Fractal

Διήγημα: “Ντοπιολαλιές και φαντάσματα”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

f12

 

Κάτι συμβαίνει με μένα. Το ήξερα. Αν βάλω κάτι στο μάτι και δεν το καταφέρω, καταστρέφομαι, διαλύομαι, κλαίγομαι, αυτομαστιγώνομαι. Αντίθετα αν το καταφέρω είναι όλα μια εσωτερική ηρεμία και μια γκριμάτσα ικανοποίησης. Και τώρα συμμετείχα με ένα ζωγραφικό μου, του ποδαριού μάλιστα, σε διαγωνισμό και βραβεύτηκα μετ’ επαίνων. Όρος του επάθλου ήταν ωστόσο η παρουσία μου στην απονομή. Δύσκολο, μακρινό και πολυέξοδο, αλλά πήγα. Λίγο φιλαυτία, λίγο σεβασμός σε τέτοιους θεσμούς, που τους θεωρούσα αντικειμενικούς, αφού ούτε τους ήξερα ούτε με ήξεραν και η ευκαιρία ενός ταξιδιού. Έφτασα μεσημέρι, εντόπισα το χώρο της γιορτής και είχα μισή μέρα για βόλτες. Μ’ αρέσουν οι εκπλήξεις και έτσι δεν έκανα καμιά ετοιμασία πληροφοριών.

Από την αρχή το μάτι μου το τράβηξε το κάστρο της πόλης, που μετά από κάμποσους ποδαρόδρομους το πλησίασα. Ήταν ογκώδες επιβλητικό, πολλών εποχών, ιπποτών και βυζαντινών ηρώων. Απομακρύνθηκα λίγο και στρώθηκα σε ένα όμορφο μπαράκι απ’ όπου το έβλεπα πανοραμικά, είχε δροσιά, διακριτικές γωνίτσες και λίγο κόσμο. Άπλωσα τα βιβλία μου και τα χαρτιά μου, όπως συνήθιζα και τα κολλούσα με το νου μου μέσω συνειρμών ένα ένα πάνω στους τοίχους του κάστρου. Έτσι πάντρευα δυο ομορφιές. Τις σκέψεις μου, που βρήκαν τοίχο να ζωντανέψουν και το κάστρο που βρήκε εμένα ένα καινούριο φίλο.

Θάχα ώρα χαμένος στις ενοράσεις μου όταν αντιλήφθηκα μια διερευνητική ματιά πάνω μου. Μια κοπέλα στο μπαρ, θαμώνας, με παρατηρούσε διακριτικά. Ήταν όμορφη, μιλούσε με ένα άντρα και μια κοπέλα του μπαρ. Φαίνονταν γνωστοί. Και ήταν αφού όταν σηκώθηκα και ζήτησα λίγο ακόμα νερό, με έβαλαν έντεχνα σε κουβέντα με την κοπέλα θαμώνα. Ήταν λίγο αστείο, επειδή μιλούσαν τη ντόπια διάλεκτο, ιδίως η θαμώνας. Η διάλεκτος του δικού μου τόπου ήταν πολύ βαρύτερη αλλά έλειπα χρόνια και μπορούσα να προσποιηθώ εύκολα τον κοσμοπολίτη. Διάλεξα να προσαρμόσω τη γηγενή παιδεία μου στη ντοπιολαλιά και νομίζω τα κατάφερα, με πολλή ικανοποίηση των νέων φίλων.

Το σούρουπο μας βρήκε με τη θαμώνα να κυκλώνουμε ξανά και ξανά το κάστρο, αερολογώντας επί των επιστητών. Ύστερα ήρθε και το βράδυ. Μου είπε ότι πρέπει να γυρίσει σπίτι της κι ότι μπορούμε να βρεθούμε την άλλη μέρα. Έχασα το κέφι μου μα τι να ‘κανα; Προθυμοποιήθηκα να τη συνοδέψω σπίτι της. Συμφώνησε με χαρά πιαστήκαμε χέρι – χέρι και με κατηύθυνε προς την είσοδο του κάστρου. Εκεί με χαιρέτησε βιαστικά με ένα μικρό φιλί και μπήκε τρέχοντας προς τα χαλάσματα. Έμεινα άναυδος. Κοίταξα πίσω, το μπαρ είχε κλείσει, θυμήθηκα το βραβείο μα είχε χαθεί και προφανώς είχα χάσει και το νυκτερινό τραίνο.

Βρήκα ένα φτηνό ξενοδοχείο εκεί κοντά και αποφάσισα φορτισμένος το πρωί να λύσω το μυστήριο. Τα όνειρά μου ήταν μεσαιωνικά, βέβαια και πολύ εξωτικά. Το πρωί ξανάρχισα τις βόλτες, περιμένοντας ν’ ανοίξει το μπαρ. Κάποια στιγμή είδα τον μπάρμαν να μπαίνει. «Εδώ είστε ακόμα;», μου έκανε. «Ναι, δεν έφυγα. Θέλω να λύσω κάποια μυστήρια πρώτα». «Βέβαια, πρέπει», συμφώνησε σα να ήξερε τις σκέψεις μου. «Καφέ», μου τέντωσε το χέρι του. «Κερνάει το μαγαζί. Τώρα σας ακούω». «Ηηηη κοπέλα», τραύλισα. «Δε θυμάμαι το όνομά της». «Ποια κοπέλα;», μου έκανε χαμογελαστός. «Αυτή που καθόταν στο μπαρ και μετά ήρθε στο τραπέζι μου και μετά κάναμε τόσες βόλτες». Συνέχισε να χαμογελάει. «Αν δεν ήσασταν συμπαθητικός θα σας απόπαιρνα. Δεν υπήρξε καμιά κοπέλα». «Πώς; Πλάκα κάνετε. Ήμασταν τόσες ώρες μαζί». «Εσείς ξέρετε τι σας συμβαίνει αλλά κοπέλα δεν υπήρξε. Σηκωθήκατε για νερό και μετά αρχίσατε να συμπεριφέρεστε παράδοξα. Μιλούσατε μόνος σας, γελούσατε και απευθυνόσασταν σε κάποιον που δεν υπήρχε, δίπλα σας. Επειδή κρατούσατε ζωγραφιές υποθέσαμε πως είστε αφηρημένος, σαν καλλιτέχνης ή πολύ εκδηλωτικός ή ότι υποδύεστε κάτι. Αφύσικο λίγο αλλά συμβαίνει. Ύστερα φύγατε μόνος σας μιλώντας πάλι στον αέρα, κάνατε ώρες γύρους στο πάρκο και στο κάστρο και εκεί σας άφησα εγώ. Μετά κλείσαμε».

«Και η κοπέλα; Αφού τη συνόδεψα ως την είσοδο του κάστρου». «Κάτι δε λέτε καλά. Η είσοδος είναι σιδερόφραχτη με κάγκελα αιώνων. Κανείς δεν μπορεί να μπει από δω, που μου δείχνετε».

Αποφάσισα να τα σκεφτώ όλα αυτά για να βρω κάποια εξήγηση στο μέλλον. Πήρα το τραίνο και έφυγα…

 

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, Βραβεία διηγήματος πανελλαδικά 2. Συλλογικές συμμετοχές 5. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top