Fractal

Είναι η ζωή μας αυτή, δεν είναι παιχνίδι

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

“Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί” του Νίκου Α. Μάντη,  Εκδ. Καστανιώτη, σελ.272

 

pet1Πυκνό και γενικά πολιτικό ή αν τρομάζει λιγότερο, ευαισθητοποιημένο πολιτικά,το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο που μας πέρασε και συζητιέται ήδη αρκετά. Ο συγγραφέας του -ο βραβευμένος το 2013 Νίκος Μάντης- φαίνεται να μην διστάζει μ΄ αυτό σαν μέσο να καταπιαστεί εδώ και τώρα με την οικονομική κρίση της χώρας και τις άνισα (ως κι αυτές άνισες οι άτιμες) διαστρωματωμένες και οριζόντια και κάθετα, γιατί τόσο διευρυμένες είναι, ποικίλες αποτυπώσεις της πάνω στη ελληνική κοινωνία και να τις καταγγείλει,με τον τρόπο του.Οι ήρωες παρμένοι όχι μόνον από την περισσότερο πληγείσα τάξη, την πρώην μεσαία, ούτε Έλληνες όλοι ντε και καλά,περνάνε από το ένα κεφάλαιο στο άλλο με την συγγραφική ευρηματικότητα του Μάντη να γίνεται αμέσως αντιληπτή από τον αναγνώστη, καθώς τα σκληρά γεγονότα που έχει παρατηρήσει στην αληθινή κοινή μας ζωή αλλά και επινοήσει ο ίδιος ως μια επέκταση των αληθινών που βλέπει γύρω του δεν έχουν τελειωμό και δεν κάνουν άλλο παρά να επαναλαμβάνονται με παραλλαγές, καρμπόν το ένα του άλλου ως προς τις αιτίες που τα προκάλεσαν,τοποθετημένα στο ίδιο βίαιο, ανθρωποφάγο και ακραία φθοροποιό ιστορικό σκηνικό,αυτό της συνεχιζόμενης ελληνικής κρίσης.

Ο Μάντης από τις πρώτες σελίδες δίνει εύχρηστο κλειδί αποκωδικοποίησης του περιεχομένου: μετά την αφιέρωση του βιβλίου του σε γυναικείο πρόσωπο, παραθέτει τους στίχους «θέλω να τα πω σα να παραμιλώ» από τραγούδι του Άκη Πάνου και μπαίνει με μια δυνατή, λαϊκή ιστορία στο πρώτο από τα τρία μέρη του βιβλίου του (Ραφές, Βιβλίο Εισερχομένων και Μαιζονέτα) που αφού θα την τιτλοφορήσει «Ασσασίνοι» θα την ξεκινήσει με το ιδανικό απόσπασμα,μια παράγραφο-κεντρί από ένα τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο που σηκώνει πολλή συζήτηση γενικότερα ο συγγραφέας του, το “Assasins” του Μπέρναρντ Λιούις.

Ο πρώτος ήρωάς του, ένας Αλβανός νεαρός παραδομένος στην ηρωίνη τα λέει,τα χώνει,τα βγάζει όσα τον ταλανίζουν,και είναι αμέτρητα,προς τα έξω σαν να παραμιλάει ή πιο λογοτεχνικά να παραληρεί. Χωρίς φραγμούς, μια τακτοποιημένη στίξη δηλαδή και πολλά-πολλά καλολογικά στολίδια, ορθώς κατά την γνώμη μου γιατί θα αναδείκνυαν αποπροσανατολιστικά την γλωσσική ευχέρεια που ο Μάντης έχει -ας την πούμε καλύτερα ταλέντο-, ο Αλβανός τα κάνει λεκτικώς όλα λίμπα, ορμάει στους πάντες με αλήθειες που τον πονάνε κι αυτόν κι όλη την ελληνική και απίστευτα αχταρμική για να τα πούμε με τις σωστές λέξεις κοινωνία-χωνευτήρι των τελευταίων δεκαετιών,στο βαθμό βέβαια που εκείνη δεν προτιμάει να τα κουκουλώνει και να αφήνει τα τηλεδημοσιογραφίδια να την γεμίζουν δηλητήριο για να έχει μετά,στα πιο δύσκολα,το σιχαμερό της άλλοθι έτοιμο όπως πάντα

«δεν ήξερα, αναγκάστηκα , εγώ να τρυπώσω κάπου την κεφάλα μου ήθελα και να τρώω ένα κομμάτι ψωμί».

