Fractal

Διήγημα: “Κάρμα θετικό – HIV POSITIVE”

Του Νίκου Ρούπα // *

 

f14

 

«Ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος. Αυτός που πιστεύει πως είναι, αυτός που οι άλλοι πιστεύουν πως είναι και αυτό που πραγματικά είναι.»

Μέρες, μήνες, χρόνια ολόκληρα ανοίγω τις Γραφές, μελετώ με προσοχή, πίσω απ’ τα ορατά κι απ’ τα αόρατα. Ψάχνω το κρυμμένο νόημα. Σαν λόγια ανείπωτα, μεταδιδόμενος από την συνεχή μαρτυρία των Γραφών, η μελέτη μου εγγράφεται στα τετράστιχα και στις στροφές των προσωπικών μου ποιημάτων, γιατί μόνο έτσι γίνεται αποδεκτή και ακούγεται.

Έτσι ίσως θεραπευτώ από την ασθένεια της ασέβειας γιατί υπήρχε πάντα η ανάγκη να θεραπευτώ αν ο Θεός έχει ορίσει ότι τελειώνουν οι μέρες μου στη γη.

Δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου, χωρίς να ξέρω ποιόν να ακολουθήσω, μόνο που αφουγκράζομαι αν όχι θυμάμαι το άλλοτε ρυθμικό μου βάδισμα, οσμίζομαι τις συγκαμένες αμασχάλες των οδοιπόρων που με συντροφεύουν. Τους μυρίζω. Τους αισθάνομαι.

Ανεβαίνω σ’ ένα βράχο και τους γνέφω. Δε βλέπουν όμως, παραμένουν τυφλωμένοι.

Διψώ. Σουρώνω το λίγο σάλιο στο στόμα μου. Ο θαλασσινός νοτιάς μου καίει τα χείλη.

Πεινώ.

Ένα γλαροπούλι πιο πέρα χτυπημένο από θαλασσινούς γεννά τα αβγά του στη ξέρα.

Αναποφάσιστος στέκομαι στην πρύμνη του πλοίου.

Ν ‘αλλάξω δρόμο, κάποιον λιγότερο πέτρινο ν’ ακολουθήσω;

Σκέφτομαι. Κάνω να φύγω, σκοντάφτω, τρεκλίζω, απλώνω το χέρι, πιάνομαι αλλά δε στρέφομαι να δω τη σκιά μου. Και αυτή η φωνή αντηχεί μέρες στο νου μου. «Γιώργη; …τι κάνεις Γιώργη; Γιώργη με ακούς;

Σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά και πιο πέρα από τον ουρανό.

«Δεν ταιριάζω μαζί σου, στο λέω έξω απ’ τα δόντια, με κακία, για να ξέρεις ποιος πραγματικά είμαι, θες να ‘ρχομαι ν’ ακούω τον καλό λόγο;

Θα έρχομαι!

Μα μη στέκεσαι σα βόδι οκνό και με κοιτάζεις. Ποιος νομίζεις πως είσαι;» Του φώναξα.

Υπάρχουν πράγματι θεοί γεμάτοι μάτια κι αυτιά που μας επιβουλεύονται. Άλλοι στα ξόρκια μαθημένοι και χιλιοφιλημένοι κι ακατάδεκτοι αλλά κι εκείνοι που ο κόσμος δε γνωρίζει ότι είναι καλοπροαίρετοι γιατί είναι αδύναμοι, μικροί. Τους ρίχνουν, μαζί και εγώ, έτσι όλο το άδικο με γλώσσα φιδίσια μα πάντα από μακριά. Κανένας τους δεν τολμά να ζυγώσει.

Σιγανή μια φωνή, όλο υποταγή ανεβαίνει στο στόμα της σκιάς μου:

«Αγαπημένε μου κουράστηκες, έλα να ξαποστάσεις!»

Και κάπου άλλου πια απ’ το πλοίο, μια πόρτα ανοίγει.

Ένας άντρας γέρος κι άσχημος βγαίνει.

Όλοι τον γνωρίζουνε. Τη μέρα όλοι τον περιγελούν και τη νύχτα όλοι τους του ζητούν έλεος. Ορμά κατά τον ουρανό, όσο μπορεί πιο ψηλά, μα ξαναπέφτει κάτω σα μαδημένη σαΐτα.

