Fractal

Η ακηδία μιας κηδείας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Η Φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε» του Νίκου Καραγεώργου, Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 147

 

Υπάρχει ένα ιλαρό μικροδιήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη υπό τον τίτλο «Ο επικήδειος», στο οποίο μια παρέα ατίθασων νέων και ολίγον μεθοκόπων πηγαίνουν από τα Χανιά σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Κρήτης για να παραστούν στην κηδεία ενός αμόρφωτου, πλην καλόκαρδου τραχύ γέρου που όσο ζούμε, πολλάκις είχε ποτίσει την παρέα με κρασί πρώτης ποιότητας. Ένας εξ αυτών, ο αφηγητής, αναλαμβάνει στανικά να εκφωνήσει τον επικήδειο. Φευ, μια σειρά από αστεία περιστατικά κατά τη διάρκεια της τέλεσης του μυστηρίου, τον οδηγούν σε ένα φρενιασμένο χαχανητό την ώρα που προσπαθεί να αρθρώσει δύο κουβέντες της προκοπής για τον θανόντα. Εις μάτην, η κηδεία έχει μετατραπεί σε κωμωδία.

Δεν ξέρω αν είναι επί τούτου αμέλεια προς το τετελεσμένο που δεν μπορεί κανείς να υποτάξει, αλλά μέσα στο βάθος του πένθους και του άγνωστου επέκεινα που προβάλλει απειλητικό, ο Έλληνας κουβαλάει στο αίμα του το κηδειόχαρτο μαζί με το συγχωροχάρτι του θανάτου. Πόνος και γέλιο αντάμα, θλίψη αλλά και κρυφό γλεντοκόπι. Η μακαριά δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανάγκη για συνάθροιση και για κουτσομπολιό – είναι το απαραίτητο άλλοθι, έστω και υπό δύσκολες περιστάσεις, για να μαζευτεί το κλασικό ελληνικό σόι. Και όλοι γνωρίζουμε πως τέτοια συναπαντήματα άλλοτε καταλήγουν σε τραγωδία και άλλοτε σε κωμωδία.

Στη «Φαιδρή κηδεία του Οδυσσέα Λουντάντε (σ.σ.: τι επώνυμο κι αυτό), έχουμε αυτές τις αντιθετικές εκφάνσεις να συμπορεύονται, να συγκρούονται, η μια να εκτοπίζει την άλλη και οι δύο μαζί να διαμορφώνουν ένα κλειστό κύκλωμα συναισθημάτων το οποίο όμως δεν έχει δικλείδες ασφαλείας και όταν υπερθερμαίνεται δεν ξέρεις τι σπινθήρες θα προκαλέσει: γέλιου ή κλάματος;

Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον αδόκητο χαμό του Οδυσσέα Λουντάντε, ενός μονήρη διανοούμενου, αλλά, κατά τα λοιπά, άκρως ενδιαφέροντα και δοτικού ανθρώπου, εκεί που αυτός ήθελε να προσφέρει κάτι από το φλεγματικό πνεύμα του. Ο επιστήθιος φίλος του και αφηγητής της ιστορίας μεταβαίνει σε ένα χωριό της Μεσσηνίας, στην ιδιαίτερη πατρίδα του θανόντος, στο οποίο θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Τα πάντα προδιαθέτουν για ένα ταξίδι μνήμης, θρήνου, ενατένισης του μάταιου και πεπερασμένου της ζωής και αναθύμησης των εκλεκτών (αν και σπάνιων) στιγμών που ο Οδυσσέας Λουντάντε πρόσφερε στους οικείους του όσο ζούσε. Ματαιοπονία. Πίσω από το κρέπι της κηδείας κρύβονται άνθρωποι του χωριού: τουτέστιν, ένας σπινθηροβόλος θίασος που δεν έχει σε τίποτα να κουρελιάσει το μαύρο πανί. Και, όντως, κάποιες στιγμές φτάνει στο σημείο η κηδεία να κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε φαρσοκωμωδία. Και τι δεν συμβαίνει σε αυτή την κηδεία: η νεκροφόρα φτάνει πιο μετά από παρισταμένους, το φέρετρο φρακάρει καθώς μπαίνει στον ανοιχτό τάφο, οι φαρμακόγλωσσες του χωριού δεν αφήνουν ούτε ένα… κλαδί άκοπο, ο παπάς δεν είναι και το πλέον τυπικό δείγμα ιερωμένου, ο ψάλτης είναι γυναίκα και μάλιστα κοκέτα και σπουδαιοφανής. Στην κηδεία παρίστανται κάποιοι και όχι όλοι, ασύγγνωστη απρέπεια για τις συνήθειες του χωριού: οι περισσότεροι προτίμησαν τη λαϊκή. Α, βέβαια στην κηδεία παρίσταται και ο νεκρός. Θα πει κανείς τι το παράξενο αφού γι’ αυτόν γίνεται όλο το σκηνικό. Ναι, αλλά ο Λουντάντε, είτε ως οραματική απόφυση είτε ως ένα λογοτεχνικό τεχνούργημα, εμφανίζεται ως σκελετός να συνομιλεί με τον επιστήθιο φίλο του και στη συνέχεια να κάνει κήρυγμα στους συγκεντρωμένους γνωστούς και ελάχιστα φίλους του εν όπλοις. Ερωτικές ματαιώσεις και θωπείες, μικροκακίες, σκηνικά που θυμίζουν όπερα μπούφα, αλλά και εσωτερικές ενατενίσεις για την πικρή γεύση που σου αφήνει το ανθρώπινο είδος, αφού ακόμη και στις πιο σκληρές στιγμές φανερώνει τη γελοιότητα και την ιταμότητά του σε κοινή θέα.

Το νόημα της νουβέλας συμπυκνώνεται στο υποκεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «η λεπτή κρούστα», εκεί όπου ο Νίκος Καραγεώργος προχωράει και σε μια έμμεση ένδειξη συγγραφικών προθέσεων. Τι χωρίζει τη μια ιδιότητα του ανθρώπου από την άλλη; Τι διαφωτίζει τα κίνητρά του και πώς γίνεται τη μια στιγμή να παίζει στην τραγωδία της ζωής και την επομένη να είναι ήρωας της κωμικής πλευράς της; Αυτό που χωρίζει τον ένα κόσμο από τον άλλον είναι μια λεπτή κρούστα που δεν μένει αναλλοίωτη ποτέ.

Στα σημεία που το παράλογο υπερτερεί της εσωτερικής αναζήτησης, η νουβέλα αποκτάει ρυθμό και εκπέμπει ένα ζωτικό σημάδι. Στα σημεία που η εσωτερική περιδίνηση του αφηγητή, άρα και του συγγραφέα, παίρνει τη σκυτάλη, εμφανίζεται και ένα αντίστοιχο βύθισμα στο κέντρο βάρους της ιστορίας. Τούτη η επαμφοτερίζουσα κατάσταση, αρκετά μεταιχμιακή στο χειρισμό της, δεν είναι και πλέον βατό πράγμα για έναν συγγραφέα. Επομένως κάποια στιγμή, μάλλον, πρέπει να παρθεί η απόφαση αν η ιστορία κλείνει περισσότερο προς την πλευρά της ειρωνείας ή προς το δράμα και την ενδοσκόπηση. Ο Καραγεώργος αποφασίζει μέχρι τέλους να παίξει το ρόλο του ορθοτόμου που δεν γέρνει ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά. Περισσότερο ώριμος σε σχέση με το πρώτο του βιβλίο, έχει πετάξει αρκετά από λεκτικά βαρίδια του, αν και η γλώσσα σε τούτη τη νουβέλα θα έλεγε κανείς πως ακολουθεί ένα σύμμεικτο σχήμα (εκζήτηση και λαϊκότητα εν ταυτώ) που μπορεί να γίνει απόλυτα αποδεκτό αν, όντως, μέσα από αυτό ο συγγραφέας ήθελε να «παίξει» και να χρησιμοποιήσει ακόμη και τη γλώσσα ως δραματουργικό στοιχείο τούτης δραματικής φαρσοκωμωδίας.

 

Ο συγγραφέας Νίκος Καραγεώργος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top