Fractal

«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Νίκος Καζαντζάκης: «Θέατρο: τραγωδίες με αρχαία θέματα» (Προμηθέας, Κούρος, Οδυσσέας, Μέλισσα), εκδ. «Καζαντζάκη» και «Έθνος»

 

assets_LARGE_t_420_54472313

 

«Βίγλα αψηλή στα φρένα μας η μνήμη» [Προμηθέας]
«Να βλέπεις με ατάραχο μάτι τη Μοίρα που χιμάει
με φωτιές και τσεκούρια να σε τρομάξει, να τη
βλέπεις και να χαμογελάς, αυτή ‘ναι η πιο αψηλή
κορφή, όπου μπορεί να φτάσει η δύναμη του ανθρώπου».[Κούρος]

 

Στα βήματα του Αισχύλου και των αρχαίων μύθων, ο Νίκος Καζαντζάκης υμνεί τον αγώνα τού ανθρώπου να ξεπεράσει τη μοίρα του και ξαναζωντανεύει Θησέα και Προμηθέα Δεσμώτη για να τον αξιώσει λυόμενο. Ξαναβρίσκει τον μίτο και απελευθερώνει ακόμα και τον Μινώταυρο από τον προσωπικό του Λαβύρινθο.

Στο Έθνος της Κυριακής, εγκαινιάζοντας την σειρά με τα θεατρικά του συγγραφεα και ξεκινώντας απ’ εκείνα με τα αρχαία θέματα, ο Καζαντζακικός Προμηθέας κι ο Κούρος επανεφεύρουν το Φως και την Φωτιά και δραπετεύουν από τον Λαβύρινθο. Στ’ αχνάρια του Αισχύλου ο μεγάλος στοχαστής και τραγικός ξαναγράφει την τραγωδία του ανθρώπου.

Η τραγική τριλογία «Προμηθέας Πυρφόρος», «Δεσμώτης», «Λυόμενος» γράφτηκε από τον Καζαντζάκη στην Αίγινα το καλοκαίρι τού 1943. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Καλλιτεχνική Ελλάδα» του Στράτη Μυριβήλη με αφιέρωση στον Ι. Θ. Κακριδή, το 1948 μεταφράζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στα γαλλικά και εκδίδεται το 1955 από τον «Δίφρο» εκδίδει στην Αθήνα με επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλη. Ο πρώτος τόμος με τα Θεατρικά Καζαντζάκη, περιλαμβάνει τραγωδίες με αρχαία θέματα: «Προμηθέας», «Κούρος», «Οδυσσέας» και «Μέλισσα». Η ιδέα ενός έργου για τον Προμηθέα βασανίζει τον Καζαντζάκη ήδη από το 1922, οπότε και γράφει στη Γαλάτεια για ένα έργο μ’ αυτόν τον τίτλο• πιθανολογείται ότι πρόκειται για τη χαμένη τραγωδία Ηρακλής.

«Απ’ όλους τους νεοέλληνες δραματουργούς», υποστηρίζει ο Αλέξης Σολομός, «ο Καζαντζάκης είναι ο πιο αισχυλικός. Τιτάνας στ’ αγκάλιασμα της ύλης, γίγαντας στ’ άπλωμα της δράσης, αδιαφορεί για τους κοινούς τόπους και τρόπους, πλάθει, ονειρεύεται, προφητεύει. Αν στις τρεις δεκαετίες που δούλευε τα θεατρικά του έργα, το θέατρό μας δεν ήταν προσηλωμένο στην ηθογραφία και στη φαρσοκωμωδία, ο Καζαντζάκης θα ‘χε σταθεί -όπως παλιά ο Αισχύλος- ο πραγματικός πατέρας τής δραματουργίας μας, ή, πιο σωστά, η πρωτόγονη δημιουργική της θεότητα». Και όσον αφορά τον «Προμηθέα» «ο συγγραφέας δανείζεται το γνωστό μύθο για να εκφράσει τις ιδέες του, τη μεταφυσική αγωνία του».

Στον «Προμηθέα», ωστόσο, ο συγγραφέας θα παραμείνει όσον αφορά τον αρχαίο μύθο αρκετά πιστός:

Ξεκινώντας μετά την Τιτανομαχία, όπου ο Δίας απαιτεί την υποταγή του Προμηθέα στην εξουσία του, με τον Προμηθέα να πλάθει έναν άντρα και μια γυναίκα με πηλό και να τους δίνει ψυχή, με ένα κλαδί που έχει ανάψει από τον κεραυνό του Δία, στον «Προμηθέα Πυρφόρο».

Στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο ασπρομάλλης Προμηθέας εξακολουθεί να διδάσκει τους ανθρώπους, αλλά αισθάνεται ότι ο χρόνος του τελειώνει, παρ’ όλα αυτά αρνείται την πρόταση της Αθηνάς ν’ ανέβει μαζί της στον Όλυμπο. Σε όραμα, του δείχνει την ακμή και την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού και στο τέλος του λέει αινιγματικά ότι η ίδια, όπως και ο Δίας, είναι δέσμιοι μιας ακόμη μεγαλύτερης δύναμης, την οποία όμως δεν ονομάζει.

Στον «Προμηθέα Λυόμενο», ο Προμηθέας ακόμη πιο γερασμένος, εξακολουθεί να βρίσκεται καρφωμένος στον Καύκασο και περιμένει τις Ωκεανίδες να του φέρουν τα νέα για την έλευση του Λυτρωτή γιου του. Όταν εκείνες έρχονται, βλέπουν με έκπληξη πως έχει ανθίσει το ακάνθινο στεφάνι που φορεί στο κεφάλι του. Ο Ηρακλής – ο «Λυτρωτής-γιος», θ’ απελευθερώσει, τελικά, τον Προμηθέα. Η Αθηνά, θα καλέσει και πάλι, τον Ηρακλή αυτή τη φορά να ανέβει στον Όλυμπο, αλλά ο Προμηθέας, προσπαθώντας να τον εμποδίσει, τον αγκαλιάζει και χάνεται μέσα του. Τώρα πια, ο αντάρτης Τιτάνας ζει «σα στοχασμός» στο σώμα του Ηρακλή, που αποφασίζει να μείνει στη γη και να βοηθήσει στον αγώνα της.

Η τριλογία του Προμηθέα έχει μεταφραστεί στα Ισπανικά (το 2000 στο Σαντιάγο της Χιλή) και σαν παράσταση έχει ανέβει στο Ηράκλειο το 1997 και στα Τρίκαλα το 1957 σε σκηνοθεσία Στέφανου Βαγενά.

Ο «Κούρος» γράφτηκε τον Απρίλη του 1949 με τον πρωτότυπο τίτλο «Θησέας». Η πρώτη γραφή της τραγωδίας γίνεται στην Αντίμπ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Καζαντζάκης τη μεταφράζει στα γαλλικά. Το 1951 την επεξεργάζεται εκ νέου.

«Πρόκειται για το γνωστό μύθο τού Θησέα και του Μινώταυρου, δοσμένο μέσα από μια ψυχαναλυτική ερμηνεία. Ο Καζαντζάκης είχε έντονα επηρεαστεί απ’ την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης, που γνώρισε από κοντά στη Βιέννη το 1922, αφού άλλωστε χάρη σ’ αυτήν μπορούσε να φωτίσει τις απόκρυφες πτυχές της ύπαρξής του και να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτό το έργο, – σύμφωνα μ’ αυτά που ομολογεί ο ίδιος σε γράμμα του στον Borje Knos,- ο Μινώταυρος εκφράζει το υποσυνείδητο του ανθρώπου, ενώ ο Θησέας το λόγο που απελευθερώνει το Μινώταυρο και οδηγεί στο συνειδητό το ασυνείδητό του ή, κατά την αγαπημένη του έκφραση, “μετουσιώνει την ύλη σε πνεύμα».

«Εκτός από την καθαρά ψυχαναλυτική διάσταση, το έργο κινείται και σ’ αυτήν του αγώνα για κατάκτηση της ελευθερίας. Ο Μίνωας εκφράζει τη φάση τής ελεύθερης αναγκαιότητας (amor fati), που επιτρέπει στο άτομο να διαφυλαχθεί και μόνο απ’ την επιβολή τής εξωτερικής ανάγκης που το περιβάλλει, ενώ ο Θησέας αυτήν της στιγμιαίας ελευθερίας, του κορυφώματος δηλαδή της έννοιας αυτής στο έργο του.»

