Fractal

✔ Ο κινηματογράφος του στιλίστα Νίκου Παναγιωτόπουλου

Του Θόδωρου Σούμα //

 

panag_1

 

Μετά τον αδιαφιλονίκητο πρώτο σε επιτεύγματα Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο βιρτουόζος Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ο Έλληνας σκηνοθέτης που εκτίμησα περισσότερο, γιατί έκανε πολλές γοητευτικές, παράξενες κι έξυπνες ταινίες. ‘Εως και το Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006, με πρωταγωνιστή τον Σπύρο Παπαδόπουλο), πιστεύω πως τα φιλμ του ήταν κατά κανόνα σαγηνευτικά, πνευματώδη, όμορφα και λεπτοδουλεμένα μορφικά. Ο Ν. Παναγιωτόπουλος ξεκίνησε τη σκηνοθετική καριέρα του με ορισμένες παράδοξες, στα όρια του σουρεαλισμού, ποιητικές κι ατμοσφαιρικές ταινίες: Τα χρώματα της ίριδας (1974), Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1978), Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα (1987), κ.α.. Τα δύο πρώτα του, πρωτότυπα και ξεχωριστά φιλμ, άρεσαν και έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση μέσα στο πεδίο του πολιτικοποιημένου και κοινωνικού “Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου” (Ν.Ε.Κ.), τη δεκαετία του ’70.

 

Αργότερα, από το 1997 έως το 2006, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, σε μια δεύτερη, έντονα καρποφόρα και δημιουργική περίοδο της καριέρας του, γύρισε μια πλειάδα σημαντικών και πετυχημένων φιξιόν, πιο αφηγηματικών και μυθοπλαστικών από τις πρώτες ταινίες του: Ο εργένης (1997), Αυτή η νύχτα μένει (1999), Beautiful people (2000), Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου (2002), Delivery (2004) και Πεθαίνοντας στη Αθήνα (2006). Ο Παναγιωτόπουλος έχει πια αφομοιώσει και ξεπεράσει, γόνιμα και με προσωπικό τρόπο, τα διδάγματα που πήρε από τους σκηνοθέτες της γαλλικής νουβέλ βαγκ και έχει διαμορφώσει τις δικές του φόρμες. Υπηρετεί με πολλή εφευρετικότητα, φρεσκάδα, ενέργεια, σκηνοθετική δεξιοτεχνία, γνώση των κινηματογραφικών εκφραστικών μέσων και κοινωνικό προβληματισμό όταν απαιτείται (βλ. Αυτή η νύχτα μένει, Beautiful people, Delivery), ταινίες πολλών διαφορετικών τάσεων και ρευμάτων, μιούζικαλ, νεονουάρ, κοινωνικά, ερωτικά ή υπαρξιακά φιλμ.
Στον  Εργένη, η τάση του Ν.Παναγιωτόπουλου να χρησιμοποιεί κάποιο πεζογράφημα ως βάση του σεναρίου του, ισχυροποιείται. Ο σκηνοθέτης διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, για να φτιάξει μια μυθοπλασία, με χαρακτήρες που αλληλοεπηρεάζονται και εξελίσσονται. Υιοθετεί μια συγκροτημένη αφηγηματική δομή, που περιέχει πολλά φλας μπακ και επιστροφές στο παρόν, και οδεύει με σιδερένια λογική προς το καταστροφικό τέλος του ήρωα.

