Fractal

Διήγημα: “Το πρωτοχρονιάτικο ξωτικό του Μαδενιού”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

ελφ

 

Ο Αρτέμης ένιωθε την καρδιά του να χοροπηδάει σα ταμπούρλο, μέρες τώρα, πλησιάζοντας οι γιορτές, οι ενιαυσίως ακροτελεύτιες. Και δεν ήταν μόνο από τον άτυχο έρωτα της όμορφης Ξανθής, που τον απαρνιόταν συνεχώς. Οι βροχές έκαναν τον τόπο βαρκό, δεν ήσουν σίγουρος σε πόσο νερό θα ποντιστεί το πόδι σου, σε κάθε βήμα. Όμως δασοφύλακας ήταν, ήξερε από νερομάνια. Παρ’ όλα αυτά, το δεξί του πόδι πονούσε ακόμα, από ένα άσχημο βραδινό σκόνταμμα, λίγες μέρες πριν. Κατηφόριζε με τροχαδάκι μια πλαγιά, που την ήξερε όλη του τη ζωή, πλατσουρίζοντας επιδέξια στο παγωμένο νερό. Και ναι μεν δε βράχηκε, ωστόσο τα πόδια του ήταν ξυλιασμένα. Ούτε οι ψηλές μπότες του, με τη γούνινη φόδρα, κατάφερναν να ανακόψουν το κρύο. Και να φανταστείς δεν είχε χιονίσει ακόμα, παρά την παγωνιά και τους πολικούς αγέρηδες. Άξαφνα σκόνταψε σε κάτι, που πρόβαλε απ’ τη γη. Και δεν ήταν εκεί άλλη φορά. Ήξερε τον τόπο, σαν την παλάμη του. Κάτι σκληρό, σα μισοπεθαμένη πέτρα. Μπορούσε νάχει μεταφερθεί σε κείνο το σημείο μόνο με τεράστιο μηχάνημα. Μα αν ήταν έτσι, θα τόξερε πρώτος. Βλαστήμησε απ’ τον πόνο της πρόσκρουσης.

«Πώς διάολο βρέθηκες εσύ εδώ;», μουρμούρισε.

Έσκυψε και ψαχούλεψε, βγάζοντας τα γάντια. Στο μισοσκόταδο αισθάνθηκε κάτι πρωτόγνωρα κρύο, παγωμένο και λείο, σαν τον αλουνίτη της στύψης, που χρησιμοποιούσαν οι κουρείς, για να σταματούν το αίμα στις κοψιές.

«Τί είναι αυτό;», ξεφώνισε. «Πότε τόφεραν εδώ; Ποιος; Γιατί;»

Το λιθάρι πρόβαλε καμιά τριανταριά πόντους από το έδαφος και ήταν τετράγωνο, πλατύ κάνα μέτρο περίπου η πλευρά του. Το ξαναψαχούλεψε, μα δεν έβγαινε λογικό συμπέρασμα. Τον έπιασε ο φόβος του ανεξήγητου και άρχισε να τρέχει προς το χωριό. Φοβήθηκε μη τον παρεξηγήσουν και δεν είπε τίποτα σε κανένα.

«Αύριο πρωί», μονολόγησε. «Θα σε ξεκαθαρίσω, ό,τι κι αν είσαι».

Τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Ήξερε τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή. Και εδώ συνάντησε κάτι, που τριάντα κοντά χρόνια, δεν το ήξερε. Σαν ξημέρωσε ετοίμασε την αποστολή του. Λοστάρια, κασμά, φτυάρι, σχοινί και βαριοπούλα, τάβαλε στο τζιπάκι του και ξεκίνησε. Πλησίασε με επιφύλαξη. Τα ψηλά χόρτα δεν τον άφηναν να δει από μακριά. Μα όταν έφτασε κοντά, παραμέρισε τα χόρτα και έμεινε άφωνος. Μια πέτρα τεράστια, τριπλάσια σε μέγεθος απ’ αυτή που σκόνταψε το προηγούμενο βράδυ, φύτρωσε από το έδαφος. Πώς είχε μεγαλώσει; Ξεχώριζε από το κάθε τί, γύρω της.