Η υπόθεση ξεκινά έξω από την πόρτα του Λαβύρινθου όπου ο Θησέας περιμένει τη στιγμή να αναμετρηθεί με το θρυλικό Μινώταυρο, ενώ παράλληλα αναλογίζεται πώς ξέφυγε από τα τεχνάσματα των Μινωιτών, που προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν από το σκοπό του. Η Αριάδνη του στέλνει μήνυμα, ομολογώντας του τον έρωτά της και του ζητά να συναντηθούν τα μεσάνυχτα, αλλά εκείνος απαντά αρνητικά. Η κοπέλα, απτόητη, πηγαίνει και τον βρίσκει, πιστεύοντας ότι η άρνησή του οφείλεται σε ένα είδος ερωτικού παιχνιδιού και του υπόσχεται ότι θα τον βοηθήσει να κατακτήσει την Κρήτη και θα τον ακολουθήσει στην Αθήνα• επιπλέον, του ομολογεί ότι την έστειλε ο Μίνωας για να τον αποπλανήσει. Ο Μίνωας, όμως, αντιμετωπίζει τον Θησέα φιλικά, τον συμβουλεύει για τη συνάντησή του με το Μινώταυρο και του δίνει την ευχή του, ενώ η Αριάδνη τον οδηγεί στο Λαβύρινθο. Σύντομα, η γη σείεται από την πάλη• λίγο αργότερα, ο Θησέας βγαίνει μαζί με την Αριάδνη και δίνει το σύνθημα της αναχώρησης. Η βασιλοπούλα πιστεύει ότι ο Θησέας νίκησε, όμως εκείνος μιλά αινιγματικά για την εμπειρία του. Αποκρούει ξανά τις ερωτικές της προσφορές και της λέει ότι ήρθε η ώρα να χωρίσουν. Ο Μίνωας επιστρέφει, αυτή τη φορά χωρίς τα διακριτικά της βασιλικής του εξουσίας. Ζητά να μάθει τι συνέβη και η Αριάδνη του περιγράφει τις σκηνές, λέγοντας ότι όταν στο τέλος προσπάθησε να απομακρύνει τον Θησέα, είδε δυο ψηλούς ξανθούς νέους να κοιτούν αμίλητοι τη θάλασσα. Ο Μίνωας αποκαλεί τον Θησέα «βασιλόπουλο της Κρήτης», και του ζητά να πάρει μαζί του την Αριάδνη, χωρίς αποτέλεσμα. Η Αριάδνη παρακινεί τον πατέρα της να σκοτώσει τον ξένο, όταν όμως ο Μίνωας καλεί τους φρουρούς, γκρεμίζεται η πόρτα του Λαβύρινθου και προβάλλει ο Μινώταυρος με τη μορφή Κούρου. Ο Μίνωας τον αναγνωρίζει ως τον Λυτρωτή που λυτρώθηκε από τη μορφή του Ταύρου, αποχαιρετά την κόρη του και πεθαίνει, ενώ ο Θησέας φεύγει μαζί με τον Κούρο. Ο «Κούρος» έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί, επίσης, στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και στα Περσικά. Θεατρικά έχει ανέβει στη Νέα Υόρκη από τον Θίασο Spencer Stage Company, στο Ηράκλει
ο Κρήτης (με περιοδεία σε όλη την Κρήτη) σε σκηνοθεσία Μιχάλη Μούχλη, με τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Νίκο Γαλανό, και από τον Θίασο «Προσκήνιο» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού το 1984 στο Φεστιβάλ Αθηνών.

 

assets_LARGE_t_420_54469635

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης συνεχίζοντας τον Οδυσσέα του Ομήρου

«Μυαλό, γερό μυαλό μου,
Εφτάψυχο χταπόδι που αρμενίζεις
μες στ’ αρμυρά νερά μ’ αιώνιες ρίζες»

Ο Νίκος Καζαντζάκης συνεχίζοντας την παράδοση του Ομήρου και των αρχαίων τραγικών επιστρέφει με τον Οδυσσέα στην Ιθάκη του και φωτίζει την ανθρώπινη συνθήκη με τις αρχετυπικές συγκρούσεις της: πάθος για εξουσία και για δικαιοσύνη, πατροκτονία και αυτοθυσία, επιστροφή στην πατρίδα και στο μεγαλείο της ψυχής.

