Fractal

Διήγημα: “Η δράκος”

Του Νίκου Τακόλα // * 

 

 

drakos

 

 

Ποιος μπορεί να προβλέψει το μέλλον; Να διαβάσει το κρυμμένο μήνυμα στις μορφές των συννέφων, να βρει τη σωστή ερμηνεία των συμβόλων και των σημείων, να πετύχει την ανατροπή της γραμμικότητας του χρόνου και να ξεδοντιάσει τις ζωτικές αποκρύψεις; Πώς το άτιμο το φύλλο – τραπουλόχαρτο στραβό απ’ την αρχή, μπορούσε να γυρίσει για να τον προφυλάξει απ’ την υπόλοιπη νύχτα;

Ο Κώστας ήταν προληπτικός, σα χαρτοπαίκτης. Είχε καλές σπουδές, μα αυτό δεν έχει να κάνει με την τύχη. Ίσως οι σπουδές έδωσαν απλά κάτι παραπάνω στην αυτοκυριαρχία του. Όταν πίστευε ότι η τύχη ήταν θυμωμένη μαζί του αποσυρόταν αξιοπρεπώς. Επέστρεφε την άλλη μέρα έχοντας αλλάξει σακάκι για γούρι, στρίβοντας το διπήγουνο καλογερίστικο μούσι του αριστερά, άλλαζε ως και ματογυάλια που κουβαλούσε πάντα δυο ζευγάρια, ανάλογα με το παιγνίδι. Ταξίδευε συχνά, μα όχι κύρια για να δει τόπους αλλά για να παίξει με νέους αντίπαλους, σε κλεισμένα ραντεβού. Δεν ήταν τα λεφτά πολλά σ’ αυτές τις παρτίδες, ήταν η μαεστρία και τα κόλπα που τον μάγευαν. Στα παιγνίδια τους το κλέψιμο επιτρεπόταν, ενώ υπήρχαν αβάντες και πριμ για νέα κόλπα. Δούλευε στα δάση γεωτέχνης και παρατηρούσε ως και το πέταγμα των πουλιών, για να βγάλει πορίσματα για τα γυρίσματα της τύχης στο χαρτί, σαν οιωνοσκόπος.

Κι απόψε στραβά πήγαινε. Και το χειρότερο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. «Κωλόφυλλο», μουρμούριζε. Ούτε η πείρα ούτε το ένστικτο ούτε η όσφρησή του βοήθησαν. Σε 2-3 ώρες έχασε όλη τη συρμαγιά που θα ‘φερνε από τα βουνά, ένα εξάμηνο μακριά από το σπίτι του. Σηκώθηκε πριν μεγαλώσει κι άλλο η χασούρα. Ήθελε να φύγει από το ξενοδοχειάκι του, όπου ήταν και η πράσινη τσόχα, μα πού να πάει; Ύπνος δεν του κόλλαγε, ο τόπος δεν τον χωρούσε, έξω χιόνι παγωμένο. Ήταν περασμένες 2, μετά τα μεσάνυχτα. Η επαρχιακή πόλη κοιμόταν από τις 9. Το κεφάλι του στριφογύριζε. Βγήκε με τον αέρα να τον ραπίζει και βρέθηκε στο πάρκο. Άναψε δύσκολα τσιγάρο. Κι άλλα δυο, το ‘να απ’ τ΄ άλλο. Βημάτιζε βρίζοντας πάνω κάτω, νιώθοντας έρμαιο της κακοτυχιάς. Κι αφηρημένα έκανε ν΄ ανάψει καινούριο τσιγάρο. Πανικός. Τσιγάρα είχε πολλά, φωτιά όμως; Ο αναπτήρας πέταγε μόνο σπίθες. Αέριο τέλος. Τον κούνησε μανιασμένα. Τίποτα. Σβησμένος κρατήρας. Για πίσω στο ξενοδοχείο ούτε σκέψη. Τον περίμενε ο ανελέητος οικτιρμός και η χλεύη των νικητών. Θα περίμενε να ξημερώσει. Σκέφτηκε τις πιάτσες ταξί, πήγε κατά κει, μα δεν υπήρχε κανείς. Ξαναγύρισε στο πάρκο, όπου ο αέρας έκοβε λίγο, από τους πολλούς θάμνους και την περίφραξη. Πνιγόταν στην απελπισία.