Πρώτα πρώτα ήταν κατάψυκτη σε θερμοκρασία. Ύστερα το υλικό της ήταν πρωτόγνωρο. Έμοιαζε με μαύρο γρανίτη αλλά είχε μέσα του εγκυστωμένα, πολλά λευκά πετράδια. Ήταν σαν το υλικό, που αποτελούνται κάποιες πολύ σπάνιες, πολύτιμες πέτρες. Μ’ όλο το φόβο του, δοκίμασε να τη χτυπήσει με τη βαριοπούλα. Σπίθες πετάχτηκαν και η περίεργη πέτρα παρέμεινε ανέπαφη. Τη χτύπησε με λύσσα ξανά και ξανά. Ένοιωθε να παραλύει. Τα μάτια του σίγουρα τον πρόδιδαν, αφού είδε το χάλυβα της βαριοπούλας δαγκωμένο και την πέτρα άθικτη.

«Κάτι περίεργο, συμβαίνει εδώ», συμπέρανε. «Ίσως βρήκα το πιο σκληρό πέτρωμα πάνω στη γη, αφού λυγάει και ατσάλια. Ή άρχισα να το χάνω».

Έφυγε τρέχοντας πάλι, με το φόβο του άγνωστου να τον καταδιώκει. Το λιθάρι έγινε ένοικος του μυαλού του, χωρίς ανάπαυλα.

«Θα σε νικήσω», αποφάσισε. «Μα χρειάζομαι κάποια απόσταση, για να σκεφτώ. Πρέπει να το αποδιώξω αυτό από τη σκέψη μου, πριν τρελαθώ. Ύστερα πρέπει να βρω κάποιον να τα πω, να με νοιώσει και να τον εμπιστευτώ, αλλιώς θα με κοροϊδέψει». Για μια – δυο μέρες, δεν έκανε τίποτα. Ύστερα μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. «Ναι, αυτό είναι. Η Ξανθή. Αυτή είναι ο καλός μου άνθρωπος κι ας μην με θέλει. Θα της προτείνω συνάντηση, με το νέο θέμα. Αν με δεχτεί καλά, θα της τα πω όλα».

Ζήτησε αντάμωμα με την κοπέλα, μέσω εξαδέλφης του. «Έχει νέα συνταρακτικά», της διεμήνυσε. «Πολύ μεγάλα πράγματα». «Να βρεθούμε αλλά για λίγο και δημοσίως», αντιδιεμήνυσε εκείνη. Πράγματι η συνάντηση έγινε δημοσίως, με το τσαλίμι του «τυχαίου ανταμώματος». «Να είσαι σύντομος», του είπε κοφτά, με κοριτσίστικη αυστηρότητα στο βλέμμα και λίγο σκαμπρόζικα. «Κόσμος βλέπει και ακούει. Όσο για τα συναισθήματά μου, δεν θα επαναλάβω. Το ξεκαθάρισα. Μη ματαιοπονείς».

Ο Αρτέμης έμεινε άφωνος. Έλπιζε ότι κάτι θάβρισκε έξυπνο, κάτι ενδιαφέρον να τη συγκινήσει, κάτι πέρα από την πέτρα, μια μαγική ράβδο της ψυχής. Μα άδικα. Ένας μόνο δρόμος τούμενε. Η ύπαρξη της πέτρας.

 

«Το Μαδενιό μας έχει πλέον το σκιάχτρο του», της δήλωσε μυστήρια, με την βαθύτερη ευχή να την ταρακουνήσει. Η κοπέλα τον κοίταξε απορώντας. «Τί θέλεις να πεις;». «Το χωριό, το Μαδενιό μας.. έχει …το ξωτικό του. Μόνον εγώ ξέρω, πού είναι». Η κοπέλα τον κοιτούσε με καχυποψία, διερωτώμενη αν αυτό είναι νέο είδος ανόητου κόρτε. Ύστερα τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω και τούπε αποφασιστικά. «Πάμε να μου το δείξεις, τότε». Και τον άρπαξε απ’ το χέρι, χωρίς καμία συστολή.

