Όταν η Αθήνα βλέπει ανθρώπους να κυκλοφορούν, τότε και μόνο τότε νιώθει την ύπαρξή της γιατί η κίνηση των ανθρώπων είναι το «αίμα» της. Όταν η Αθήνα νιώθει ότι οι άνθρωποί της την παρατηρούν και τη χαίρονται, ξέρει ότι το μέλλον αρχίζει να φωτίζει. Ο ουρανός θα αρχίσει να ροδίζει από την Αθήνα…

 

 

 

* Ο Νίκος Τσούλιας  είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top