Ξαφνικά, στα λίγα μέτρα πρόβαλε μια σκιά. Γυναίκα. Η ώρα κόντευε 4. Η σκιά πισωπάτησε μόλις τον είδε. Αυτός έκανε αυθόρμητα στο πλάι, για να της δώσει χώρο να περάσει. Η σκιά σα να αναθάρρησε, πήρε φόρα και τον προσπέρασε με ξαφνικό τρεχαλητό.

«Στάσου, κοπέλα μου, πού πας; Μη φοβάσαι. Θέλω μόνο να σε ρωτήσω….», της φώναξε. Η σκιά έτρεχε τώρα γρήγορα, κοντανασαίνοντας. Την ακολούθησε τρέχοντας και την έφτασε.

«Μην κάνεις σαν τρελή. Στάσου, σε παρακαλώ. Μια φωτιά θέλω όλη κι όλη. Για τσιγάρο».

Εκείνη σταμάτησε με τρόμο στα μάτια, ασθμαίνοντας ακόμα με δυσκολία.

«Να ….σου δώσω. Μα ..μην μου κάνεις.. κακό. Σε παρακαλώ. Στη δουλειά μου …πάω. Καθαρίστρια είμαι».

«Στο είπα. Δεν έχω κανένα σκοπό να σε πειράξω. Γιατί άλλωστε;»

Πήρε τα σπίρτα της, άναψε τσιγάρο με ηδυπάθεια. Ζήτησε να κρατήσει δυο τρία σπίρτα και ένα κομματάκι σπιρτόκουτου, για καβάντζα. Εκείνη συμφωνούσε σε όλα, τρέμοντας. Είχαν μετακινηθεί τώρα κουβεντιάζοντας κι έφτασαν στο χώρο δουλειάς της. Το αίμα της είχε παγώσει. Φοβόταν πως την επόμενη στιγμή θα της ορμούσε. Μετακινιόταν σα να τσουλάει σε πάγο. Κάθε βράδυ, από τότε που άρχισαν τα φονικά γυναικών στην πόλη, έτρεμε τούτη τη στιγμή. Οι περισσότερες ήταν πρωινές καθαρίστριες, 3 ως τώρα κι άλλες δυο πόρνες. Η ζωή της σκυθρώπιασε εδώ και καιρό, φοβόταν και τη σκιά της, πριν ξεκινήσει για τη δουλειά έπαιρνε ένα χαλαρωτικό χάπι για ενίσχυση. Ο Κώστας δεν γνώριζε τις ντόπιες κατάρες. Είχε ακούσει κάτι αόριστα, μα δεν τα πίστεψε. Στράφηκε προς το πάρκο και ξεμάκρυνε με αργές κινήσεις, αφού την ευχαρίστησε. Ξαφνικά άκουσε γοργά βήματα πίσω του. Ήταν πάλι εκείνη. Στο χέρι της γυάλιζε τώρα ένα πελώριο χασαπομάχαιρο μαγειρείου. Τον πλησίασε ξεφυσώντας με μανία, σα φίδι.