Ο Αρτέμης ξαφνιάστηκε. Σα να μην ήταν η ντροπαλή κοπέλα που ήξερε. Ούτε προφυλάξεις ούτε προσχήματα. Δεν γνώριζε, βέβαια, ότι η Ξανθή, πέρα από την έμφυτη γυναικεία περιέργεια της, ήταν μια ταγμένη κυνηγός μύθων και περίεργων ιστοριών. «Είδες, σάμπως την ξέρω καλά;», παραδέχτηκε μέσα του, γλυκά πυρωμένος από το ανεπάντεχο κοινό τους σημείο. Τώρα η καρδιά του χτυπούσε διπλά. Για την παρουσία της Ξανθής στο πλευρό του και για το φόβο μήπως το ευεργετικό ξωτικό είχε εξαφανιστεί, τόσο περίεργα όσο ήρθε. Έβρεχε πάλι όλη νύχτα, την προηγούμενη.

Φτάνοντας εκεί, πήραν την ανηφοριά και πλησιάζοντας έμειναν εμβρόντητοι. Όχι μόνον η αλλόκοτη πέτρα δεν έφυγε αλλά η βροχή είχε ξεκουφώσει χώματα γύρω της και τώρα φαινόταν ολοκάθαρα ένα τεράστιο κεφάλι, κάποιου μυθικού τέρατος. Καίτοι άμορφο έμοιαζε κάτι πολύ γνωστό, όχι σε σχήμα αλλά σαν έννοια. Ένα απροσδιόριστο σύμβολο. «Σφίγγα», έσκουξε η Ξανθή, με ορθωμένα της όλα τα μαλλιά. Τρέμοντας πλησίασε, άγγιξε το πέτρωμα, ένοιωσε την ψύχρα του, το περιεργάστηκε και ύστερα γύρισε στον παγωμένο και άφωνο Αρτέμη. «Tρομερό. Δεν μοιάζει ούτε με τη σφίγγα του Καΐρου ούτε με τη Βοιωτική του Οιδίποδα. Μα ούτε και με τις πιο άγνωστες της Νάξου, της Χίου, της Ρόδου, της Σαμοθράκης. Μοιάζει στη μορφή κάπως, διαφέρει όμως στο υλικό. Κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει εδώ. Δεν μπορούμε να το κρύβουμε. Πρέπει να έρθουν ειδικοί». Είχε γίνει ζεστή, κοντινή, αδιόρατα ακόμα ερωτική, δικός του άνθρωπος. Τον πήρε από το χέρι ξεθαρρεμένα και γύρισαν στο αυτοκίνητο, κοιτώντας συνεχώς πίσω τους. Εκείνος παρά τις ακροφοβιές, ένοιωθε την καρδιά του να ησυχάζει. Το θέμα της Σφίγγας έπαιρνε τον δρόμο του κι αυτός κέρδισε την παρουσία της, αφού η αδιαφορία της Ξανθής γι’ αυτόν αντιστρεφόταν ραγδαία. Ευλογημένο μαγικό ξωτικό. Σφίγγα του έρωτα.

Χρονιάρες μέρες, ακολούθησε σάλος. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά, μα οι αρμόδιοι έλειπαν για τις γιορτές. Κι όσους βρήκαν δεν τους πίστεψαν. «Κόλπο είναι, για να μάσει τουρισμό το ξεχασμένο χωριό τους», έλεγαν όλοι. Οι δεισιδαίμονες απέδιδαν την έλευση του ξωτικού στην κακοδιοίκηση του Κοινοτικού Συμβουλίου, την έκλυση ηθών της νεολαίας και τα ανάλογα. «Είναι το ύστερο των καλικαντζάρων», σοφίστηκε κάποιος. «Από τις τέσσερεις κολώνες της γης, καμιά φορά φτάνουν να πριονίσουν τις τρεις, μα ποτέ την τέταρτη. Κι από το άχτι τους μας άφησαν ένα άγαλμα – αίνιγμα, πίσω». Ο παπάς πήγε με συνοδεία και έκανε ευχέλαιο. Γενική αναστάτωση. Στις φωτογραφίες το αντικείμενο δεν αποτυπωνόταν, δραπέτευε από το εξουσιαστικό δίχτυ του ρεαλισμού, και έτσι μόνο το ζωγράφισαν. Δεν πειθαρχούσε στις τεχνολογίες.

