Fractal

Διήγημα: “Περίπου κι Ακριβώς”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

f4

 

 

Tα σύννεφα ατμού διαπερνούσαν την καυτή έρημο. Κι ούτε πουλί πετούμενο. Kαι σιγή, παρεκτός των επικείμενων αλαλαγμών του πλήθους. Άτμιζε η γη, τα στερεά χόχλαζαν. Μια καρδιά των θεατών, πελώρια σαν τα γήπεδα τριγύρω, χτυπούσε σιωπηλά και περιοδικά, σα σταλακτιτική σταγόνα σε λιμνούλα σπηλιάς. Οι ωμικοί μύες –χαραγμένοι δρόμοι, ενισχυμένοι και γραμμωτοί, μαρτυρούσαν τη μεγάλη παραμονή σε στάδια και γυμναστήρια. Και το ένα μάτι, περίσκεπτα κλειστό. Το άλλο πελώριο, αστραφτερό, γυαλιστερό σαν υψιπετούς αετού, σημάδευε σημείο στα 70 μέτρα. Το γιγάντιο βλέμμα σε απόλυτη εσωτερική αυτοσυγκέντρωση. Ο πήχυς έσερνε το βέλος μέχρι το μέγιστο τσίτωμα του λάστιχου, ενώ ο βραχίονας και μια παλάμη ατσάλινη, κρατούσαν την καμπύλη του τόξου. Όλοι οι μύες σε συντονισμό, της κοιλιάς, της πλάτης και των άκρων.

Και κει, στη μεγάλη στιγμή της σαϊτιάς έκλεισε ο αθλητής, για πολύ λίγο και τα δυο μάτια. Κλάσματα χρόνου της απόλυτης σχέσης με τον εαυτό του. Ένα μικρό ρυάκι ιδρώτα μπήκε στο μάτι του, κυλώντας στην πρώτη ρυτίδα του μετώπου, προσχηματισμένη στιγμιαία, μα αχάρακτη ακόμα. Ο προπονητής πετάχτηκε όρθιος. Κάτι αργούσε στη βολή. Ο νεαρός έχασε την αυτοσυγκέντρωση. Σταμάτησε, σκουπίστηκε, κοίταξε γύρω, αποφεύγοντας το «βλέμμα Του». Ήταν το τελευταίο σημείο πάνω στη γη που θα μπορούσε να κοιτάξει. Εξέτασε το στόχο και επανέλαβε κάποια περίεργη ακροστιχίδα, ρεφραίν της ζωής του. (Τε-συρ-τσι-στα-αυ) Τέντωμα βραχίονας μπρος, σύρσιμο πήχυ πίσω, τσίτωμα λάστιχου, σταθερότητα, αυτοσυγκέντρωση. Σημάδι.

Τώρα η καρδιά του έβλεπε την αιχμή του βέλους. Το κατάμεστο γηπεδάκι, μια αθροισμένη σκέψη ανθρώπων, σαν ακροατήριο από ειδικευμένους γλύπτες που παρατηρούν περιδεείς μια εμβριθή ανάλυση για τα χαμένα αγάλματα των μεγάλων τοξοβόλων της Μυθολογίας, του Μηριόνη και του Τεύκρου. Καθηλωμένοι και οι θεατές στο γήπεδο που λες και κρεμούσαν απ’ αυτή τη σαϊτιά την ύπαρξή τους. Το ταμπλό με τους ομόκεντρους κύκλους – στόχος ασάλευτος, σα γητεμένο ακίνητο ζώο σε θυσιαστήριο. Το βέλος πετάχτηκε, αφηνιασμένο. Κανένα μάτι δεν πρόλαβε να το ακολουθήσει. Διέτρεξε ακαριαία μια νοητή γραμμή, με επιτυχία καθώς φαίνεται εκ του αποτελέσματος και καρφώθηκε στο κέντρο. Με ανθρώπινα μέσα μέτρησης, στο απόλυτο κέντρο.

Η συσπειρωμένη αναμονή, έγινε παλμική έκρηξη θριάμβου. Ο κόσμος πετάχτηκε όρθιος, σαν το σκορ εγγράφηκε στο φωτεινό πίνακα ζητωκραυγάζοντας, στη μεγάλη στιγμή του «ομοθυμαδόν». Ο προπονητής πλησίασε το νεαρό. Το πρόσωπό του ανέκφραστο της γάνας, με ελαφριά χροιά συγκρατημένου θυμού. Τον χτύπησε στον ώμο προσπερνώντας. «Όλα καλά;». Ο νεαρός τον κοίταξε φευγαλέα, με ανεξιχνίαστη έκφραση. «Περίπου», ψέλλισε. Ο άλλος δεν κατάλαβε. «Πάλι μετεφηβικές ανοησίες», σκέφτηκε κι απομακρύνθηκε εκνευρισμένος. «Ελπίζω να ηρεμήσει o ηλίθιος. Τούχει στρίψει τώρα που οι Μεγάλοι Αγώνες πλησιάζουν. Και δεν έχω άλλον. Επένδυσα όλο το είναι μου πάνω του. Τι του συμβαίνει;»

Ο αθλητής πήρε το σάκο και ρίχνοντας μια κλεφτή μόνο ματιά στο κοινό, που επευφημούσε όρθιο, έφυγε προς τα αποδυτήρια. Ο ώμος έκαιγε από κάποια παλιότερη θλάση, ένας ελαφρός πονοκέφαλος τον άγγιζε σε κάθε προσπάθεια υπερσυγκέντρωσης. Μα τα έπαθλα γέμιζαν ντουλάπες, κρατώντας τον στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Ναι, πήρε από μικρός ένα δρόμο μοναχικό και δύσκολο, που τον ξεχώριζε απ΄ τους πολλούς.

«Στόχος επετεύχθη. Περίπου», ψέλλιζε. «Περίπου».

Μόνοι σιωπηλοί συνομιλητές του ήταν οι αντίπαλοι, που σε άλλα μέρη του κόσμου πορεύονταν σε παράλληλες ράγες, κάνοντας μια ζωή κοπιώδη και ασκητική. Δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει το αδηφάγο θεριό στο γήπεδο, που τρέφονταν με απαιτήσεις διαρκούς νίκης. Πέρασε το κατώφλι των αποδυτηρίων και με ασυναίσθητη ύπαρξη, άνοιξε τη ντουλάπα του. Εσωτερικά στο πορτόφυλλο, μια φωτογραφία από την Αλάσκα του Παγκόσμιου πρωταθλητή σκακιστή Φίσερ, μετά την οριστική του αποχώρηση και την εγκατάστασή του εκεί, για την αγαπημένη του ασχολία, το ψάρεμα. Ο Φίσερ κρατούσε περιχαρής και καμαρωτός μια αρμαθιά ψάρια. Κι από κάτω από τη φωτογραφία, η ιδιόχειρη λεζάντα του σκακιστή αιτία κι αρχή μιας τηλεπαθητικής συζήτησης, που είχε ανοίξει ο τοξότης τον τελευταίο καιρό μαζί του: «Η ζωή είναι μικρή, για να ασχοληθεί κανείς με το σκάκι», Μπόμπι Φίσερ.

Πέρασε το χέρι πάνω από τη φωτογραφία, σα να τη χάιδευε. Χαμογέλασε. «Ακριβώς», έκανε μόνον. «Ακριβώς».

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 4 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο. Συνεργάστηκε με το Λογοτεχνικό Περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top