Fractal

Ο Κήπος της Γης Θνητής

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

kiposΝίκου Γύφτουλα:[1] “Ο Κήπος της Γης Θνητής”, (.poema..) εκδόσεις, διήγημα, Κορώνη 2015.

 

Ο συγγραφέας Νίκος Γύφτουλας, εκτός από τη συμμετοχή του στο συλλογικό του έργο Τερψιχόρη, Dian το 2002, το 2015 κατέθεσε μια συλλογή ποιητικών διηγημάτων στον εκδοτικό οίκο (.poema…), που διευθύνει ο πεζογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος κι εκδότης, Βασίλης Ρούβαλης. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Ζωώδες, σαν σπλαχνικά ωμό, εύθραυστα ανάγωγο, μακριά από μέτρα ασφαλείας και δοκιμασμένη γραφή με πισινή, συμβολικά αλληγορικό, επιθετικό, αστικά παρανοϊκό, ευαίσθητο…». Μια πρώτη όμως ανάγνωση μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το έργο πηγάζει από μια γερή αρματωσιά του συγγραφέα, όπως η παιδεία, η κατάκτηση γλώσσας, ο λυρισμός, ο συμβολισμός, (ας μου επιτραπεί ο πιο καίριος όρος, (αν και αναλυτικός), υπερρεαλιστικός συμβολισμός, αφού ο υπερρεαλισμός περιέχει συμβολισμό) και κυρίως η αμφισβήτηση της παραδοσιακής μάστιγας του ρεαλισμού με τέλος την ανατροπή, που έχει πια καταφάει το πρόσωπό της, έτσι ξοδεμένη από βιβλίο σε βιβλίο συγγραφέων της μιας ανάσας, που στοιβαγμένα σε προθήκες των βιβλιοπωλείων, συχνά προβιβάζονται στη χώρα μας ως σπουδαία και βραβεύσιμα. Ο Νίκος Γύφτουλας δεν έχει καμία σχέση με την τρέχουσα  λογοτεχνική παραγωγή. Αναγκάζεται να την αμφισβητήσει για να προχωρήσει παραπέρα, κι αυτό αποτελεί τόλμη και θάρρος. Ο Νίκος Γαβριήλ  Πεντζίκης το έκανε το 1944 με τον μονόλογό του, Ο πεθαμένος και η Ανάσταση και ο Γιώργος Χειμωνάς με τον Πεισίστρατο (1960). Ακόμα και με αυτούς, (αν θέλουμε να βρούμε και να εστιάσουμε τυχόν επηρεασμούς), ο Νίκος Γύφτουλας δεν ταυτίζεται ούτε στο ελάχιστο. Χρησιμοποιεί μια δική του γραφή, ακόμα και ρεαλιστική για να την εμπλουτίσει με εξαιρετικές υπερρεαλιστικές πινελιές και σύμβολα. Χρησιμοποιεί ακόμα και την ποίηση, τόσο στις καταγραφές όσο και σε αποκλειστικό μεμονωμένο σχήμα. Δεν τον αφορά επίσης να ταχθεί κι αυτός ως συγγραφέας σε μια μεταμοντέρνα αφηγηματική ομάδα, που περιλαμβάνει αυθαίρετα όποια γραφή ξεφεύγει από το καθιερωμένο κατεστημένο, μια ευκολία που δεν εξηγεί, αλλά συνήθως ομαδοποιεί, λόγω ανικανότητας και ίσως ευκολίας, μια νέα δήθεν ματιά πραγματικότητας.

 

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη:  Στο Πρώτο Μέρος (με περιεχόμενα) εντός παρενθέσεως δεν υπάρχει κανένα κείμενο. Αφορά την ίδια την Απουσία, λες και ο συγγραφέας επισημαίνει στον αναγνώστη πως το ίδιο το Κενό της πραγματικότητας είναι ήδη μοιρασμένο εκ των προτέρων σ’ αυτόν και το κέρδος που αποκομίζει είναι και θα είναι πάντα η έλλειψη της ίδιας ζωής, ένα βίωμα κατακερματισμένο από εικόνες, ιστορίες, εντυπώσεις που που οφείλουν οι αναγνώστες να είναι πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν στο Δεύτερο Μέρος. Η ειρωνεία αυτού του τεχνάσματος, καταμαρτυρεί πως τα όσα γνωρίζουμε μέσα από την πείρα του διαβάσματος,  που επαναλαμβάνει στα μάτια μας έναν κόσμο λογικής όπου κυριαρχεί το αίτιο και το αποτέλεσμα στην ερμηνεία των πάντων, είναι ο μόνος πραγματικός κόσμος. Στο Δεύτερο Μέρος (δίχως περιεχόμενα) αυτή τη φορά σε παρένθεση, υπάρχουν 27 κείμενα-καταθέσεις, που σε καλούν να δεις αυτό το ιδιαίτερο ξέφωτο του κόσμου, τον Κήπο της Γης Θνητής με διαφορετικό βλέμμα.