Έχει γεννηθεί, ξέρω, κάτω από άστρο αλλά αυτό δε μ’ εμποδίζει να τον φιλήσω στα χείλη.

Τα ποδάρια μου πονούν από το περπάτημα, μάχομαι να μη δείξω την κούραση μου κι ο καταραμένος το γνωρίζει, κάθεται στα πόδια μου και με περιγελά.

Αρπάζω την ευκαιρία για να χαϊδέψω τα μαλλιά του κι εκείνος μου γελά με καμάρι.

Όμως έχει την καρδιά του στερεωμένη πολύ ψηλά, καταφρονεί το κορμί και την ψυχή μου. Χλευάζω τη ζήλια σ’ όλη μου τη ζωή και τώρα αναμετριέμαι με την ίδια μου τη σκιά;

Ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου.

«Ποιος είναι αυτός που μπαινοβγαίνει στο σπίτι σου σα νοικοκύρης;» ρωτώ Τον άντρα.

«Ο Πονηρός!» Μου απαντά!

Με κοιτά με μάτια που γυαλίζουν σα να περίμενε την ερώτηση.

Ο Πονηρός! Κρατώ τούτο το φοβερό μήνυμα κι αρχίζω τους σιωπηλούς ψαλμούς.

Αν είναι αυτό το σημάδι Σου, προλαβαίνω να μετανοήσω, να ετοιμαστώ, να πληρώσω.

Φωνάζω κι η φωνή μου αντηχεί σε τοίχους σιδερένιους, στη κουβέρτα του πλοίου, γυρνά και ξέρω πως δεν είναι η απάντηση.

Νιώθω τη ζεστασιά της αντρικής σάρκας ν’ ανεβαίνει απ’ τις πατούσες στα γόνατα, στους μηρούς, στο στήθος, στο λαιμό, τέλος να με πνίγει όπως έμαθαν τα χέρια ενός καλού Σαμαρείτη και φωνάζω έτσι ακόμη πιο δυνατά.

Θυμάμαι κάτι απ’ τις Γραφές. “Όποιος δε γεννά μόνο σκοτώνει“.

Αχνοί άνεμοι μου ανεβαίνουν στο κεφάλι, τα μηλίγγια μου σπάνε το ένα μετά το άλλο.

Άξαφνα τινάζομαι και βλέπω τον άντρα στα γόνατά μου, ντρέπομαι που με πήρε ο ύπνος ή ο θάνατος, τον αγκαλιάζω και πιάνω τα μαλλιά του.

Μ’ άσπρα μάτια, άστρα βραδιάτικου θέρους, η σκιά μου μας χαζεύει κι ο νους της δεν κουνιέται.

«Σε λίγο θα κοιμηθεί.» Μου λέει.

Μια ανείπωτη μυρωδιά φέρνει τον ύπνο ή το θάνατο. ” Σε λίγο“. Επανάλαβε.

Σα γεράκι θα ορμήσω πάνω στον άντρα, δε θ’ αφήσω να μου ξεφύγει.

«Θεέ! ένας μονάχα δεν μπορεί να βρει το δρόμο Σου, χρειάζονται δύο

Χαϊδεύω τα λιγοστά του γένια που αγγίζουν πια πάνω τον ανοιχτό λαιμό του και καρτερώ.

Νύχτα βαθιά.

Ανοίγει η γη και δέχεται τον ουρανό στο σπλάχνο της.

Του φράζω με βία το στόμα και τον σέρνω στο μισοβαμμένο πάτωμα της πρύμνης. Αργά και σταθερά.

Δική του ή δική μου σκέφτηκα, αλλά ποια;

Βρήκα το Θεό που τόσα χρόνια αναζητώ. Τον ακούω να σιγοκλαίει στο σκοτάδι διπλωμένος στα γόνατα μπρος στα πόδια μου αυτή τη φορά και χαίρομαι.

Μοιάζει πολύ με το πρόσωπο ενός χιλιολιβανισμένου Θεού σε τρούλους εκκλησιών.