Ο Εργένης διηγείται την ιστορία ενός άντρα προορισμένου να ζευγαρώνει, να παντρεύεται και κατόπιν να χάνει τη γυναίκα του. Το φιλμ μπορεί να διαβαστεί ως ένα ψυχογράφημα, αλλά και ως παραβολή πάνω στο ζήτημα του γάμου, του ζευγαριού και της γυναικείας μοιχείας. (Η παρουσία του “εξωτικού” προαγωγού Χουάν-Α.Σακελλαρίου δίνει μια συμβολική ή και υπερφυσική διάσταση στην ταινία). Από μια άποψη, μπορείς να διαβάσεις όλες αυτές τις περιπέτειες έρωτα, ζήλιας και απιστίας, όχι μόνο ως δρώμενα ενός παράξενου ψυχολογικού φιλμ, όχι μόνο ως ερωτική ιστορία με σουρεαλιστικές προεκτάσεις, αλλά και ως σάτιρα που χλευάζει τη μονογαμικότητα, ως λίβελο κατά του γάμου και των μονογαμικών σχέσεων. Ο Εργένης, είναι μάλλον ένας αστείος και παράδοξος έπαινος της εργένικης ζωής (την οποία δεν μπορεί να αποδεχτεί ο ήρωας), μια λίγο γκροτέσκα καταδίκη της αποκλειστικότητας στον έρωτα. Είναι όμως κι ένα φιλμ-εφιάλτης, ένα κακό και βασανιστικό όνειρο του ήρωα (βλέπε τη φαντασίωση του κεντρικού προσώπου Θοδωρή, ότι πνίγει την πρώην γυναίκα του, αφού τη συναντήσει ως κολ γκερλ και κάνει άγριο σεξ μαζί της). Ως προς αυτό, η ταινία μοιάζει με τη Γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα.

Δεν είναι τυχαίο, πως τα θέματα του πάθους και της ζήλιας, της προδοσίας και του πειρασμού του χρήματος ως κίνητρο της γυναίκας για να απιστήσει, βρίσκονται στο επίκεντρο τεσσάρων ταινιών που γύρισε τη μία μετά την άλλη ο σκηνοθέτης, αρχίζοντας απ’ τον Εργένη και καταλήγοντας στο Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου: Οι άντρες χάνουν την εκτίμηση των γυναικών τους και οι γυναίκες παίρνουν τον «κακό» δρόμο, σαγηνευμένες από την εξουσία άλλων ανδρών.

 

panag_2

 

Στον Εργένη, η ροπή των γυναικών του Θοδωρή (Στράτος Τζώρτζογλου) προς τη φυγή και την απιστία, ενεργοποιείται και επιταχύνεται από την αλλόκοτη επέμβαση του μυστηριώδους προαγωγού (Άκης Σακελλαρίου). Η επίδραση του Χουάν, στη ζωή του Θοδωρή –αλλά και στη μυθοπλασία– έχει μια έντονα σουρεαλιστική διάσταση. Ο Χουάν θα μπορούσε να είναι ο διάβολος, αυτοπροσώπως, που βάζει σε πειρασμό και ερεθίζει σεξουαλικά τις γυναίκες, για να τις εκμαυλίσει και να τις οδηγήσει στη διαφθορά και την πορνεία.

Παρακολουθούμε, με χρονικά πηδήματα στο παρελθόν ή στο παρόν, την εξέλιξη της ερωτικής ζωής και της ψυχολογικής κατάστασης του παντρεμένου ήρωα, που οδηγείται στη φθορά, στην κατάρρευση και την αυτοκτονία, λόγω της αποπλάνησης, από άλλον άντρα, των γυναικών που αγαπάει και την επακόλουθη απώλειά τους.

Ο μύθος διαχωρίζει τους άντρες σε δύο κατηγορίες: Σε αυτούς που είναι πλασμένοι για να ζουν ζευγαρωμένοι, μονογαμικοί και παντρεμένοι, όπως ο Θοδωρής. Και σε αυτούς που κάνουν για εργένηδες, όπως ο συγγραφέας Σαραντάρης, συμμαθητής του στο γυμνάσιο. Οι πρώτοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν σαν σκυλιά, αλλά πεθαίνουν σαν άνθρωποι. Οι δεύτεροι, οι ανύπαντροι, ζουν σαν άνθρωποι αλλά πεθαίνουν μόνοι σαν σκυλιά. Όσο για τις γυναίκες, αυτές είναι επιρρεπείς στον ερωτισμό, στις ηδονές και στη σαγήνη του εύκολου πλουτισμού. Όχι όμως όλες. Κυρίως εκείνες που τα έχουν με μονογαμικούς. Αυτοί είναι πιο ευάλωτοι και «κερατώνονται» ευκολότερα. Προτιμούν τις γυναίκες που γοητεύονται από τους άντρες και τη σεξουαλική απόλαυση. Οι γυναίκες αυτές, όμως, είναι επιρρεπείς στα φλερτ και στην εναλλαγή των εραστών…

 