«Εσύ, είσαι. Σε κατάλαβα… Ο δράκος. Ο φονιάς. Είδα το σατανικό σου πρόσωπο στο σπίρτο και τώρα ξέρω. Μούσια διαόλου, μάτια παρανοϊκά, μέτωπο σκαμμένο χωράφι. Εσύ τις ξεκλήρισες όλες, γουρούνι. Τις στρίμωξες με γλυκοκουβέντες και ευγένειες τάχαμου. Και ύστερα τις ξεπάστρεψες. Τι σου έφταιγαν; Δε σου κάθονταν, ε; Και τις βίασες. ….Νεκρές ή ζωντανές…. Μούδειξε πρόσφατα η αστυνομία σκίτσα του δολοφόνου. Ίδιος είσαι. Τώρα θα δεις. …Σε βίασε ποτέ γυναίκα;…. Που να έχει και το πάνω χέρι;»

Τον έσπρωχνε πίσω πίσω, τον πήγε στο κτίριό της, όσο κι αν αυτός προσπαθούσε να τη λογικέψει. Ήταν σε υστερία και δεν άκουγε. Τον χτυπούσε με το μαχαίρι απειλητικά. Τον πέταξε σε ένα αποθηκάκι με άπλυτα σεντόνια και ρούχα και τον πρόσταξε άγρια.

«Σκασμός. Δεν έχω σκοπό να σ΄ ακούσω. Φτάνει. Ξέρω αυτά που πρέπει. Θέλω να νιώσω τι ένιωθες όταν τις βίαζες. Αν νομίζεις ότι είχες το δικαίωμα, τόχω και γω. Κατέβασέ τα». Τον έγδυσε, τον τάραξε στα προκαταρκτικά κι ύστερα ανέβηκε πάνω του, πάντα με το μαχαίρι. «Δε με νοιάζει αν σούρχεται ή όχι. Αν μπορείς ή όχι. Αν κλαις ή όχι. Ούτε εσύ τις ρώτησες τις νεκρές».

Ο Κώστας φευγάτος σε αλλόκοτες διαστάσεις με τα ξαφνικά ήθελε να φωνάξει αλλά δεν αντιδρούσε, ήθελε μα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Ήταν πράος και ισχυρός σαν χαρακτήρας και τα φερσίματα των ενοχλητικών πάντα τον

άφηναν αδιάφορο, εκεί που άλλοι θα ξεσπούσαν βίαια. Έτσι δεν έμαθε ποτέ του να αντιδρά. Παράδοξα το σώμα του έδειξε να συμμετέχει στο βιασμό του, σε κατάσταση εκτός ελέγχου. Η δύναμη της γυναίκας όσο η ώρα περνούσε έδειξε να πολλαπλασιάζεται, σα νάχε αθροιστεί μέσα της το πνεύμα των νεκρών γυναικών. Ο Κώστας ένοιωσε τον πιο ανεπιθύμητο οργασμό της ζωής του, αυτό που λένε αρνητική ηδονή, ενώ εκείνη τελειώνοντας ξέσπασε σε ανεξέλεγκτο ντελίριο για πολλή ώρα. Ύστερα έτρεξε έξαλλη προς το Αστυνομικό Τμήμα της Περιοχής.

«Αυτός, σας λέω. Αυτός ήταν. Αυτός. Ψηλός με γένια, αδύνατος με πλατύ μέτωπο και πρόσωπο κάπως παραμορφωμένο. Καραδοκούσε και μου ρίχτηκε στο πάρκο. Έτρεξα να κρυφτώ στο μαγειρείο του κτιρίου που δουλεύω. Με πρόλαβε. Με βίασε επανειλημμένα. Ήθελε να με πνίξει. Ήταν ανώμαλος και αδυσώπητος. Τρομερό. Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ. Αν δεν αντιδρούσα έτσι θα με σκότωνε σαν τις άλλες. Ευτυχώς βρήκα το μαχαίρι στο καμαράκι και το κουράγιο να αμυνθώ. Για μένα και για όλες τις άλλες, τις άτυχες. Δεν τόθελα και λυπάμαι, μα δε γινόταν αλλιώς».

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, βραβεία διηγήματος πανελλαδικά 2. 3 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο. Συνεργάστηκε με το Λογοτεχνικό Περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top