Fractal

Διήγημα: “Φόνος λόγω ναι ή λόγω όχι”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

f6

 

Είχαν τόσον καιρό να βρεθούν. Ο Φαέθων τον αγκάλιασε θερμά, σα γιος πατέρα, κι ας ήταν ξένοι στο αίμα. Ό,τι κατάφερε στη δουλειά του, ό,τι ήξερε αυτός του το δίδαξε. Αυτός τον υποδέχτηκε πιτσιρίκο στη δουλειά, τον εκπαίδευσε, του ‘μαθε να παθιάζεται με το τέλειο, να φοράει μεράκια, να καρυδώνει το άγνωστο. Πόνεσε πολύ όταν τον είδε τότε, θεριό ολόκληρο, να σφαδάζει καταγής με έμφραγμα. Και τώρα, κάνα χρόνο μετά, όρθιος, γελαστός, με φανερά σημάδια ανάκαμψης, παρά τα χρόνια του και την εγχείρηση. Ένα χρόνο δεν επικοινώνησε άμεσα μαζί του, φοβούμενος τις συγκινήσεις. Η ανάρρωση ήταν εντυπωσιακή.

«Θα πω καφέ, Δάσκαλε, να πω και μια σοκολάτα για σένα;»…

Αχνοί και ευωδιές απ’ τα ροφήματα γέμισαν το χώρο. Τράβηξαν την πρώτη ρουφηξιά, όπως παλιά, πριν το βάσανο. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν οι αφηγήσεις για το άγγιγμα του θανάτου, την αδόκητη απειλή της ευτυχίας του, τον γλιτωμό. Ύστερα ήρθαν και οι πιο μύχιες εκμυστηρεύσεις των αλλιώτικων μα ταιριαστών φίλων, που τα υφάδια του χρόνου και ποικίλων γεγονότων έδεσαν τις ζωές τους. Κάτι ήθελε ο Δάσκαλος να πει, που τον έτρωγε.

«Φαέθωνα, ζητάω χάρη. Κλείδωσε, σε παρακαλώ, την πόρτα». Την έκλεισε απορημένος. Ήταν ψύχραιμος. Δεν άρχιζε με το κακό στο νου του. «Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι…. Θέλω ένα τσιγάρο». Ο νεαρός κεραυνοβολήθηκε. Τον κοίταξε σαστισμένος, με αχνόπλεχτες ρυτίδες. «Δάσκαλε, είμαι πνευματικό γέννημά σου, το ξέρεις. Μα δεν μπορώ να το κάνω. Θα έχω τύψεις. Ο γιατρός λέει..».

«Ο γιατρός λέει τα δικά του, Φαέθο, μα δεν αντέχεται άλλο η κατάσταση. Σύνταξη βγήκα άθελα, έμεινα άεργος. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μένα. Χόμπυ δεν έχω, ήμουνα παιδί της ανάγκης, δεν έμαθα από γούστα, ό,τι ήξερα να κάνω ήταν η δουλειά μου, τα παιδιά μου μεγάλωσαν έφυγαν, οι ώρες δεν περνάνε και οι ηδονές είναι ανύπαρκτες. Στην έλλειψη ενός τσιγάρου συγκεντρώνονται όλα τα ζόρια μαζί, σκέψεις και εικόνες. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις».

Το «Φαέθος» ήταν ο δικός του νεολογισμός για να προφέρει το αρχαϊκό Φαέθων, στα πατρικά. Γιατί παιδί του τον ένιωθε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Έδειχναν το ζόρι του.

«Τσιγάρα έχω μαζί μου. Μα το ’θελα εδώ. Εδώ, που έζησα, που δημιούργησα 30 χρόνια ό,τι μπόρεσα. Θέλω να ‘ρχομαι μια δυο φορές τη βδομάδα, να κάνω ένα τσιγάρο και να δουλεύουμε μαζί καμιά ώρα, έτσι να μη νιώθω κενωμένος. Αλλιώς προαισθάνομαι πως θα πεθάνω πρώτα από πλήξη και ύστερα από στέρηση. Θα μαζεύεις τα δύσκολα και θα τα αδράχνουμε αντάμα. Αν τ’ αρνηθείς θα το ντουμανιάζω σεκλέτης στον καφενέ απέναντι».

Ο Φαέθων τον άκουγε φορτισμένος. Όλοι οι ιστοί του ύφαιναν άρνηση, aν και ήταν άρνηση αγάπης. «Για τον καφέ βρήκες λύση, ξέρω. Ντεκαφεϊνέ, κακάο ειδική σύσταση γιατρού. Πάρε κανένα ηλεκτρονικό μαραφέτι, για το τσιγάρο».

«Δε γίνεται τίποτα, δοκίμασα. Αγιάτρευτη σχέση, νοσταλγία».