 

kipos-gis

 

Στο 1ο  Κείμενο, με τον τίτλο «Αλλά», τα ονόματα των ηρώων Γιόχαν, Μπρένταν, Σκοτ, Στόουκ, Έλλις και Τζάρβις αμφισβητούνται κατά την εξέλιξη  της ιστορίας, που αδυνατεί να υποταχθεί στους νόμους της γραμμικής-ευθύγραμμης αφήγησης, επειδή στρέφεται, (συστρέφεται μάλλον), εναντίον της και ενάντια στον ίδιο τον γράφοντα, ο οποίος λέει: «Κι εγώ κάθομαι εδώ και γράφω πάνω σε μια σπασμένη καρέκλα κι είμαι έτοιμος να σπάσω και να πέσω για να τα δω, αλλά, στ’ αλήθεια πες μου Γιόχαν ποιος είσαι;…» Και στο τέλος: «Κι ας είναι άγνωστοι. Ως επί το πλείστον». Στο  2ο  Κείμενο, «Ζεστή βροχή» συνδυάζεται πετυχημένα ο θάνατος με τη σιωπή και την έλλειψη των τζιτζικιών, που κι αυτός με τη σειρά του (όπως όλα) υποχωρεί, υποτάσσεται στο κύλισμα του χρόνου. «Τικ-τακ, καμιά φορά, Τικ-τακ». Το επίμονο τραγούδι του εντόμου, ίδιο με το επίμονο χτύπημα του ρολογιού. Στο Κείμενο 3ο, «Σου ανήκει τίποτε» αντί «Τίποτε δεν σου ανήκει», είναι αφιερωμένο στο τελεσίδικο και οριστικό  Τίποτε.  «Σαν Καθαρή Δευτέρα σήμερα. Σαν την Μεγάλη Εβδομάδα σήμερα…» Και μετά: «Σαν τις βροχές του Χειμώνα, τότε. Σαν τα καλοκαίρια της προσμονής μου. Σαν τον καλοκαιρινό ουρανό που δεν έφερε ποτέ την πραγματική δικαίωση». Το κείμενο κλείνει με μια εξαιρετική παράγραφο-μεταρσίωση ποιητικής γραφής, που αφορά ένα ταξίδι με τον πατέρα «που δεν έφτανε ποτέ του για ταξίδι, αλλά μια αποστολή που δεν έμοιαζε ποτέ της με αποστολή, αλλά μια ιδέα που έμεινε πίσω της μόνη και λειψή, δάκρυ στεγνό που έσβησε στο ποιημάτων το λευκό χαρτί πριν καλά καλά απλώσει». Τα πάντα εφήμερα κι αμφισβητούμενα. 4ο Κείμενο, «Πτωμαΐνη»: Από τον θάνατο μιας κατσαρίδας, η πτωμαΐνη «στον αέρα μια γλυκιά δόση οξύτητας», που υπενθυμίζει πως το έντομο θα ξανάρθει στον ίδιο περιφρονημένο χώρο. Μεταφορικά κάθε σχέση μεταφέρει και την πτώση της. Οι κατσαρίδες που, ως γνωστόν, οι μόνες που θα μπορούν να επιβιώσουν ακόμα και σε πυρηνική καταστροφή, απομένουν ως κατάλοιπα και σιγουριά μελλοντικής ζωής, ακόμα και αν πορεύονται δύο μαζί. «Με Ιώτα από την επαρχία»: Το 5ο Κείμενο της συλλογής. Μια βιογραφία δεκαοχτάχρονης ιερόδουλης Γιώτας από το Αίγιο. Ελεύθερη και ωμή σεξουαλική περιπλάνηση στο Αίγιο. «Εκχύμωνε τους πάντες μέσα στο αυτοκίνητοΣτο τέλος άρχισε να της προκαλεί ηδονή η ιδέα της ασχήμιας». Εικοσιενός ετών, κι ένας διευθυντής υποκαταστήματος τραπέζης την πάει στην Αθήνα και γίνεται προαγωγός της. Καταλήγει σε ημιυπόγειο στη Μεταμόρφωση, στο Ηράκλειο. Στελέχη της τράπεζας την επισκέπτονται σε ομαδικά όργια. Στο τέλος του κειμένου: «Στο διαμέρισμα κάποιου από δαύτους κρεμότανε ένα ξεφτισμένο χαρτί στους τοίχους. “Επιτρέπεται η ενοικίαση και η πώληση, μόνο υπό όρους”. Επαρχία. Όλη η Ελλάδα, μια επαρχία. Όλη της η ζωή, μια δυστυχία. Η Γιώτα άφησε την  τσίχλα της εκεί». Η συνειδητοποίηση της ζωής της σε