Fractal

Διήγημα: “Αν είσαι χιόνι, λιώσε – Αν είσαι στοιχειό, πέτα”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

f4

 

 

H χρονιά εκείνη ήταν πιο παγωμένη κι απ’ τις άλλες. Το χιόνι σαβάνωσε την πόλη. Τα βράδια οι δρόμοι ερήμωναν με το σύθαμπο. Οι αρρώστιες στήνανε χορό και πολλοί γέροι ή άλλοι που δεν ήταν γεροί πήραν τον ανεπίστροφο. Τα παιδιά χαίρονταν στην αρχή, μα στη συνέχεια έχοντας πέσει γλιστρώντας και έχοντας χτυπήσει πολλές φορές τα ‘βαλαν με το γεροχιονιά, που τον έλεγαν φονιά.

Τον φαντάζονταν σαν ασπροντυμένο υπεραιωνόβιο, κρυμμένο σε κάθε γωνιά να παρακολουθεί παγωμένος από πάνω ως κάτω τα δρώμενα και μόλις ο αγέρας δυνάμωνε να σκορπάει καινούριες δέσμες χιονιού. Οι πιο ευφάνταστοι τον περιέγραφαν σαν διάφανη μορφή σώκλειστη στα χοντρά κρύσταλλα που έφταναν στο έδαφος κρεμασμένα απ’ τη στέγη, να κοιτάει περιχαρής τη δυστυχία που σκόρπισε, σκάζοντας στα γέλια. Ήταν ένας κακός χειμώνας, που όμοιό του δεν είχε. Mακρύς κι ατέλειωτος, σαν η πόλη να άλλαξε πια γεωγραφικό πλάτος, γλιστρώντας σταθερά προς το βορρά και τον πόλο.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Ο τόπος βρισκόταν στα βουνά κι ο κόσμος χαιρόταν τη μεγάλη ομορφιά της φύσης και το βίωμα του βουνού με τις αντανακλάσεις μιας αληθινότερης ύπαρξης, πέρα απ’ τις αυταπάτες του κόσμου. Ο χειμώνας από πάντα ήταν καλόδεκτος εδώ, με απαλό σπινθηριστό χιόνι, απ’ αυτό που κρύβει όνειρα και μυστικά στα λαμπυριστά κρυσταλλικά εξάκτινά του. Με χιονοπόλεμο, γλίστρες και τσουλήθρες, με χιονάνθρωπους και με παιδικό πανηγύρι, με χιονοπέδιλα και μποτάκια πάγου. Όταν οι δρόμοι καθαρίζονταν ήταν όλα μια χαρά, η επικράτεια της ζωής συνεχιζόταν, όσο μπόι και να έκανε το φτυαρισμένο χιόνι στις γωνιές και στ’ ανήλια.

Οι κάτοικοι όμως τώρα μελαγχόλησαν με τον τόσο βαρύ καιρό και είχαν όλοι κατσούφικες φάτσες. «Άλλο χιόνι άλλο πάγος, άλλο βουνό και άλλο πολικός», γκρίνιαζαν οι λιγοστοί μοναχικοί κυρίως, που κατέφταναν στα καφενεία. Οι μόνοι χαρούμενοι ήταν ο γεροχιονιάς, ο νεκροθάφτης κι ο φαρμακοποιός της πόλης, που έτριβε τα χέρια του για το ουράνιο παγωμένο δώρο. Θα ’χε αλλάξει την πραμάτεια του πέντε έξι φορές, σε λιγότερο από δυο βδομάδες. Κι όσο ο γιατρός της πόλης έτρεχε μέρα νύχτα στα σπίτια, έχοντας καταργήσει το ρεγάλο της βίζιτας για να βοηθήσει τον κοσμάκη, ο φιλάργυρος φαρμακοποιός φρόντιζε να αυξάνει κρυφά τις τιμές στα φάρμακα. Όλη νύχτα κρύβονταν με τη γυναίκα του στο φαρμακείο και κολλούσαν καινούριες ετικέτες στα κουτάκια. Ύστερα μεταμεσονύχτια έπαιρναν τα τσουβάλια με το χρήμα των εισπράξεων της μέρας και τα κουβαλούσαν στο σπίτι τους, οχυρό.