Ας αναφερθούμε στο Beautiful people, το οποίο συγγενεύει ιδιαίτερα με τον Εργένη, φιλμ που επικεντρώνονται στα θέματα της γυναικείας απιστίας και της απώλειας από τον άνδρα της εκτίμησης της γυναίκας του. Το Beautiful people θέτει με ακρίβεια, οδυνηρή παρατηρητικότητα και κυνισμό, το ζήτημα της αντρικής, φαλλικής εξουσίας που βασίζεται στη δύναμη και στον πλούτο, και της γοητείας που ασκούν στη γυναίκα. Η ματιά του Παναγιωτόπουλου είναι απομυθοποιητική και σκεπτικιστική, ξεγυμνώνει τους αυταρχικούς άντρες και τις φαλλοκρατούμενες γυναίκες, που σαγηνεύονται από τους πρωτόγονους, δεσποτικούς αρσενικούς. Τα υπερκαταναλωτικά, αδηφάγα θηλυκά περιφρονούν το αδύναμο αρσενικό, του γυρίζουν την πλάτη και στρέφονται προς τον ισχυρό φαλλοκράτη. Ο σκηνοθέτης σχολιάζει, χωρίς αναστολές και ωραιοποίηση, τη σαγήνη της οικονομικής, πολιτικής και φαλλικής εξουσίας. Ο κοινωνικός χώρος ζωγραφίζεται με ειρωνεία, αλλά και χάρη κι ελαφράδα. Πρόκειται για την τοιχογραφία της ανώτερης, εύπορης κοινωνίας της Μυκόνου, με την εκζήτηση, τη χλιδή, τις βρώμικες πολιτικές σχέσεις, τον καταναλωτισμό, τον ψευτομοντερνισμό και το νεοπλουτισμό της. Το φιλμ είναι πικρό και σαρκάζει τους κοσμικούς, τους σύγχρονους υλιστές και ηδονιστές της αστικής τάξης, η οποία εναγκαλίζεται την πολιτική εξουσία. Το σκηνοθετικό ύφος διατηρεί ό,τι το λειτουργικό από την αφαίρεση των παλιών ταινιών του Παναγιωτόπουλου, που φτιάχνει ένα φιλμ αφηγηματικό και μοντέρνο ταυτόχρονα. Ο Παναγιωτόπουλος είναι πλέον ωριμότερος σαν σκηνοθέτης…
panag_4

 

Αυτό φαίνεται καθαρά στο Αυτή η νύχτα μένει. Το Αυτή η νύχτα μένει είναι το πιο ρεαλιστικό από τα φιλμ του. Η άλλη διαφορά του είναι, από θεματική άποψη, πως η γυναίκα (A.Μαξίμου), αν και πάλι διαλέγει το δρόμο της φυγής και της απομάκρυνσης από τον άντρα (Κουρής), δεν επιλέγει την απιστία, παρά τους πειρασμούς. Για άλλη μια φορά, φεύγει μακριά από τον άντρα της, δελεασμένη από το όνειρο της μεγάλης ζωής και την αναζήτηση του χρήματος και της δόξας. Όμως, δεν υποκύπτει στις σεξουαλικές προτάσεις των άλλων, ούτε ζει τη σπουδαία, αληθινή και δημιουργική ζωή που ονειρευόταν. Αντιθέτως, τα όνειρα κι οι φιλοδοξίες της διαψεύδονται και συντρίβονται απ’ τη χυδαία πραγματικότητα των επαρχιακών σκυλάδικων. Έτσι, απογοητευμένη, κυνηγημένη και στριμωγμένη από τους πεινασμένους αρσενικούς, επιστρέφει στην ταπεινή ζωή στην κάβα της αθηναϊκής συνοικίας, απ’ όπου ξεκίνησε. Γυρίζει πίσω στη φτωχική και αξιοπρεπή ζωή του μεροκαματιάρη, μαζί με τον συμπαθητικό φίλο της, που έκανε ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι στη Βόρεια Ελλάδα, για να τη βρει και να τη φέρει πίσω.