Τελικά ένας ειδικός προσήλθε κι αυτός συγγενής χωριανών. «Απίστευτο», αποφάνθηκε. «Δεν είμαι σχετικός με πετρώματα αλλά τούτο δω δεν ανήκει σ’ αυτόν τον τόπο. Προφανώς πρόκειται για άγαλμα Σφίγγας, σε κάποιο αρχαίο ναό. Ξέρετε κάθε θρησκεία, έκτιζε ναούς πάνω στους προηγούμενους, για να τους εξαφανίσει στα σίγουρα. Και για νικητήριο συμβολισμό. Θρυλούμενες Αρτεμικές δυνάμεις, παγανιστικές πεντάλφες, αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και νεοελληνικά μοναστήρια, μπορεί να συναντηθούν στον ίδιο τόπο. Εδώ είχε απομεινάρια αρχαιοτήτων. Προφανώς οι βροχές βοηθούν στην αποκάλυψη του αγάλματος, μα δεν μπορώ να προσδιορίσω ιστορική προέλευση και ηλικία. Ίσως να έχει σχέση και με τον ομώνυμο με τις δυνάμεις αστεροειδή της Αρτέμιδας. Εικάζεται ότι ασκεί παράξενες έλξεις σε κάποια γήινα πράγματα». Το άγαλμα έστεκε πλέον ολοκάθαρο, τρία μέτρα ύψος και τέσσερα πέντε μήκος. Κατάμαυρο του αχάτη, με τα άσπρα σπιθούρια εντός του, που όταν έπεφτε φως φαίνονταν σα να κινούνταν.

Η δεισιδαιμονία κατέκτησε το χωριό, με κάθε μεγαλείο. Ακόμα και οι πιο ρεαλιστές και ψύχραιμοι κατέφυγαν στα υπερφυσικά. Μερικοί εγκατέλειψαν το χωριό, τάχα μου να δουν συγγενείς τους σε κοντινά χωριά. Και άλλοι περίεργοι συνέρρευσαν, για τη συνάντηση με τον εξώ κοσμο. Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο πρόεδρος παρακινούμενος από τον παπά του χωριού, κάλεσε μηχανήματα να σύρουν το άγαλμα μακριά. Στα πέρατα της χάσης. Μα ποιος το ήθελε; Δε ρώτησαν, όμως και το άγαλμα! Παρά την ελκτική δύναμη των μηχανών, τα χοντρά σχοινιά και τις αλυσίδες, δεν κουνήθηκε ρούπι. Ούτε χιλιοστό, δηλαδή. Έσπασαν και οι ανθεκτικότερες αλυσίδες. Η τρομερή υπόνοια, χώρεσε στα φωτεινότερα μυαλά. Το μυστήριο αντικείμενο – κατασκεύασμα, ίσως ήταν απλά απείρου βάρους, όπως κάποια διαστημικά μέταλλα, που ένα μεταλλικό κυβάκι τους μπορεί να ζυγίζει όσο η Γη. Ξέχωσαν όλα τα χώματα, πέτρες και ρίζες γύρω του και το ξωτικό αναφάνηκε σ’ όλο του το φοβερό μεγαλείο. Δεν υπήρχε «πρόσωπο» ή έκφραση κι αυτό ήταν που φόβιζε τους περισσότερους. Για τη λογική ακόμα κι ο φόβος, πρέπει να έχει πρόσωπο, έστω τρομακτικό και όνομα. Ετούτο παρέμενε κατασκεύασμα συμβολικά φοβικό. Καίτοι δεν ήταν λειασμένο και πλασμένο από παντού, ήταν σαφές προϊόν κάποιου έλλογου πολιτισμού. Οι καμπύλες του ήταν γεωμετρικές γραμμές, ακόμα και οι πιο τυχαίες. Και οι πιο αυθαίρετες καμπύλες του, για εξασκημένους μπορούσαν να αντιστοιχηθούν σε μαθηματικές φόρμουλες.

