Fractal

Διήγημα: “Ο νάρδος του τίποτα”

Του Νίκου I. Τακόλα // *

 

f3

 

Ρημαγμένες βιοτεχνίες της κρίσης. Δρόμοι έρημοι σαν σε εμπόλεμη ζώνη, κτίρια με τζάμια ανάρια σπασμένα. Σιδηροδρομική γραμμή εμπορευμάτων σκουριασμένη πια, δεν ξέρει τι να χωρίσει. Μετανάστες κοιτάν επίμονα το άπειρο σε κάθε εγκαταλειμμένο γιαπί. Τα παιγνίδια παίζονται αλλού, ο κόσμος υποφέρει εδώ. Γειτονιές με χαλάσματα – κατάγματα, μέσα έξω απ’ την πόλη. Μια μαϊμού πηδάει από δέντρο σε δέντρο, αυτή κάτι βρίσκει να φάει. Σκυλιά νηστικά τη γαυγίζουν από κάτω κι αυτή τα κοιτάει κοροϊδευτικά, τσιρίζοντας.

Τσιγγάνοι ανακατεμένοι με μετανάστες, ντυμένοι ομοιόμορφα με τα έγχρωμα κουρέλια του τυχαίου, ανταλλάσσουν ναρκωτικά που προορίζονται για τις ακριβές συνοικίες. Η αστυνομία δεν επεμβαίνει. Οι φυλακές γεμάτες. Πού να τους στείλει; Δεν έχει πιο κάτω από δω. Κάτι μπουρδέλα στην περιοχή εκκενώθηκαν. Οι γερασμένες πόρνες πήραν τους δρόμους της πείνας, οι νεαρές προσλήφθηκαν σε ξενοδοχεία, αναλόγως αστέρων. Τα βράδια στο φως γυαλίζουν λιμνούλες με λασπόνερα, κίβδηλες ομορφιές. Παράξενο, μα κάποιο θλιμμένο ερωτικό ρεμπέτικο του Μπαγιαντέρα μούρθε, θα τα στόλιζε άξια όλ’ αυτά σα χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Πρωί και κάτι νόμισα πως κινήθηκε. Παλιά βιοτεχνία, τρύπια γύρω γύρω. «Άστεγοι», σκέφτηκα. Πλησίασα. Σκόνη παλάμες κάτω κι άλλη ταξίδευε σε φωτεινά μπουριά. Άνθρωποι μέσα, μηχανές δεν ακούγονται. Κάποια τεράστια μασούρια παιδεύουν. Δεν είναι κλέφτες. Χαιρέτησα.

«Δουλεύουμε», μου είπαν σοβαρά κι ασήκωτα.

«Δουλεύετε, πώς;»

«Να, κοίτα. Εκεί που ήταν λουρί μηχανής και γύριζε την ανέμη, βάλαμε χειροκίνητο ιμάντα με λαβή. Κάποιος τη γυρίζει συνέχεια. Κάνουμε μασούρια για ένα πλεκτήριο στον Εύοσμο. Το καταφέραμε».

«Και βγαίνει;»

«Βγαίνει. Για τσιγάρα και φαΐ μιλάμε, έτσι;»

«Και δεν σας κλέβουν; Όλα ανοιχτά είναι γύρω».

«Τι λες; Όλοι περνούν από δω, βγάζουν κάνα χαρτζιλίκι. Δε φυλάμε τίποτα. Κανείς δεν πειράζει. Έχουμε 5 ανέμες για την ώρα. Ετοιμάζουμε μια έκτη. Απ’ τα σκουπίδια. Χέρια χρειάζονται. Ηλεκτρικό, βλέπεις δεν υπάρχει. Δεν είναι κανενός το μέρος πια, ακόμα και η τράπεζα κατασχεμένα ερείπια εισπράττει. Κάποιο λόγο παραπάνω στα μαστορικά έχουν οι τελευταίοι που δούλευαν εδώ. Ξέραν και να μας καθοδηγήσουν»…

Πώς δεν το είδα μπαίνοντας; Το μάτι μου έπιασε ένα θρασύ βιολετί κεφαλάκι λουλουδιού, να προβάλει από ένα σχίσιμο του τοίχου της εισόδου. Και το παράξενο ήταν πως μεγάλωνε στιγμή τη στιγμή εκεί μπροστά μας, ανεπαίσθητα μα σταθερά. Μέχρι να φύγω είχε ξεπετάξει και το μίσχο του, μια παντιέρα ζωής επίμονη. Ένας αρωματικός νάρδος του τίποτα. Βγήκα σκεφτικός, ενώ το ρεμπέτικο του Μπαγιαντέρα αντηχούσε τώρα γλυκύτερα μες το μυαλό μου, στη διαπασών.

 

* O Νίκος I. Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, βραβεία διηγήματος πανελλαδικά 2. 3 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο. Συνεργάστηκε με το Λογοτεχνικό Περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top