Η ταινία έχει πολλές πλευρές. Καταρχάς είναι ένα φιλμ ρεαλισμού, με αντικείμενο μια φτωχή αθηναϊκή συνοικία και, στη συνέχεια, τον κόσμο των επαρχιακών σκυλάδικων. Κατά δεύτερο λόγο, είναι ένα μιούζικαλ λαϊκής μουσικής (του Στ. Κραουνάκη). Κατά τρίτο λόγο, είναι ένα οδοιπορικό περιπλάνησης που ακολουθεί το ταξίδι των δύο φίλων, του εραστή και του συγγραφέα, σε αναζήτηση της επιθυμητής Στέλλας, στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Παναγιωτόπουλος συνυφαίνει, με δεξιοτεχνία και άνεση, τα τρία στιλ σε ένα μοναδικό, ένα ύφος ρομαντικού ρεαλισμού.
Είναι μια απ’ τις λίγες φορές, που οι ήρωες του Παναγιωτόπουλου προκαλούν στον θεατή έντονη συμπάθεια. Πρόκειται για δύο δροσερούς, ρομαντικούς και καλοπροαίρετους νέους, οι οποίοι δεν θέλουν να βαλτώσουν στην πεζότητα της ζωής, αλλά κυνηγούν με πάθος τα όνειρά τους, αναζητώντας διψασμένοι τον έρωτα, την αληθινή ζωή και το νόημά της. Το τέλος του φιλμ είναι πολύ ευαίσθητο, μελαγχολικό, μα και έξυπνο: Συμπίπτει με την άρση των ψευδαισθήσεων, και την αποδοχή του γνήσιου έρωτα και της απλής καθημερινής ζωής, χωρίς πολυτέλεια…

 

Το Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου ακολουθεί τη φόρμα της αφηγηματικής μυθοπλασίας και, σχετικά με το κεντρικό θέμα της απιστίας, βρίσκεται κάπου στη μέση ανάμεσα στον Εργένη και το Beautiful people από τη μια, και το Αυτή η νύχτα μένει από την άλλη (όπου η ηρωίδα παραμένει πιστή): Η Σία, ηρωίδα της ταινίας, βρίσκεται ως χαρακτήρας ανάμεσα στις μοιχαλίδες Σόφι, Εύα και Ρέα, και την τίμια Στέλλα τού Αυτή η νύχτα μένει. Η Σία δεν είναι προσηλωμένη, ερωτικά, αποκλειστικά στον Θεόφιλο, τον εκδότη που την αγαπά (και τον αγαπά με τη σειρά της). Φλερτάρει και βγαίνει ραντεβού και με άλλους, πλούσιους άντρες (το μοτίβο του χρήματος, ως μοχλός και κίνητρο της ερωτικής ζωής, επανέρχεται). Το μειονέκτημα του σεναρίου είναι μάλλον πως δεν σπρώχνει στα άκρα τις φυγόκεντρες τάσεις της Σίας. Το φιλμ θα κέρδιζε σε πόντους εάν ήταν πιο ελευθεριάζον και διαστροφικό (όπως ο Εργένης), πιο μπουνιουελικό και τολμηρό στο πλάσιμο του γυναικείου χαρακτήρα (επιπλέον η πρωταγωνίστρια δεν πείθει). Η Σία δεν παράγει μεγάλη ένταση, γιατί δεν παιδεύει τον Θεόφιλο, εξαιτίας της τάσης της για άλλους άντρες. Παραμένει υπερβολικά αγνή στην ψυχή, προσπαθεί να σώσει τον Θεόφιλο, κάνοντας σεξ με τον αστυνόμο που τον καταδιώκει και σκοτώνεται στο τέλος χάριν του έρωτά της. Το τέλος παραπέμπει στο μελόδραμα.

Στο Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου,  ο έρωτας είναι αρρώστια, όπως στον Εργένη. Στο Αυτή η νύχτα μένει, ο έρωτας είναι τυραννικό πάθος που υποδουλώνει (τον νεαρό εραστή). Στο Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου και οι τρεις εραστές γίνονται δούλοι του πάθους τους. Ο έρωτας και η ομορφιά, από την οποία αυτός πηγάζει, μπορούν να ξεκάνουν τους ανθρώπους. Η ταινία, όπως και οι προηγούμενές της, περιστρέφεται γύρω από την αγάπη, τη ζήλια και την απιστία, που οδηγούν στην καταστροφή. Με το όνομα –και το χαρακτήρα– της Σίας, κάνουν ρίμα η προδοσία και η θυσία (της). Ο πλούτος έλκει την ηρωίδα, αλλά τελικά ξεπερνάει την προσήλωσή της σ’ αυτό το φετίχ. Όλες οι πράξεις των προσώπων συνδέονται όπως σε μια αλυσίδα: Το χρήμα γοητεύει τη Σία, ο εραστής της χρεοκοπεί για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της και κλέβει, η ερωμένη του δίνεται στον αστυνόμο για να τον προφυλάξει, ο οποίος αστυνόμος τη σκοτώνει. Με δυο λόγια, η σχέση αιτίου-αιτιατού συνίσταται στο ότι η ερωμένη καταστρέφεται, προκειμένου να σώσει τον άντρα που καταστράφηκε γι’ αυτήν…

