Fractal

Διήγημα: “Μπάρα, κατακορύφως”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

f11a

 

«Σάλτα πάνω, ρε σειρά», μου ‘κανε ο σταθμάρχης απηυδισμένος. «Γκομενοδουλειές μου μυρίζει κι άσε τα –η μάνα μου είναι άρρωστη- και τα τέτοια. Εδώ Έβρος είναι, ξέρουμε τι μηχανεύεστε εσείς οι φαντάροι για να την κοπανάτε,σε άλλες πόλεις ακόμα και μεαπλή έξοδο. Αλλά και μείς φορτηγό τραίνο είμαστε, απαγορεύεται να παίρνουμε επιβάτες για κάθε λόγο. Αν μας τσακώσουν καήκαμε. Αυτά σου εξηγώ δυο ώρες τώρα». Ύστερα μαλάκωσε, κοίταξε γύρω και μου ‘κανε το νόημα. Δεν χρειαζόμουνα τίποτα άλλο. Του ‘σφιξα τα χέρια, άρπαξα το γυλιό κι όρμηξα στη σκευοφόρο. «Ευχαριστώ και για τη μάνα μου και για τη Λίτσα», φώναξα.

«Άει, να χαθείς, λεχρίτη», τον άκουσα να φωνάζει, ενώ το τραίνο έπαιρνε σιγά-σιγά φόρα. Ήταν καλοί άνθρωποι, όλοι το ξέραμε. Έβαζαν φαντάρους στα φορτηγά τραίνα χωρίς εισιτήριο, πού να το βρουν εξ άλλου. Το βαγόνι τρύπιο σχεδόν από παντού, κάτω χάρτινο άχυρο συσκευασιών κι από καθαριότητα, Α! θέσης των φτωχών. Δεν ξέρω τότε αν ήμασταν πλούσιοι ή φτωχοί, περίπου όλοι ίδιοι μου φαίνονταν στην επαρχία με εξαιρέσεις 5-10 ζάπλουτους, που δεν θα ‘θελα να ‘μουνα στη θέση των παιδιών τους τότε, φλώρια βρίζαμε τους γιουςκαι μπουμπούδες τις κόρες. Οι λιγοστές επιθυμίες μας, πάντως, ικανοποιούνταν με διάφορους μαγικούς τρόπους και δεν ένιωθα συγκεκριμένη στέρηση.

Ξαπλωμένος στο πάτωμα και στα χορτοάχυρα είχα μια μακάρια αίσθηση αυτάρκειας, ψήγμα ξέφραγης ελευθερίας. Μέχρις ονείρου. Και κει που ο ύπνος έπαιζε με το όνειρο ακούω κάποιο τραγούδι σειρήνων, με γαλέρα μου το παλιό τραίνο. Ανασηκώθηκα παραξενεμένος. Είχαμε σταματήσει σε κάποιο χωριό, απρογραμμάτιστα, άγνωστο γιατί. Μια ομαδούλα από πέντε κορίτσια, που έκαναν απίστευτη φασαρία, επαναλάμβανε το διάλογό μου με τον σιδηροδρομικό της Αλεξανδρούπολης, με άλλους όρους αλλά το ίδιο αίτημα. Να τις πάρει το τραίνο, αν και φορτηγό. Αφού δεν υπήρχε άλλο μέσο ως το επόμενο πρωί, έπρεπε να τις πάρουν, έλεγαν, να φτάσουν σε κάποια πόλη έγκαιρα, που ήταν η δουλειά τους.