Το άγαλμα έστεκε θρασύ, αγέρωχο, κράχτης κάποιας άγνωστης υπεροχής. Τα Χριστούγεννα, πρώτη φορά, είχαν δηλητηριαστεί από το ειδωλολατρικό ξόανο, που ενέπαιζε τη θρησκευτική τάξη. Οι μέρες περνούσαν και το γεγονός ισοπέδωνε τις γιορτές μία, μία. Κάτι έπρεπε να γίνει. Να καταστραφεί ή τουλάχιστον να κρυφτεί. Μα πώς; Οι αρμόδιοι άφαντοι. Κανένας δεν έμοιαζε ικανός να αντιμετωπίσει την απειλή. Και η Πρωτοχρονιά πλησίαζε. Τη μια μέρα το μπάζωναν με χώματα, μα την άλλη η σύμμαχος του εχθρού βροχή, παράσερνε τα πάντα και το ξαναποκάλυπτε μεγαλύτερο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξημερώνοντας η προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, το άγαλμα άρχισε να «μιλάει». Δηλαδή να εκπέμπει μια αλλόκοτη μεταβαλλόμενη λάμψη, που πιθανόν να ήταν η λαλιά του. Δεν έμοιαζε με τίποτα γνωστό. Ο φόβος εξαπλώθηκε, οι επισκέψεις στους κοντοχωριανούς συγγενείς αυξήθηκαν, παρόλο που δεν είχε προκύψει κανένα συγκεκριμένο κακό.

Κάποιοι στρατιωτικοί που ενημερώθηκαν, είπαν πως θα το βομβαρδίσουν, μετά την Πρωτοχρονιά. Να ετοιμάσουν και τις σχετικές εγκρίσεις. Μερικοί τα ‘βαλαν με τα διπλανά χωριά και τις παλιές έχθρητες. Κάποιος, έλεγαν, είχε επινοήσει ένα κακόγουστο αστείο, για να τους ταλαιπωρήσει.

Μα από την άλλη, ήταν μεγάλο πράγμα. Και σίγουρα όχι φτιαγμένο από αδαείς. Και ήρθε η Πρωτοχρονιά μέσα σε τρόμο δεισιδαιμονίας και απελπισία. Το βράδυ της παραμονής, ο Αρτέμης και η Ξανθή, ζευγάρι πια, το πιο βασικό κοινωνικό και πυρηνικό κύτταρο, πήραν το φορτηγάκι τους, φωτογραφική μηχανή νυκτός και κουβέρτες και ακροβολίστηκαν σε ένα λόφο απέναντι απ’ το στοιχειό. Η νύχτα πέρασε άπραγη, πέρα από κάποιες ανταύγειες που εξέπεμπε το άγαλμα. Είχαν ήδη κοιμηθεί, όταν συνέβηκαν όλα που θα θυμούνται για εκατονταετίες στο Μαδενιό. Μια ατέλειωτη ευθεία, φωτεινή ακτίνα, διαπερνούσε το άγαλμα κάτω προς τη γη και πάνω του προς το στερέωμα, σαν να το είχε εντάξει σε μια ενότητα, όπου ταίριαζε. Η ακτίνα αύξανε τη λαμπρότητά της, δείχνοντας ψηλά τον αστεροειδή της Αρτέμιδας, για τους ειδικούς, μέχρι που έκανε τον περίγυρο πράσινη μέρα. Και οι δυο ξύπνησαν αιφνιδιασμένοι και ξεμυαλισμένοι. Ύστερα ένας υπόκωφος βόμβος ακούστηκε κι απλώθηκε το σκίρτημα ενός ελαφρού σεισμού. Η γη πρέπει να άνοιξε στη θέση του αγάλματος κι εκείνο έπεσε στο κενό από κάτω του. Ακολούθησαν, ποιος ξέρει πόσα δευτερόλεπτα αγωνίας, μέχρι που μια ισχυρή – σαν ηλεκτρικό τόξο – λάμψη ξεπήδησε από το κοσμικό χάσμα. Η ακτίνα έσβησε σιγά σιγά, το κενό έκλεισε, την ώρα που ο χρόνος άλλαζε, το σκοτάδι ξανακυριάρχησε και το ξωτικό, πιθανότατα ταξίδεψε προς το κέντρο της γης, σε μια απ’ τις συμπαντικές καρδιές όπου κατά τα φαινόμενα πάντα ανήκε.

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet,ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 4 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top