Μεγάλος πονοκέφαλος ήταν τα κέρματα. Στο πάτωμα του εργαστηρίου, στο πίσω μέρος του φαρμακείου υπήρχε κτισμένο το χρηματοκιβώτιο. Θα χρειάζονταν βίντσι την άνοιξη για να το σηκώσει. Μα για την ώρα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν τα τσουβάλια με τα χαρτονομίσματα στη φύλαξή τους. Πέραν από τους συνήθεις ύποπτους της πόλης, ήταν τώρα και οι λογής πρόσφυγες και μετανάστες, που ποιος γνώριζε τη σκούφια τους. Αυτή την κουβέντα είχαν οι δυο.

Κάθε που είχανε νυκτερινή μεταφορά, λοιπόν, ντύνονταν ο φαρμακοποιός και η κυρία του με άσπρες στολές, για να μην ξεχωρίζουν στο χιόνι. Τα τσουβάλια ήταν άσπρα κι αυτά. Κι αν κάποιος αψηφούσε το πικρό κρύο, θα έβλεπε ένα μακρύ ζώο, με τέσσερα πόδια να αργοσέρνεται απαρατήρητο στο λευκό χιόνι. Στο σπίτι τους υπήρχαν πάμπολλες κώχες να εξαφανίζουν το χρήμα τους. Σε πατάρια, υπόγεια, τοίχους, ακόμα και μέσα σε ψεύτικα τζάκια που δεν άναβαν ποτέ. Είχαν μυστικά ονόματα για τις κώχες. Εκείνες με τα πολλά λεφτά, τα λιγότερα και κείνη για τους κλέφτες, που θα τους την φανέρωναν αμέσως αν τυχόν συνέβαινε τίποτα ανεπάντεχο..

Ο Σαράντης έπινε. Ό,τι αλκοόλ έβγαινε από την πατρώα γη. Κρασί, μηλίτες, ρακές από φρούτα. Όλα. Ήξερε να τα βρει. Και αποθήκευε στο σπίτι του. Ο χειμώνας δεν τον πτοούσε. Είχε κι αυτός τα κρυμμένα του. Είχε κι αυτός ονόματα για τις σοδειές, τις χρονιές και τις ποικιλίες. Η δουλειά του ήταν τα φυτοχώματα. Έβρισκε μαλακά χώματα, από χωνεμένη ύλη δέντρων στο βουνό, από κλαράκια και φύλλα, τα ανακάτωνε με ό,τι άλλο δεντρικό υπόλειμμα έβρισκε, έβαζε και λίγη τύρφη, οι κακές γλώσσες έλεγαν πως έτσι ονόμαζε το πριονίδι και το πουλούσε για τις γλάστρες, Τελευταία, μιας και παροικούσε το δημοτικό οινοποιείο, για να κονομάει φτηνά ποτά, κυρίως τσίπουρο δηλαδή, επέκτεινε τις εργασίες του με τσιπουροχώματα. Χώματα αλεσμένα με τα υπολείμματα αμπελόκλαδων, που απέμεναν από τα καζάνια και τους βραστήρες του τσίπουρου. Έτσι και αυτός εξασφάλιζε τα πιοτά του και αυτοί απαλλάσσονταν από ένα ρυπαρό και δύσοσμο υποπροϊόν. Μα στο μεθύσι του απάνω μπέρδεψε τα αμπελόκλαδα με κλαδέματα συκιάς που πέταξαν κάποιοι εργάτες, κλαδεύοντας το διπλανό του οικόπεδο. Ο Σαράντης τα ανακάτωσε όλα μαζί. Αποτέλεσμα ήταν ο φαρμακοποιός που αγόρασε εκείνα τα φυτοχώματα να πάθει μεγάλο κάζο, αφού το συκόχωμα που του πούλησε ο Σαράντης, έσπειρε στο κτήμα του παντού συκιές αντί για λουλούδια και αγιοκλήματα που ο ίδιος περίμενε. Η συκιά αποδείχτηκε επεκτατική και ισχυρή. Τώρα ο φαρμακοποιός ζητούσε πολλαπλή αποζημίωση από τον Σαράντη και του ‘στειλε και το χωροφύλακα.