Πριν καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει,οι πέντε κοπέλες σκαρφάλωσαν τσιρίζοντας και γελώντας στη σκευοφόρο μου. Οι αντιστάσεις του τοπικού σταθμάρχη αποδείχτηκαν εύθρυπτες. «Φαντάρε, σου στέλνω 5 αρτίστες της ηλικίας σου», ήταν τα τελευταία του λόγια, πριν ξεμακρύνουμε. Όταν τις ρώτησα σε γλώσσα εποχής τι σόι αρτίστες είναι, απάντησαν χορεύτριες και ότι οι 5 κατάγονται από 4 συνολικά κράτη, ένα ανατολικό ένα δυτικό και δυο ασιατικά. Ήταν πολύ νέες. «Τι είδους χορεύτριες;», ρώτησα κι ανασηκώθηκα απ’ την ξάπλα μου χαμογελαστός. Η μια απ’ αυτές, κοίταξε γύρω εξεταστικά, στόχευσε μια κατακόρυφη μπάρα στο κέντρο του άδειου βαγονιού, πετάχτηκε προς τα κει σαν αιλουροειδές και με τη φόρα της και την τρομακτική ροπή που έδινε το ταλαντούμενο τραίνο, βρέθηκε να κάνει μια περιστροφή, πιασμένη στη μπάρα, με το σώμα της απόλυτα οριζοντιωμένο και σε ύψος 2 με 2,5 μέτρα, σαν τις κυκλικές αιώρες στα πανηγύρια. Παρ’ όλο που το είχα ξαναδεί σε ταινίες και σε καμπαρέ ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό. Ήμασταν ακόμα στην αρχή τέτοιων φαινομένων.

Οι άλλες άρχισαν να χειροκροτούν και να τσιρίζουν. Έβγαλαν από το σάκο τους ένα μεγάλο κασετόφωνο και έβαλαν μπιτ μουσική καμπαρέ. Πέταξαν τα ρούχα τους και έμειναν με μικροσκοπικά κορμάκια γυμναστικής ή εσώρουχα και άρχισαν να πετιούνται στη μπάρα με γέλια, κάνοντας διάφορα χορευτικά όλες μαζί. Ήταν ένα όμορφο θέαμα, άγριο και μαζί ερεθιστικό. Τα σώματά τους ήταν δροσερά, συμμετρικά και καλογυμνασμένα. Μία από τις πέντε δεν τις ακολούθησε. Με πλησίασε, φορούσε μια μακριά φούστακαι βγάζοντας το πουκάμισό της είδα ένα σφιχτό μπουστάκι.

«Νάρθω πάνω σου;», ρώτησε στο αυτί μου.

Τι να έλεγα; Κανονίσαμε τα της ασφάλειας και της έγνεψα να ‘ρθει. «Με λένε Κάτικα. Από τη Λευκορωσία», μου είπε. «Εσένα;». «Άλκη». «Άλκης», έσκουξε για να τ’ ακούσουν όλες.

Με έγδυσε, όσο της χρειαζόταν, ύστερα έβγαλε το επίμαχό της, κάθισε πάνω μου, τακτοποιήθηκε και άπλωσε σχολαστικά και διακριτικά τηνκλαρωτή της φούστα. Φαντάζομαι πόσο παράξενο θέαμα θα ‘μασταν σε κάτοψη. Δεν χρειαζόταν να κινηθεί, το τραίνο τα κατάφερνε μόνο του. Δεν με κοιτούσε, καθόταν αντίθετά μου, έτσι που έβλεπα την πλάτη της κι αυτή το θέαματης κεντρικής σκηνής. Μόνο κάπου, κάπου γύριζε στο πλευρό, με κοίταζε ηδονικά και διάνθιζε τον περίεργο χορό μας με εμπνεύσεις της στιγμής. Οι άλλες τσίριζαν, μας κοιτούσαν, με φώναζαν και κάθε μια έκανε το νούμερό της, σαν εγώ να ήμουνα κριτής, εκπρόσωπος του κόσμου αποδοχής τους.