Ο «Οδυσσέας» του στις «τραγωδίες με αρχαία θέματα», γέροντας πια κι αγνώριστος επιστρέφει στην Ιθάκη του.

«Να δώσουν οι Θεοί να δουν τα μάτια σου/ ό,τι βαθιά ποθεί η καρδιά σου», ελπίζει.

Αλλά εκεί τον περιμένουν απρόσμενες εκπλήξεις.

Διότι μπορεί σε γενικές γραμμές να ακολουθεί τις τελευταίες ραψωδίες της ομηρικής Οδύσσειας, αλλά έχει επισημανθεί και η οφειλή του στο έργο του Χάουπτμαν Το τόξο του Οδυσσέα. Κατά συνέπεια, ο Καζαντζακικός Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη ακριβώς την ημέρα που η Πηνελόπη αποφασίζει να παντρευτεί όποιον τεντώσει το τόξο του συζύγου της. Εύλογο, λοιπόν, η επιστροφή να τον γεμίσει απογοήτευση και θλίψη: η Ιθάκη είναι φτωχική και ταπεινή, η Πηνελόπη θέλει κάποιον άλλον, ο γιος του ο Τηλέμαχος ανυπομονεί να λυτρωθεί από την πατρική σκιά.

Παρ’ όλα αυτά, ο Οδυσσέας αποφασίζει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Εμφανίζεται γέρος και αγνώριστος στο παλάτι, μαζί με τον Εύμαιο και τον Τηλέμαχο, που αγνοούν την πραγματική του ταυτότητα και οι μνηστήρες γλεντούν ανυπόμονοι για τον αγώνα, χωρίς να δίνουν σημασία στα ζοφερά προαισθήματα του Φήμιου, φέρονται περιφρονητικά στον ξένο, ο οποίος τους αφηγείται φανταστικές περιπέτειες και μιλά αινιγματικά. Όταν, ένας μετά τον άλλον, αποτυγχάνουν στη δοκιμασία του τόξου, ο ξένος πετά τα κουρέλια του και τεντώνει το τόξο, φανερώνοντας ότι είναι ο Οδυσσέας. Στο μεταξύ ήδη έχει αποδεχθεί: «Ποιάς Ιθάκης; Πατρίδα, μάθε, γέροντα,/ ο ναυαγός την πάσα γης λογιάζει», ναυαγός πια κι ο ίδιος στην ίδια του πατρίδα.

Ο «Οδυσσέας» γράφτηκε το 1927 και πρωτοδημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Α. Γερανός στο αλεξανδρινό περιοδικό «Νέα Ζωή», στο διάστημα Ιούνη-Νοέμβρη 1927. Κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις «Στοχαστής» με αφιέρωση στη Lenotschka Dybouk (Ελένη Σαμίου).

Η «Μέλισσα», με κοινό συλλογικό μοτίβο και άξονα την σχέση πατέρα- γιου και την πατροκτονία, γράφτηκε το 1937 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1939• πρωτοπαίχτηκε απ’ το Εθνικό Θέατρο στο Ωδείο Ηρώδη Αττικού το καλοκαίρι 1962. Παρουσιάζει την έντονη πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο και γενικά την προσπάθεια αποδέσμευσης του ατόμου απ’ την πρωτόγονη έννοια του δεσμού του με το προγονικό παρελθόν που το καταπιέζει.

«Ψυχή, ω φοβερή πυρκαγιά του ανθρώπου!»
«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».

Η υπόθεση, εν πολλοίς άγνωστη:

Ο Κύψελος, ο αλαφροΐσκιωτος γιος του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, φέρνει τον αδελφό του Λυκόφρονα να δουν το φάντασμα της Μέλισσας, της νεκρής μητέρας τους. Ο Λυκόφρων δεν βλέπει τίποτε, αλλά ο Περίανδρος συναντά τη νεκρή, συνομιλεί μαζί της και καταλαμβάνεται από κρίση οργής. Ο Κύψελος φεύγει και ο Λυκόφρων ανακοινώνει στον πατέρα τους ότι αναχωρούν για την Επίδαυρο, για ν’ αποχαιρετήσουν τον ετοιμαθάνατο παππού τους. Ο Περίανδρος προσπαθεί να τον εμποδίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Στην Επίδαυρο, ο Προκλής πατέρας της Μέλισσας, αποκαλύπτει στον Λυκόφρονα ότι ο Περίανδρος δολοφόνησε τη μητέρα του και του δίνει το χρυσό μαχαίρι του φόνου. Επιστρέφοντας στην Κόρινθο, ο Λυκόφρων συγκρούεται με τον πατέρα του και του δίνει τελετουργικά το μαχαίρι. Ο Περίανδρος καταλαβαίνει ποιος αποκάλυψε το μυστικό και διατάζει να κάψουν τον Προκλή ζωντανό μέσα στο παλάτι του.