Το μέτωπο του Φαέθωνα θρυμματίστηκε σε γραμμές. Η φοβερή ζυγαριά μπροστά του τραμπάλιζε, μια ζωή φοβερισμένη από δω, μια ζωή ανούσια κι άχρωμη από κει κι αυτός αυτόπτης μάρτυς, Όμμα Δίκης, ο ανοιχτομάτης βοηθός της θεάς του Δικαίου Justicia. Δεν ήξερε αν ο Δάσκαλός του τον παρακαλούσε κάτω από την τυραννία μιας μασκαρεμένης εξάρτησης του καπνού ή τη λειψή ζωή χωρίς τις χτισμένες συνήθειες. Ποιος ήταν αυτός που δικαιούταν να αποφασίσει; Έβλεπε στα μάτια του Δάσκαλου τη δίψα να ξαναζήσει ένα μέρος της χαμένης ρουτίνας του, της έγχρωμης ευτυχίας του σε ένα διάκενο περιορισμών. Η απόφαση αναβλήθηκε πρωτοδίκως, για «μιαν άλλη φορά».

Μα το τίμημα του ρίσκου ήταν κολοσσιαίο. Στο διαδίκτυο παρατήρησε για ώρα πνευμόνια τσιγαρισμένα από καπνό, μια βίαια εισβολή θερμής μπόχας στον κλειστό χώρο του πνεύμονα, με προφανή τη ζημιά. Η δυτική κοινωνία είχε περιστείλει με νόμους, διαφώτιση, αθλητισμό και υγιεινές συνήθειες το κάπνισμα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να κάνει κάτι και για τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Κι απ’ την άλλη πολιτισμοί ολόκληροι, το δόμημα της τέχνης, το καταφύγιο ποιητών και καλλιτεχνών και η σημειολογία μιας απλής ηδονής για εκατομμύρια ανθρώπους συμβίωσαν με τον καπνό αδραματοποίητα. Μα ήξερε το Δάσκαλό του. Ήταν πιο ενημερωμένος απ’ αυτόν στο θέμα. Τότε γιατί; Και μάλιστα τώρα με το θανάσιμο κίνδυνο; Αυτοκαταστροφική επιλογή; Το ζήτημα βρισκόταν στην ψυχή του.

Ο διάλογος μαζί του σκληρός. Η ικεσία διαολόπραμα. Λύγισε ο Φαέθων. «Άντε ένα, μια φορά – δυο την εβδομάδα. Το κρίμα στο λαιμό σου. Υπέρβαση καμία. Και προσπάθεια να το κόψεις κι αυτό».

Έτσι άρχισε η νέα εποχή. Για το Δάσκαλο κάθε φορά, ήταν μέρα γιορτής. Απαντοχή και εκτόνωση. Μια γουλιά εκλεκτό κακάο Barry Callembaut και ένα συννεφάκι ευτυχίας υπερίωνος μπλε καπνού. Η αλήθεια ήταν πως η ανάληψη των δυνάμεών του ήταν εντυπωσιακή. Τα πράγματα ισορρόπησαν σε νέο σημείο. Πήγε δυο χρόνια αυτή η κατάσταση. Δάσκαλος και μαθητής καθιέρωσαν μια καινούρια ρουτίνα, με το μαθητή να ρωτάει για ό,τι δύσκολο του συνέβαινε στη δουλειά και το Δάσκαλο να το λύνει στο άψε σβήσε. Φεύγοντας ο Δάσκαλος του χαμογέλαγε μακάρια. «Ευχαριστώ», έλεγε μόνο.

Μέχρι..

Ένα πρωί, μετά το συνηθισμένο ραντεβού στου Φαέθωνα με τσιγάρο, ο Δάσκαλος πήγε σπίτι αλλά κάποια στιγμή χλώμιασε και ίδρωσε. «Δεν αισθάνομαι καλά», δήλωσε και ξάπλωσε. Ο επισκέπτης γιατρός διαπίστωσε νέο μικρό έμφραγμα και επέβαλε εισαγωγή σε νοσοκομείο. Ο Φαέθων ένιωσε να τσουρουφλίζεται από τον ήλιο της ενοχής. Τελικά την άλλη μέρα ο Δάσκαλος πέθανε.

Ο Φαέθων δεν πήγε στην κηδεία. Έφυγε στα βουνά με το αυτοκίνητο. Σταμάτησε πολύ μακριά, σε ένα άγνωστο χωριό, μισή μέρα δρόμο. Διάλεξε ένα μικρό μαγαζάκι και θέση απόμερη, κοντά στη βρύση κάτω απ’ τον πλάτανο της πλατεΐτσας. Παράγγελνε κάθε λίγο καφέδες. Κάπνισε πακέτα τσιγάρα μονοκόμματα. Δε μίλησε σε κανένα. Δεν περίμενε για ρέστα φεύγοντας. Έκτοτε σαν καπνιστής ήταν μανιώδης…

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet,ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 5 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top