μια χειρονομία ηλικίας της Γιώτας. Κάτι αθώο και συγκλονιστικό. Σαν ηδονικό παράδοξο. Το 6ο κείμενο, «Ο σύντροφος στη μήτρα»: Η ηδονική πράξη δύο σωμάτων μέσω της θέας των χρωμάτων της μητέρας του που βλέπει ο ένας εραστής από τους δύο, ακούει τους ήχους από το Σύμπαν. Στο 7ο κείμενο,  «Νυχτερινή πτήση για το Μογκαντίσου: Ο Νίκος Γύφτουλας επιλέγει την πρωτεύουσα της Σομαλίας, που είναι συχνός στόχος ισλαμιστικών τρομοκρατικών επιθέσεων. Εδώ το Όνειρο συγκρούεται με την Πραγματικότητα. Ένα καθιερωμένο λογοτεχνικό σχήμα. Γυμνός πληγωμένος σε καρότσι που «το βράδυ έπρεπε να πετάξει στο Μογκαντίσου… Είχε σπασμένα τα περισσότερα πλευρά και καθώς ήταν γυψωμένος έμοιαζε με γλυπτό που αγωνιούσε να κρατηθείς τη ζωή. Ψέλλισε: “Ό,τι σου ζήτησα, αν είμαι μια στάλα. Όμως, ποτέ σου δεν ευχήθηκες να βρέξει”. “Είμαστε ποιητές από αλλοτινή γενιά», γρύλισε ο διπλωματικός ακόλουθος από δίπλα…”». Η επερχόμενη βροχή και ο συμβολικός κατήφορος: Τώρα η κατηφόρα είχε γίνει πια εντελώς ανεξέλεγκτη: «“Γριές, πουτάνες, ανίδεες μητέρες που μας χαρίσατε την αναπηρία για να γράφουμε”, φώναξε με όση δύναμη διέθετε. “Κατάρα στους δημιουργικούς, κατάρα στους νουβελογράφους!…”». Εδώ οι φράσεις αντιμάχονται με ειρωνεία τα θέματα της σύγχρονης επιβεβλημένης λογοτεχνίας. Υπερρεαλιστική, ονειρική η συνέχεια. Ο ήρωας πριν φτάσει στον προορισμό του απογυψωμένος, και έχοντας «τα μάτια ενός τρελού», το επόμενο πρωί δίνει την διάλεξή του και πεθαίνει. Το κείμενο τελειώνει με το ξύπνημα του Παύλου στο κρεβάτι του γάμου. Στο εισερχόμενο πουλί από το παράθυρο του μπάνιου, που στην προσπάθειά του να βγει χτυπιέται αρκετές φορές στο ταβάνι, ο Παύλος αναγνωρίζει τον Πέτρο. Στο τέλος, ο θάνατος ύστερα από μια περίεργη διάθεση, αφήνει το στίγμα του στην όλη ιστορία. Κείμενο 8ο, «Passe Fille!»: το κορίτσι πέρασμα, «σκέτος ατμός». Μόλις τελείωνε με κάποιον ερωτικά, «“Έχω πάντοτε κάποιον που έχω να φροντίσω”, έλεγε. “Με περιμένουν”». Η πόλη κάποτε σώνεται και δεν υπάρχει άλλη πόλη τής λένε. «“Είμαι το Κορίτσι Πέρασμα;” τους αποθάρρυνε και κινήθηκε γρήγορα κατά μέρος τους». Ο συγγραφέας ολοκληρώνει: «Δεν είχα πάντοτε την άποψη πως οι γυναίκες διεκδικούν το καλύτερο στο φιλέτο του έρωτα». Και η αφοπλιστική κατακλείδα: «Οι άντρες έμειναν πάλι μόνοι». Ακόμα κι έτσι, η τρέχουσα αντίληψη καταρρέει. Στο κείμενο 9ο, «Το σπίτι του ουρανού»: οι άνθρωποι που ζουν «χωρίς χρόνο ή εποχές… μάθαιναν για τη ζωή τους από τα όνειρά τους». Η πραγματικότητα αυθαίρετη και πάλι. Τα σχέδια που κάνουμε μόνο στα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν. Τα πάντα συγχέονται και ανακατεύονται. Το κείμενο 10ο  «{…}», είναι άτιτλο, σαν κομμάτι που παρέπεσε από άλλη αφήγηση. Όσο προχωρούμε στην αφήγηση του συγγραφέα, τόσο και η ποιητική αυτή γραφή αποβαίνει όλο και πιο καλή. Ο Νίκος Γύφτουλας συνοψίζει