 

panag_3

 

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με το Delivery (2003), ενδέκατη ταινία του, έφτιαξε ένα ατμοσφαιρικό, υπαινικτικό και ζοφερό φιλμ πάνω στον κόσμο του περιθωρίου της Αθήνας, την απωθημένη, φτωχή κι εξόριστη πλευρά της πόλης, ακολουθώντας την πορεία και το βλέμμα ενός νεαρού, λιγομίλητου επαρχιώτη που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εφιάλτη της ανεργίας και της απραξίας, δουλεύοντας ως delivery boy. Η περιήγηση στον σκοτεινό, περιθωριακό κοινωνικό χώρο της πρωτεύουσας, που επιχειρεί ο σκηνοθέτης, δεν παίρνει τη μορφή της εύκολης κοινωνικής καταγγελίας αλλά της επώδυνης υπαρξιακής αναζήτησης, οδηγώντας σε ένα εκφραστικό, σαρκαστικό και προσωπικό έργο…
Στη συνέχεια σκηνοθέτησε μερικά συμπαθή μα άνισα φιλμ, άνισα επειδή περιείχαν ορισμένες σκηνές χωρίς μεγάλη αισθητική ή νοηματική πυκνότητα, επάρκεια ή πειθώ. (Δεν με είχαν πείσει και κερδίσει αισθητικά ούτε μερικά φιλμ του της εποχής 1980-1985, π.χ. το Μελόδραμα).

Το Αθήνα-Κωνσταντινούπολη (2008) είναι το υπαρξιακό οδοιπορικό ενός 60άρη (Λευτέρης Βογιατζής) που μόλις χώρισε και ταξιδεύει προς τη Β.Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη ακολουθώντας έναν σπουδαίο κλαρινετίστα στην τουρνέ του (Δημήτρης Πουλικάκος) και, κυρίως, την ερωμένη του τελευταίου (Αλεξία Καλτσίκη). Η σαγηνευτική, πολύ νεότερή του γυναίκα γίνεται μοιραία γι’αυτόν, τον γοητεύει, τον εξαπατά, τον κλέβει, τον παρατάει και τέλος τον οδηγεί στο θάνατο, στην αυτοκτονία. Ο Παναγιωτόπουλος δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό φιλμ περιπλάνησης με υπαρξιακές προεκτάσεις, που το θέμα του αγγίζει το θεατή.
Ακολούθησαν Τα οπωροφόρα της Αθήνας (2010), διασκευή διηγήματος του Σωτήρη Δημητρίου, τα Δεσμά αίματος (γυρισμένο το 2012, ψηφιακά, χωρίς επιτυχία κι επάρκεια στη χρήση της ψηφιακής εικόνας και γλώσσας) και η συζητήσιμη Λιμουζίνα, μια κωμωδία παρεξηγήσεων (2013). Τελευταία του ταινία ήταν το χαριτωμένο, σατιρικό και κομψό κύκνειο άσμα του Η κόρη του Ρέμπραντ (μίγμα κοινωνικής κριτικής και σουρεαλιστικής αύρας, που όμως στο τέλος μάλλον χαλούσε από μια παρατραβηγμένη, μπουρλέσκα τουρτομαχία).

Το πλούσιο έργο του στιλίστα, ευφυούς κι ευαίσθητου Νίκου Παναγιωτόπουλου έχει εγγραφεί ανεξίτηλα στο ελληνικό κινηματογραφικό στερέωμα και θα παραμείνει ζωντανό, οι φίλοι και οι φαν του θα το αναπολούν για καιρό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top