«Τώρα θα κάνει το νούμερό της η Ιλενίλ», πάλι απ’ τη Λευκορωσία, ανέλαβε κάποια το ντελάλισμα. Η Ιλενίλ με καλούσε. «Άλκη, Άλκη κοίτα, κοίτα», σαν να ήμουνα ο μόνος που την ενδιέφερε εκεί. Πήρε φόρα, έκανε μια πλήρη περιστροφή – τροχό και βρέθηκε κρεμασμένη ανάποδα στην κορφή της μπάρας. Η Κάτικα χόρευε πάνω μου και με κοιτούσε, πώς θα εκφραστώ για το νούμερο που είδα. «Τώρα η Γκουλνάρα», από την κεντρική Ασία. Η πανέμορφη κοπέλα ετοιμάστηκε, άρχισε να με καλεί να την προσέξω και έτρεξε προς τη μπάρα. «Άλκη, Άλκη κοίτα». Άλλο ένα επιδέξιο άλμα, με φαντασία και χάρη. «Τώρα η Μπεατρίς», από τη Βρετανία. Με κοίταξε πονηρά, μούκλεισε το μάτι, κοίτα μου έκανε και επιτέθηκε στη μπάρα. Αυτή φαινόταν έμπειρη επαγγελματίας. Ύστερα η Μονεμίν, κάπου απ’ τον Ινδικό. Από άποψη εκτέλεσης ήταν όλα τέλεια, σαν επίδειξη καλογυμνασμένης ομάδας ενόργανης γυμναστικής. Και όλα αυτά προορίζονταν για σκοτεινά μπαρ, όπου η αδρεναλίνη για την ομορφιά των κοριτσιώνπληρωνόταν ακριβά, από κακάσχημους πολλές φορές κι ατσούμπαλους μερακλήδες, γλιστρώντας χρήμα ποιος ξέρει σε τι άνομες τσέπες του διεθνούς trafficking.

Η Κάτικα πάνω μου δεν με άφηνε να σκεφτώ και πολύ, κάθε τόσο αφήνιαζε, ενώ οι άλλες κραύγαζαν και χειροκροτούσαν με τα παιγνίδια τους. Στην ουσία μου αφηγούνταν τη ζωή τους και ό,τι άξιο ξέρουν. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει πια, όσο το αργό τραίνο του πόθου προσπερνούσε τις πρωτεύουσες της Θράκης. Οι κοπέλες, βλέποντας το σκοτάδι, αύξησαν την κινητικότητά τους, τώρα έπεφταν όλες μαζί σκούζοντας πάνω στην μπάρα, κάνοντας απίθανες ακροβασίες, προσπαθώντας νομίζω να τραβήξουν την προσοχή μου, ως εκπρόσωπου της ελλανοδίκου των αντρών, στους οποίους απευθυνόταν το κορμί τους, όχι σαν επαγγελματίες αλλά σαν ερωτικές παρτενέρ.

Και το δικό μου μυαλό αφήνιασε σκαρώνοντας ερωτικούς συνδυασμούς, με τη μία την άλλη ή περισσότερες, ύστερα τις ήθελα όλες μαζί και πάλι μία, μία, ερεθισμένες ξαναμμένες κι αφηνιασμένες, αφήνοντας κάθε ονείρωση και φαντασίωσή μου να εκπληρώνεται ιδιοτύπως, μέσω της σωματικής διερμηνείας της Κάτικα. Δε νομίζω ότι θεωρούσαν στην ουσία τη μπάρα φαλλικό σύμβολο, αν και όλα τα αρσενικά αυτό πιστεύουν στα καμπαρέ, αλλά μάλλον πρόκειται για επικοινωνιακό παιγνίδι συμβόλων των ατζέντηδων.

Δεν ήξερα ακόμα τότε το ρόλο της φαντασίωσης στο σεξ και στα ερωτικά, αυτής της πελώριας νυκτερινής μαγείας, που διευρύνει τις διαστάσεις τουατελούς και αγκαθερού μαςκόσμου, ξεναγώντας μας στα ονειρικά κάστρα των ενηλίκων.Πήρα όμως ένα δυνατό και όμορφο μάθημα ζωής, αξέχαστο για πάντα.

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 5 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top