Όμως δεν βρέθηκε/βρίσκεται μόνον αυτός σ΄ετούτο το χάλι. Και οι υπόλοιποι συνήρωές του, Έλληνες, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Πακιστανοί, δεν πάνε πίσω στο να βιώνουν απανωτές σκατένιες καταστάσεις, είναι όλοι γνήσια γεννήματα του δυτικοποιημένου καπιταλισμού που ευδοκιμεί στην Ευρώπη και ύστερα φορείς κι οι ίδιοι και γεννήτορες μερικοί απ΄αυτούς της πνευματικής και ηθικής κρίσης που προηγήθηκε της οικονομικής η οποία φυσικά και δεν έσκασε έτσι ξαφνικά.

Μπορεί να φάνηκε, να έγινε αντιληπτή σαν υλική έλλειψη αλλά στην πραγματικότητα δεν έπεσε από τον ξάστερο ουρανό πάνω σε αθώα κεφαλάκια, κάποιοι την κατασκεύασαν ως τέτοια και κάποιοι άλλοι, ως καλοπληρωμένοι υπάλληλοι των πρώτων, την ενστάλαζαν επί χρόνια και με σύστημα στην κοινωνία η οποία την αποδεχόταν για να ικανοποιήσει στην αρχή την κατοχική και μετακατοχική πείνα/εμμονή με την οποία της πρωτόκαναν δεκτικά σαν μαλακό ζελέ τα μυαλά οι καναλάρχες και οι αυλικοί τους κονδυλοφόροι και πολύ γρήγορα ομολογουμένως και άκριτα και (να ικανοποιήσει)την απληστία της. Σε όλα τα επίπεδα.

Ο μυθοπλαστικός μπαξές του Μάντη έχει στις έξι ιστορίες του πρώτου μέρους τις αφηγούμενες πότε πρωτοπρόσωπα πότε τριτοπρόσωπα, απ΄όλα. Ξεχωρίζει οπωσδήποτε και συγκινεί ως φιγούρα στο “Παπάκι” η σύγχρονη μεσήλικη γυναίκα (καμία σχέση με το βλακώδες πρόσωπο της μεσήλικης των διαφημίσεων της εκφυλισμένης ιδιωτικής λεγόμενης τηλεόρασης, που αν και βλαχαδερό δίνει σαν παραδοσιακή συνταγή του τόπου της το…τοστ με το πλαστικό και βιομηχανοποιημένο τυρί) η οποία βλέπει το προβληματικό εγγόνι της να κλείνεται σε ίδρυμα, δεν μπορεί να το εγκαταλείψει και γίνεται το μόνο άτομο που υπερβαίνει το πλαίσιο των κανόνων -που ίσως και να΄ναι καλοπρόθετοι στην λογική τους βαλμένοι επί τούτου από τον νομοθέτη για να μειώσουν το οικογενειακό μαρτύριο- και που ακολουθεί την καρδιά της και όχι αυτούς.