λίγο πριν το τέλος: Η Άννα και η Ρόζα. Ο Νίκος, ο σύζυγος της Ρόζας. «Με δυο παιδιά. Οι αδερφές ζούσαν για να διοχετεύουν η μια στην άλλη τα συναισθήματά τους. Η μία παντρεμένη, οργανωτική, με πρακτικό πνεύμα της ζωής και με σεξουαλική ζωή που δεν τη βρίσκεις ούτε στ’ αζήτητα. Ήταν όμως λειτουργική. Σίγουρη. Χωρίς μεταπτώσεις. Η άλλη, μελαγχολική αλλ’ αισθησιακή. Κάθε φορά που η Ρόζα έκανε έρωτα μετέδιδε στην αδελφή της τον συναισθηματισμό της ψυχής της. Το παιδί της Άννας έλυνε με τη σειρά του προβλήματα που αντιμετώπιζε το παιδί της Ρόζας με δυσκολία. Και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ρόζα στον γάμο της, η Άννα ήταν παρούσα… Ο θάνατος της μιας επέφερε σύντομα και τον θάνατο της άλλης». Η ποίηση καταστρατηγεί ολότελα την αφήγηση. Τα δεσμά της αιώνιας αγάπης αμφισβητούνται με την έλευση της ελευθερίας και τα όριά της. Και η φράση, αυτή η απόλυτα δεσμευτική, είναι σαν να χαράζει στη μνήμη του αναγνώστη την ποθητή ένωση – επαφή με τον άλλον κόσμο: «Έπεφτε από ψηλά, στ’ αυτιά της, η βρόχινη σιωπή των φωνών τους. “Άννα, αν είσαι η Άννα… Θα πέφτεις από ψηλά… Αν είσαι συ με τη βροχή, τότε η φωνή σου θα πέφτει πάνω μου”…». Σπάνια διαβάζουμε τόσο θαυμάσιες φράσεις. Ο συγγραφέας αυστηρός χρησιμοποιεί τη λέξη «ταχυφαγείο» αντί της καθιερωμένης «φαστφούντ», παρ’ όλο που υπάρχουν ιδιωματικές λέξεις στο κείμενο, όπως «γρατζούνης» και «πασπάτης». Στην θαυμάσια, σύγχρονη «Γεσθημανή» στο 11ο κείμενο, σε νοσοκομείο υπό κατεδάφιση, κάποιος εργάτης ανακαλύπτει ένα χαρτί με σημαίνον κείμενο, «μάλλον από εφημερίδα. Ένα αγόρι, κορίτσι», καταδικασμένο σε θάνατο από την αρρώστια, (τα δυο φύλα συγκλίνουν αριστοτεχνικά σ’ ένα, αφού ο άνθρωπος είναι ίδιος και στα δύο σώματα). Το κείμενο λήγει ως εξής: «Βράδυ τον πλησίασε η φύση μέσα από ένα παράθυρο νοσοκομείου πριν στον θάνατο γονατίσει και το κέρδισε». Πράγματι, στη συνέχεια, το καταδικασμένο από την αρρώστια αγόρι-κορίτσι αρπάζεται από τη φύση που εισβάλλει από το παράθυρο. «Η βλάστηση όρμησε να μπει μέσα». Η φύση όμως και μάλιστα «Ο ελαιώνας που υπήρχε δίπλα στη λεωφόρο, επρόκειτο να “θυσιαστεί”». Το τοπίο επρόκειτο να γίνει έρημο. Αργότερα, βλέπουμε το αγόρι-κορίτσι να εισέρχεται στον ελαιώνα και να παρατηρεί τις αλλαγές. Πέφτει πάνω στον εργάτη που τον κοιτάζει ένοχα και εξαφανίζεται ενώ οι μπουλντόζες κα τα κομπρεσέρ λεηλατούν το τοπίο. Κανείς άλλος δεν είχε δει το αγόρι-κορίτσι. Το εύρημα του τέλους είναι συγκλονιστικό: ένας παππούς φέρνει το εγγονάκι του να παίξει στον ανακαινισμένο δήθεν ελαιώνα από την σύγχρονη οικιστική της ανακαίνισης που στοχεύει σε μια φτηνή χρησιμότητα καταστρέφοντας τη φύση. «“Κι όμως σε είδα… Κι όμως σε είδα”, έλεγε και ξανάλεγε μέσα από τα χείλη του ο γέροντας, και με τρεμάμενο χέρι έβγαζε από την τσέπη του ένα φθαρμένο απόκομμα εφημερίδας με κιτρινισμένα γράμματα, που ακόμη έστεκαν μισοσβησμένα πάνω στο παλιό χαρτί…», Ο γέροντας είναι ο εργάτης.  «Το γέλιο»  της ηρωίδας Αλεξάνδρας πρωτοστατεί στο 12ο Κείμενο, «σ’ όλον τον κήπο, αλλά παραμεγάλωνε συνεχώς και οι γείτονες μηχανεύονταν τρόπους για το εξοντώσουν»: σκούπα, φόλα, παρασιτοκτόνα, ξόρκια, «μέχρι που κάποιος ταξίδεψε στο διαδίκτυο αναζητώντας μια κάποια λύση». Τη λύση την έδωσε ένας εργολάβος με το συνεργείο του. «Εκσκαφή, θεμέλια, κολόνες, πλάκες. Υπόκωφος θρήνος», για τ’ αυτιά των περαστικών. Η Αλεξάνδρα έκτοτε βρίσκεται, «σαν κτίσμα γεμάτο χαρά που δεν θα σταματήσει ποτέ του να μας χαμογελά». Ο κήπος συνώνυμο της χαράς που στην όποια καταστροφή του, απομένει μια μελωδία και χαμόγελο για τον κόσμο. Για το 13ο Κείμενο έχουμε το ποίημα «Ασπασμός»: η προσφορά ενός φίλου προς τον νεκρό σύντροφο: ο θάνατος δεν προσφέρει στενοχώρια, αφού οι πράξεις εν ζωή μετατράπηκαν σε φως ενάντια στο σκοτάδι. Συμπαράσταση, συναίσθημα, προσοχή-ενδιαφέρον: η μνήμη αυτών ξεπερνάει την απώλεια. «Ο εργάτης και η νεκρή γίδα» για 14ο κείμενο. Ο εργάτης Πούλιακωφ, «σώμα που κινείται ανάμεσα σε ασημένιες μηχανές», συζεί με μια γίδα. «Ανάμεσα σ’ εκείνον και το είδωλο της επιθυμίας μου, βρισκόμουν ΕΓΩ», σημειώνει ο συγγραφέας, που αισθάνεται καλά όταν βρίσκεται ανάμεσά τους. Ένα ερωτικό τρίγωνο; Μια ερωτική αυταπάτη ανάμεσα σε τρεις; Η γίδα όμως είναι νεκρή. Στο κείμενο πρωτοστατούν μονάχα οι στιγμές. Η γυναίκα-γίδα αδυνατεί να βλέπει γύρω της, μήτε τις πτώσεις και μεταπτώσεις του συγγραφέα. Στο τέλος, του ψιθυρίζει με «άπορη-απορημένη; έκπληξη: “Ω ναι!… Βλέπω, είσαστε ακόμη σε θέση να νιώσετε αυτό που εμείς εδώ… αποκαλούμε στιγμές”». Συνεχίζουμε με το 15ο  Κείμενο, τη «Γερτρούδη»: μια μελλοθάνατη νεαρή, αντιμέτωπη με έναν εξεταστή οδοντίατρο, τον Όττο, οποίος της αποκαλύπτει και την αιτία του πόνου της: «… παρουσία ενός κάποιου ονείρου, απλωμένου στην αριστερή επιφάνεια του τραπεζίτη σας… “Υποθέτω πως στο παρελθόν θ’ ασχοληθήκατε με τη συγγραφή κάποιων ποιημάτων… Ίσως το όνειρό σας να εύρισκε ενδιαφέρουσα την πιθανότητα να διατηρηθεί στηριζόμενο στο δόντι σας”…». Η Γερτρούδη υπόσχεται πως θα θυμάται το εξής: ανάμεσα στον θάνατο και τη τέχνη της συγγραφής βρίσκεται πάντα η τέχνη του οδοντίατρου. Η δοκιμασία του πόνου για την εκκόλαψη ενός έργου τέχνης. Στο 16ο  Κείμενο, «Ο ισχυρός έρωτας του κ. Όττο ή το τέλος των θαυμάτων (η στιγμή ενός ονείρου που καταβροχθίζει τον δημιουργό του)»: ο ήρωας παρατηρεί μετά τον θάνατο της Γερτρούδης τη βροχή από το παράθυρό του. Βουβός ο θρήνος του Όττο. «Κάμπιες ξεπήδησαν από τα δάκρυα, που με τη σειρά τους πλημμύρισαν τον παρακείμενο δρόμο». Τα δάκρυα προκαλούν πυκνές βροχοπτώσεις. Πινελιές από το 17ο Κείμενο, όπως η γίδα και ο Πούλιακωφ, επανέρχονται στο κείμενο, πριν ο Όττο μετουσιωθεί ο ίδιος σε όνειρο. Το όνειρο του