Fractal

Διήγημα: “Η Σερενάτα του απόφωτου”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

f12

 

Οδηγήσαμε τρία αυτοκίνητα προς τον σκαλωτό βράχο που επιτηρούσε τη θάλασσα. Αραιώσαμε στις πέτρινες κώχες λυπημένοι, σαν οι παράλληλες σιωπές να ‘ταν ειλικρινέστερες για την περίσταση. Είχε φεγγαράδα και κάποιος άρχισε να παίζει ρομαντική φυσαρμόνικα, σάμπως να μην είχαν περάσει κάποιες δεκαετίες διαφθοράς ζωής από τα νιάτα μας.

Ήταν ψηλός ο Αντώνης. Ο ψηλότερος συμφοιτητής μας. Είχε μούσι πυκνό και σκούρο, της νιότης. Φορούσε χοντρούς φακούς επαφής και ένα απέραντο χαμόγελο, δώρο της μάνας του. Είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει τρόπος, μέσα από τόσο χοντρούς φακούς να βλέπεις την πραγματικότητα, οπότε φτιάχνεις μια εκδοχή γι’ αυτήν. Έτσι κι αλλιώς ήταν μια εκδοχή πέρα για πέρα ανθρώπινη. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ κανείς μας. (Ούτε ο ίδιος, όπως έμαθα τώρα). Δεν μιλούσε γι’ αυτόν. Ο καθωσπρεπισμός της εποχής δεν επέτρεπε αδιάκριτες ερωτήσεις. Κάτι σαν το κυρίαρχο politically correct κι αυτό.

Μυαλό θεωρητικού, καθαρό, οξύ, καλοσύνη, μειλιχιότητα κι αγαθοσύνη. Ανέβηκε διάφορες ακαδημαϊκές σκάλες χωρίς σπρωξίδια και κολλεγιές, με τη φυσικότητα της αξίας μόνο, λες και η υπεροχή του μετρούσε, κατ’ εξαίρεση, σε ένα κόσμο ανισοτήτων κι αδικιών. Αποκλίνουσα περίπτωση, δηλαδή. Ντεμοντέ.

Όταν το περίεργο ζώο τον πρωτοδάγκασε στο πόδι, δεν έδωσε σημασία. Ήταν κάτι σα μικρό ρακούν, σαν Αυστραλέζικο πόσιουμ. Το κλώτσησε κι αυτό έφυγε σκούζοντας. Μα σε ένα μήνα ξανάρθε. Πρόλαβε να τον δαγκάσει ξανά, πριν τη γερή κλωτσιά και το νέο σκούξιμο της απομάκρυνσής του. Την επόμενη φορά δεν μπόρεσε ο Αντώνης να το κλωτσήσει. Το μικροσκοπικό σαρκοβόρο κατάφερε να τον δαγκάσει επαναληπτικά, παίρνοντας θάρρος από το ίδιον θράσος του και την αδυναμία του άλλου. Του ‘κανε πολλές δαγκανιές. Τρύπες παντού. Τόσες όσες χρειάζονταν για να φύγει απ’ τα τρυπήματα η ψυχή του. Ρακούν και πόσιουμ ήταν, εγώ θα επιμένω. Κληρονομική καρδιοπάθεια είπαν οι γιατροί. ΟΚ. Δε θα τα βάλω με τους ειδικούς. Μια απ’ τις ικανότητες του Χάρου είναι οι μεταμορφώσεις του, άλλωστε. Μα πού διάολο ήταν κρυμμένη η αρρώστια τόσα χρόνια, καμουφλαρισμένη απ’ όλα τα ιατρικά εξεταστικά μαραφέτια; Ρακούν και πόσιουμ ήταν κι ας λένε αυτοί..

Πρότεινα στο γυρισμό να πάμε σε καμπαρέ και όλοι με κοιτούσαν με μουρμούρες. Ήμουν φορτισμένος άγρια, από χούι είχα πάντα έτοιμες απαντήσεις και κάπως μετρούσαν το λόγο μου. Τουλάχιστον στις συναθροίσεις. Μπήκαμε στο μαγαζί, όπου κάποιες, για το επάγγελμα ξέκωλες, γδυνοντύνονταν και κάποιοι κύριοι, ψυχικά ξέκωλοι δια βίου, έκαναν ταμείο. «Οι κηδείες είναι οι μόνες στιγμές θρησκευτικότητας του ανθρώπου», έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης. Δε νομίζω. Κίβδηλες κι αυτές στην εποχή μας. Πλην των λίγων δικών του ανθρώπων που θα φέρουν το σήμα της απώλειας.

Σερβιριστήκαμε, οι κοπέλες στριφογύριζαν στη σκηνή, οι άντρες τσίριζαν και σφύριζαν. Ευφορία παντού. Να ‘μαστε, λοιπόν, πίσω στο παρόν. Με το εθιμικόν της κηδείας απ’ το πρωί και τις μακρές αναδρομές μιας φυγής, μου ‘χε λείψει ο πραγματικός κόσμος μας. Το αλκοόλ ήταν το αγνότερο στοιχείο και εδώ μέσα…

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. Συλλογικές συμμετοχές 5. Zεί στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο «ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νησίδες». Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιo.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top