Ο Σαράντης αυτά φοβόταν, όχι μην τον βάλει κάτω ο χειμώνας και τον σκεπάσει με το χιόνι. Με τα σωθικά πυρωμένα από ρακί, τις κρύες νύχτες άνοιγε την πόρτα έκανε τη βόλτα του στον πολικό, κατουρούσε όπου ήθελε, πλησιάζοντας και το φαρμακείο και ύστερα γύριζε και απολάμβανε τα μεθυσμένα όνειρά του. Κι έτσι εντόπισε το μυστικό μακρύ θεριό που ξεκινούσε από το φαρμακείο, με τη χοντρή κοιλιά να σέρνεται κάτω και τα τέσσερα πόδια, δυο μπρος, δυο πίσω. Το παρακολούθησε κρυφά, όλος απορία. Αναρωτιόταν αν βλέπει όνειρο λευκού κρίνου ή οπτασία του οίνου. Ήθελε να ξηγηθεί με τον φαρμακοποιό, που του ‘στειλε το νόμο για ψύλλου πήδημα. Ε, δεν έγινε τίποτα σοβαρό. Θα πήγαινε στο κτήμα του και θα τις ξερίζωνε όλες τις συκιές. Αλλά μόνο αν αυτός επέστρεφε πίσω τα κλεμμένα απ’ τα φάρμακα, αφού οι τιμές άλλαζαν κάθε μέρα, κάθε χειμώνα και όλοι πια το είχαν καταλάβει.

Το μοιραίο βράδυ είχε πολλά αγώγια χαρτονομισμάτων για τον φαρμακοποιό, από το υστέρημα των φτωχών χωριανών. Ο Σαράντης δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν χώνευε όμως το φαρμακοποιό. «Ποιος του ‘δωσε όλα τούτα τα λεφτά στα χέρια; Εμείς», αναρωτιόταν φωναχτά. Απόψε δεν κατάλαβε όλη την αλήθεια. Έκρινε όμως, ότι το λευκό μακρύ ον δουλεύει γι’ αυτόν, επειδή ξεκινούσε από το φαρμακείο του. Κι αυτό δεν του άρεσε.

«Δεν ….ξέρω τι διάολο …σατανικό πράγμα ….είσαι συ», μουρμούρισε. «Μα αν είσαι από χιόνι δεν καίγεσαι. Θα σ’ εξετάσω». Περίμενε λοιπόν, το επόμενο αγώγι. Το λευκοντυμένο αντρόγυνο τσουλούσε το βαρύ μακρύ σακί πάνω στο χιόνι, σε μια επίσης λευκή λινάτσα, γυαλιστερή από κάτω, που την έπιαναν από τις τέσσερις άκρες. Η γυναίκα μάλιστα είχε δεθεί με ένα σχοινί από το τσουβάλι, για να το σέρνει. Άχνα μιλιά. Την ώρα που σταμάτησαν τελευταία στάση πριν τη σκάλα, να ξαποστάσουν στο σκοτάδι, ο Σαράντης τους πέταξε τη μπουκάλα με το αλκοόλ που έπινε. Κι ύστερα κι ένα τσιγάρο. Η μπουκάλα έσπασε, το αλκοόλ περιέλουσε το παράξενο τέρας και το τσιγάρο το πυρπόλησε. «Αν είσαι χιόνι λιώσε», έσκουξε. «Αν είσαι στοιχειό, πέτα». Κι έφυγε μουγκρίζοντας και τρέχοντας έντρομος, με ολόρθο μαλλί. Τα χαρτονομίσματα άρπαξαν αμέσως φωτιά, που ξεσκοτείνιασε τη νύχτα. Όσο για να φέξει τη σκηνή του τρόμου. Η γυναίκα δεν μπόρεσε να λυθεί. Ο άντρας σημαδεύτηκε για πάντα στο πρόσωπο, μόνο.

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet,ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 5 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top