εύχεται έναν «ευχάριστο θάνατο». Ο Όττο, ενώ δυο μύγες ερωτοτροπούν καθισμένες στο περβάζι του παραθύρου του,  καταβροχθίζεται από το ίδιο το όνειρο, «σε μια πόλη σαν αυτή. Δωμάτιο, με αριθμό καταλόγου εννιά χιλιάδες επτακόσια έξι». Μόνο το όνειρο υπάρχει και η λυτρωτική καταφυγή σ’ αυτό. Στο όνειρο καταλύεται ο θάνατος. «Ονειροδικείν», Κείμενο 18ο: εδώ έχουμε μια τρυφερή σκηνή με την ερωμένη να κοιτάζει τον αγαπημένο της ενώ κοιμάται. «Μες στο γλυκό βάρος της ζωής τους, η ακινησία του σ’ εκείνην έδινε ζωή». Η λεπτομερής περιγραφή του είναι η ίδια η ζωή που σκορπίζεται γύρω της. Στο διαμέρισμά τους. Κείμενο 19ο , «Ο επαίτης του γεύματος», αποτελεί το γεύμα μιας καθαρίστριας μ’ ένα μορφωμένο, τον Τόνι, στέλεχος της εταιρείας, όπου και οι δυο τους εργάζονταν. «“Άραγε, τι θέλει και βγαίνει μαζί μου;”» αναρωτιέται αυτή με δουλοπρέπεια. Στο γεύμα δεν αφήνει να πληρώσει, κι αυτός, για ανταπόδοση, «της κάνει έρωτα βάση της πληρωμής του». Το ειδύλλιο συνεχίζεται με ξενάγηση στις φτωχογειτονιές της. Απορούσε ο Τόνι για τη γενναιοδωρία της. «Αλλά έτσι είναι στη ζωή, τα πράγματα υπάρχουν για να διαψεύδονται», σκεφτόταν. Η αλήθεια ήταν πως η καθαρίστρια ήταν καρκινοπαθής, που πεθαίνει, συνοδευόμενη «από σύσσωμο το γραφείο». Κανείς ποτέ δεν έμαθε για τη σχέση. Το τέλος του θαυμάσιου αυτού κειμένου, αφορά εμάς, τους αναγνώστες: «Μέχρι που τη στιγμή που η αξία της άγνωστης απώλειας άνοιξε τον πρώτο κύκλο συζητήσεων». Η μετά θάνατον αξία που κατισχύει επί πάντων και μοιάζει σαν ν’ αναγεννάται με τις αμοιβαίες συζητήσεις ο ίδιος άνθρωπος, έστω και προσωρινά, σε ένα ηθικό πεδίο αρετών. Στο 20ο Κείμενο στις «Ηνωμένες απώλειες της ψυχής του»,  η σεξουαλικότητα είναι διάχυτη σε όλες τις φάσεις της. Στην 1η σκηνή η Σελήνη που στάζει μέλι παρομοιάζεται με το πέος, προορισμένο για τον Σύντροφό του. Η επόμενη σκηνή αφορά τον ήρωα σε ταβέρνα. Παρ’ ολίγον σεξουαλική πράξη με γυναίκα, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να βρει «το πέος του φίλου του». Εκείνη αρκείται στο βύθισμα των δαχτύλων του στον κόλπο της και στο τέλος αποκοιμιέται. Η επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας του δημιουργεί τη σκέψη της αιμομιξίας, ενώ η επόμενη σκηνή με τον «μισοχαλασμένο νεαρό από τη λεωφόρο του κήπου» και την εναργώς αισθαντική σεξουαλική πράξη, αφού τον «χόρτασε», τον πέταξε έξω από την πόρτα του αυτοκινήτου. Ο νεαρός αφού μάζεψε τα παντελόνια του, ετοιμαζόταν για τον επόμενο πελάτη. Όλες οι σκηνές τελειώνουν με το άλειμμα μιας φέτας ψωμιού με βούτυρο. Οι σκηνές του σεξ σε συνδυασμό με την αλειμμένη φέτα, που μας οδηγεί σε συνειρμούς μιας ζωής που τα πάντα είναι ασήμαντα, μοιάζουν κατά την αφήγηση με τυχαία κατασκευή και όχι τόσο βιωμένη και αποτελεσματικά ευρηματική. Το επόμενο 21ο Κείμενο, αναφέρεται στον «Αscot», σ’ ένα πρεζάκι, τον