Γιους και κόρες αμέτρητους έχει στα σπλάχνα του και ζυμωμένους απ’ τη σάρκα του, με κόκαλα σφηνωμένα στο κρέας του. Μα αγέννητους.

Φτύνουν και βλαστημάνε τον ίδιο τους τον τροφό, γρατζουνάνε σπάζοντας τα νύχια τους μ’ ανυπομονησία.

Τ’ αγέννητα παιδιά του δε φοβούνται το μέλλον, είναι δάσκαλοι και μαθητές, απαλλαγμένοι απ’ το φορτίο της ευθύνης, δοξάζονται στους αιώνες των αιώνων. Πατριδολάτρες, άλλοτε εθνικοί ήρωες, όσοι και άγιοι.

Είναι θεριά, λύκοι και αγριόσκυλα, γουρούνια! Θα γκρεμίσουν τον κόσμο!

«Θα γεννήσω θάνατο!» Φωνάζει.

Χτυπά την κοιλιά του μ’ απελπισία.

Τον πιάνω ξανά απ’ τα μαλλιά και τον ταρακουνώ. Σωριάζεται μπροστά μου κι απομένουν λίγες λευκές τούφες απ’ τα μαλλιά του στη χούφτα μου.

«Άντρα»…, του φωνάζω, «άντρα»,…

Δίνω νόημα στην κάθε μου συλλαβή.

Θαρρώ πως πέθανε, φιλώ τον ανοιχτό του λαιμό.

«Άντρα,, ….μου ‘καψες την καρδιά.

Ανάθεμα στ’ αγέννητα παιδιά σου, τους γιους και τις θυγατέρες, ανάθεμα στους κλειδοκράτορες που σου τα σπείρανε, γιατί να ζουν, γιατί να δοξάζουν το Θεό;

Ας είναι κι ας μείνουν κολασμένοι αιώνια». Σχεδόν ουρλιάζω.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ξεκινά ένας αργός ερχομός δεκάδων και δεκάδων παιδιών με ανοιχτό λαιμό και το κεφάλι να κοιτά στον ουρανό όπως ορίζει ο κανόνας των ψαλμών.

Ο βαρύς και πομπώδης ήχος τους γεμίζει τα μήκη και πλάτη, πλανιέται πάνω απ’ τα κεφάλια μας τα πεθαμένα και τα ζωντανά κι όμως μοιάζει ν’ αναδύεται απ’ την καρδιά της γης.

Η ανείπωτη μυρωδιά της καμπίνας του πλοίου με το όνομα «Ελπίδα» φέρνει ύπνο ή ακόμη και θάνατο σε πολλούς που χαμένοι στην άρθρωση ενός μακρού φθόγγου, ενός ψαλμού, γέρνουν το κεφάλι συγκαταβατικά. Εκεί τότε κουκουλωμένοι από τύψεις ανοίγουν το στόμα κι από μέσα κινούν τη μαύρη τους γλώσσα.

Ο Θεός ξέρει ότι δεν είναι φαντάσματα της ανώριμης ψυχής μου που σκιαγραφεί έναν κόσμο. Τούτα τα παιδιά είναι ζωντανά, φυσική προέκταση του σώματος ενός άντρα με σάρκα και οστά που τόσο λαχτάρησα.

Ο ερχομός τους δε μου προξενεί ταραχή δε συμβολίζουν τα κακά αυτής της γης ή τα μαρτύρια της κολάσεως, γιατί είναι παιδιά φυσιολογικά που ψέλνουν σε μια χαρμόσυνη απόδειξη αρμονίας, άνθρωποι που κατέχουν όχι τη δύναμη της τιμωρίας αλλά μια διαφορετική αλήθεια.

Δεν υπάρχει καμία ανάγκη έτσι να θεραπευτώ.

Η παρουσία μου που είναι πολύτιμη, καθώς κι η βλαστήμια μου αναδεικνύουν μιαν άλλη αρετή και κάνουν την ευλάβειά αυτών των παιδιών να ξεχωρίζει.

Δεν αργεί η ώρα που θα ξανάρθω στη θέση τους.

 

Αθήνα 2001

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με την μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο Archaeology Magazine of NewYork, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top