Στο κεφάλαιο με τίτλο “Γριές”ο γιος αυτής της γυναίκας και πατέρας του διωγμένου πλάσματος έχει τον δικό του Γολγοθά ν’ ανέβει (ή να κατέβει). Δικηγοράκος κι αυτός και η γυναίκα του,δυο νεόκοποι γιάπηδες που ως φιλόδοξοι συνεργάτες δικηγορικών φιρμών αμφότεροι προσπαθούν να ανέβουν ταξικά,τρομάρα τους καθώς ξεχνούν σε ποια φάση τους κλήρωσε χρονικά η ζωή,εύκολα θα τα τινάξουν όλα στον αέρα εξαιτίας και του παιδιού αλλά και για τα (όποια) λεφτά κατάφεραν να έχουν και που καταντάνε να τα φυλάνε στο διαμέρισμά τους, όταν κάνοντας ό,τι κι ένα σωρό άλλοι, τα σηκώνουν από την τράπεζα (τα γνωστά ευρωλάγνα καραγκιοζιλίκια που συνεχίζονται σταθερά από τους χαρδουβελικού και όχι μόνο τύπου “πατριώτες” της χώρας) για να μη τα χάσουν σε καμιά απρόβλεπτη και τι άλλο θα΄ταν δηλαδή επιδείνωση της κρίσης(των σαϊνιών του χρήματος,που ωραία ωραία τους την κατσίκωσαν κι έγινε δική τους και είναι πεισμένοι ότι πρέπει να την πληρώσουν θεωρώντας ότι συμμετείχαν στην μασαμπούκα επειδή όρμηξαν κι αυτοί στα ψίχουλα όταν κι όποτε τους τα πέταγαν).

 

pet1α

 

Τα θεοποιημένα λεφτά είναι όμως απλά η αφορμή να σπάσει τελείως ο ραγισμένος τους δεσμός. Όταν κάποιος μπαίνει στο διαμέρισμα, ο Ρουμάνος κολλητός του Αλβανού της πρώτης ιστορίας,ο δικηγοράκος δεν κάνει την αναμενόμενη από την γυναίκα ηρωική κίνηση να την προστατεύσει, έτσι γίνονται κατόπιν πιο σκατά τα πράγματα μεταξύ τους απ΄ό,τι ήδη ήταν παρόλο που ο εισβολέας δεν τους έκλεψε τα λεφτά μα κάτι άλλο και χωρίζουν κακήν κακώς χωρίς για τον άντρα αυτό να είναι λύτρωση,ούτε ευκαιρία μιας, οποιασδήποτε,υγιούς νέας αρχής.

Οι άλλες ιστορίες του πρώτου μέρους είναι το “Καραβάνι”, η “Πολυκατοικία” και το “Καρδιά ρε”.

Νομίζω ότι η πιο αδύναμη από τις ιστορίες αφηγηματικά είναι η “Πολυκατοικία”,σαν να φλυαρεί λιγάκι,σαν να την υπονομεύει με τόσες περιγραφές που κάνει,έχει μιαν ορμή να πει πράγματα ως Πακιστανός Ιντρίς που έγινε Αντρέας και εκμεταλλεύεται και τους συμπατριώτες του, πολλά και που τον βαραίνουν,μα σαν να τα μπερδεύει καθώς προχωράει στον πυρήνα της κρίσης,σαν να διασπείρει υπερβολικά το κύριο θέμα της και τελικά δεν φτάνει στο δια ταύτα αφήνοντάς το,ας το δούμε έτσι, στην κρίση του αναγνώστη.

Δεν θα τις προσεγγίσω μια μια για να μην διασπαστεί το όμορφα φτιαγμένο ενιαίο του κειμένου, όσο κι αν είναι προφανείς οι λόγοι που αυτό το μυθιστόρημα δεν μπορεί να εκληφθεί πχ σαν ένα κοινό αστυνομικό, άρα δεν έχει να χάσει τίποτα αν ειπωθεί κάτι παραπάνω. Τέλος πάντων.

Μαζί με τις αυτόνομες κι αρκετά εκτενέστερες “Βιβλίο Εισερχομένων” και “Μαιζονέτα” τα διάφορα, διαφορετικά μα και τόσο ίδια μεταξύ τους, πρόσωπα ανακατεύονται πλέον όλα στο εργαστήριο ιδεών του συγγραφέα και μαζεύονται σ΄ένα μυθιστόρημα πολύ αξιοπρόσεκτο και από πλευράς δομής και αισθητικής, που έχει πολλά να πει σε μας,στους αναγνώστες του,δεν προσφέρεται για να σκοτώσουμε ευχάριστα την ώρα και να ξεστρατίσουμε από τις σκοτούρες μας αλλά το αντίθετο: μας βάζει να σκεφτούμε τα πράγματα που συμβαίνουν στην δική μας καθημερινότητα και γύρω μας και καλά κάνει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top