Γιάννη, που ζει «στον περιφερειακό του παλιού ιπποδρόμου». Ο νέος πηγαίνει σ’ ένα ταβερνείο που βρίσκεται «απέναντι από τους στάβλους του παλιού ιπποδρόμου, για την αγαπημένη σούπα του», που του έδινε μια ταλαιπωρημένη γριά Ρωσίδα. Οι τέσσερις θαμώνες, συμπεριλαμβανομένου και του Γιάννη  λόγω της εξαθλίωσής τους, δεν του έδιναν καμία σημασία. Ο ένας απ’ αυτούς δεν έχει πρόσωπο, ο δεύτερος ήταν ιδιοκτήτης και ο άλλος απλώς «παρέα». Η εικόνα ενός αλόγου, του Άσκοτ, συμπληρώνει κάλλιστα την εικόνα. Το ζώο επόπτευε ένας κοντός, μικροκαμωμένος άνθρωπος. Ο Άσκοτ διασχίζει τη λεωφόρο και στέκεται μπροστά στην ταβέρνα. Μια νύχτα ο Γιάννης «μπήκε στην ταβέρνα σε κακά χάλια». Ενώ έτρωγε τη σούπα του, είδε από το παράθυρο το ζώο να διασχίζει την άσφαλτο. Ξαφνικά μια μηχανή πέφτει επάνω του. Το πρεζάκι πετάχτηκε έξω «με το κλάμα στα μάτια και τη σούπα στα χέρια». Προσπάθησε να σώσει το άλογο, αλλά δεν μπόρεσε. Πληγωμένο, το άχρηστο πια πρεζάκι, το παρέλαβε το ασθενοφόρο, ενώ τον νεκρό Άσκοτ τον έδεσαν σε γερανό. Εξαιρετικό κείμενο σπάνιας καταγραφής. 22ο Κείμενο ο «Μύκητας». Ο παραιτηθείς από το αξίωμά του λόγω μυκητίασης Κωστής Μποροδέλης, βρίσκοντας καταφύγιο σε τηλεοπτική εκπομπή, θέλει έτσι να εξαγνίσει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Πλατεία Βάθη, πορνοσινεμά της Αγίου Κωνσταντίνου, «κλαρίνα και μπουρδέλα». Το βράδυ όμως σε τηλεοπτικό δελτίο, δείχνει μονάχα το προσβεβλημένο μπούστο του από το μύκητα. Την τελευταία μέρα, είναι μόνος και αβοήθητος, κουτσουλισμένος από ένα περιστέρι, «μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας» σε πεζούλι μιας πλατείας. Επιστροφή στο στούντιο. Ο Κωστής σε απελπιστική κατάσταση λόγω της αρρώστιας του. Ο άρρωστος αποχαιρετά το κοινό του και πεθαίνει εισερχόμενος στον «μεγάλο ύπνο». Το μέσο της τηλεόρασης που αποκαλύπτει τη χαρά και τον θρήνο, μοιράζοντας εξίσου και ισοπεδώνοντας κάθε συναίσθημα και απελπισία. Και ο ασθενής αναγκάζεται να παίξει το παιχνίδι των ΜΜΕ ακόμα και για να πεθάνει.  23ο  Κείμενο,  «Ο πεθαμένος πλασιέ»: εδώ ο Νίκος Γύφτουλας  επαναπαύεται και πάλι στον υπερρεαλιστικό συμβολισμό. Η ιστορία αφορά έναν ευσυνείδητο ασφαλιστή που τη νύχτα, τρομαγμένος από τη θέα μιας ελιάς στο πρόσωπό του, («το υγρό ατόφιο χρυσάφι», κατά τον Όμηρο και «ο μεγάλος θεραπευτής», κατά τον Ιπποκράτη, η ελιά, ευλογημένο δέντρο και σύμβολο ειρήνης, σοφίας, γονιμότητας, ευημερίας, ευφορίας, τύχης, νίκης που τρέφει, συντηρεί, προστατεύει, τονώνει, θεραπεύει, εμπνέει), στο κείμενο αποτελεί κάτι το βασανιστικό. Ο ήρωας, υποδύοντας ο ίδιος την ελιά, προτιμά τη σταύρωση του από έναν υπάνθρωπο χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου που «βγαίνει από μια καταπακτή κάτω από τη βεράντα για τον σταυρώσει» τραβώντας τον απ’ τα μαλλιά και σέρνοντάς τον  έξω. «Η αγωνία του κόπαζε