Στη συνέχεια, καλεί τους άρχοντες και το λαό, αναγγέλλει τη διεξαγωγή αγώνων για την αποδοχή της διονυσιακής λατρείας και ονομάζει το Λυκόφρονα συμβασιλέα• ο νέος όμως πετά το στέμμα καταγής, βγάζει τα βασιλικά του ρούχα και προκαλεί τον πατέρα του να τον σκοτώσει. Ο τύραννος τον διώχνει απαγορεύοντας στους υπηκόους του ακόμη και να του μιλήσουν.

Ο Λυκόφρων περιφέρεται στην πόλη ρακένδυτος, διψώντας για εκδίκηση. Τον συναντά ο Κύψελος και του λέει ότι ονειρεύτηκε τη Μέλισσα, που του ανέθεσε να πει στον Περίανδρο ότι κρυώνει. Ο Λυκόφρων τον συμβουλεύει να το κάνει μεταμφιεσμένος σε φάντασμα της νεκρής. Πράγματι, έτσι γίνεται, όμως ο Περίανδρος αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση και σκοτώνει το μικρό γιο του. Μετά από μία ακόμη σύγκρουση με τον Λυκόφρονα, σχεδόν παραφρονεί και αποφασίζει να θυσιάσει τις αρχόντισσες της πόλης στο μνήμα της γυναίκας του.

Ενώ οι αρχόντισσες θρηνούν, εμφανίζεται ο Λυκόφρων. Ο Περίανδρος τον πληροφορεί ότι έχει πάρει δηλητήριο και του ζητά συγχώρεση, αλλά ο νέος είναι ανυποχώρητος και του λέει σκληρά ότι η Μέλισσα τον μισούσε σε όλη της ζωή. Έξαλλος ο Περίανδρος τον σκοτώνει με το χρυσό μαχαίρι• ύστερα ξεψυχά στο παλάτι, που κατά την τελευταία του διαταγή, πυρπολείται από τους φρουρούς.

Ο αγώνας του ανθρώπου τιτάνιος, μέχρι την ύστατη στιγμή:

«Καρδιά μου, ετούτη είναι η φοβερή τελευταία σου στιγμή’ μη ντροπιαστούμε». Όπως ο αγώνας του λαού, εν πλήρη επιγνώσει: «Εγώ να φοβηθώ; Μα εγώ ‘μαι λαός, θεριό παντοδύναμο! Ένα κεφάλι μου κόβεις, δέκα φυτρώνουν! Σαν τα γαϊδουράγκαθα, σαν τις τσουκνίδες, σαν το χαμομήλι…»

Η ελεύθερη επιλογή μέχρι την τελική πτώση: «Βάστα, καρδιά! Κι ως την τελευταία ετούτη στιγμή είμαι λεύτερος να διαλέξω…» Το δίλημμα, αυτό που συνιστά την τραγωδία στα ανθρώπινα: «Κακόμοιροι άνθρωποι… Έχουν παιδιά, έχουν γυναίκα, μια βάρκα, ένα χωράφι, δυο τρία σύνεργά… Πώς να μην είναι δειλοί… πώς να σηκώσουν κεφάλι; Κακόμοιροι άνθρωποι…» Και η αυτοθυσία μητρική ή του ήρωα: «Πέφτω για να σου κάμω τόπο. Πεθαίνω για να ζήσεις».

Δυο από τις σπουδαιότερες Καζαντζακικές τραγωδίες με επίκεντρο την ύψιστη αναμέτρηση: αυτή του Κρόνου που τρώει ή τον τρώνε τα παιδιά του. Και της εξουσίας που δεν σκοντάφτει πουθενά παρά στην ύβρη και στην οίηση. Τ’ ανθρώπινα δεν αλλάζουν δυστυχώς μέσα στον χρόνο.

 

Δημοσιεύθηκαν στο Έθνος της Κυριακής

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top