και η λύτρωση ξεχείλιζε από τα πονεμένα του σπλάχνα». Η ανία της καθημερινότητας ήταν εξαντλητική. Τηλεφωνικά ενημερώνει τους πελάτες για το νέο ασφαλιστικό πρόγραμμα. Η τελευταία εικόνα της αυτοκτονίας του, καβαλώντας τα κάγκελα του μπαλκονιού χαράματα, με το κεφάλι του έτσι γυρτό, θύμιζε την αυτοκτονία του Ιούδα. «Ιδανική ώρα για να φύγει κανείς», σχολίασε παγερά ένας γείτονας. Και το σώμα του αχνοφαινόταν «στο μουντό χάραμα του σκοτεινού πρωϊνού». Ευρηματικότατο είναι το 23ο Κείμενο με τον τίτλο «Συλβάνα»[2]: Αλκοόλ, τσιγάρο και μοναξιά του συγγραφέα και η λέξη «ΜΟΝΟΣ» επικοινωνεί με την Συλβάνα. Η λέξη «Ρήξη» αφορά την επόμενη σκηνή με την Συλβάνα να έχει μόλις τελειώσει τον έρωτα με την πρόθεση «να επιτρέψει αυτή τη φορά σ’ έναν νέο άντρα, ν’ αρχειοθετήσει την ύπαρξη του συγγραφέα, στη μνήμη του σώματός της», τη στιγμή που «ο συγγραφέας βιαζόταν να τελειώσει το τσιγάρο του». Πτήση για Πράγα. Η Συλβάνα βγαίνει στα μαγαζιά της περιοχής με την αίσθηση των χτύπων «ενός παλιού ρολογιού που ο συγγραφέας της είχε χαρίσει στις αρχές τους». Αίσθηση από το παρελθόν: «Ήταν τρεις του Φλεβάρη. Δεν είχε πράξει και άσχημα να σκοτώσει μέσα της τον συγγραφέα». Το 24ο κείμενο {…}, είναι η συνέχεια του προηγουμένου. Τακτοποιημένο δωμάτιο της Συλβάνας που περιμένει «την εκχύμωση του νέου σώματος» και σκηνή με το λευκό σκυλί της. Ατενίζει το είδωλό της στον καθρέφτη, του οποίου η επιφάνεια «δεν άφηνε περιθώρια για συναισθηματισμούς». Η γυναίκα χυμάει από το παράθυρο. «Ήταν μόλις επτά του Φλεβάρη». Στο μεταξύ ο συγγραφέας «μετέτρεπε τη ροή του καπνού του σε κρασί ενός άλλου ποτηριού. Απέσπασε το φίλτρο του τσιγάρου του, καπνίζοντας  το μισό φίλτρο, όπως μόνο από συνήθεια». Τα φώτα στο νερό της ζωής του τρεμόσβηναν και σουρούπωνε. Χάνεται κι αυτός. Ο φελλός επιπλέει ακόμα στην μποτίλια. Τα αντικείμενα επιβιώνουν ερήμην μας και του θανάτου μας.  Κείμενο 25ο, «Ταρσανάς»[3]: η Μάρθα περιπλανιέται στην παγωμένη Ρώμη του Δεκέμβρη. Στο διαμέρισμα, η σόμπα χαλασμένη γι’ αυτό «κυκλοφορούμε με τα μπουφάν». Το δεύτερο πρόσωπο είναι η Μαρία Λουΐζα με τις ανασφάλειές της που εκφράζει στον συγγραφέα σχετικά με το ταλέντο της στο θέατρο. Σκηνή ερωτική. Τον ικετεύει να μην τελειώσει μέσα της. Αυτός αντιδρά, αλλά εκείνη στην ερώτησή της μήπως δεν είναι πια αρεστή παίρνει την απάντηση: «…“Αλλά ναι, Τώρα που σε ικανοποίησα, έχασα το ενδιαφέρον μου για μένα”…». Η παραδοξολογία της φράσης ακολουθεί την ομολογία της αγάπης του συγγραφέα σ’ αυτήν. Ο χρόνος όμως νικά τα πάντα και ο Νίκος Γύφτουλας θυμάται τα λόγια της, «οδηγώντας σούρουπο, μονάχος, κάπου στην Παραλιακή.. Η φράση της κατά το χωρισμό τους στη Via Urbana είναι σαφής: «“Αγάπη μου, ανάμεσα στο θέατρο της σκηνής και σ’ αυτό της ζωής, εγώ προτιμώ το δεύτερο”». Ο φαντασμαγορικός Κήπος της Γης Θνητής περιγράφεται εκστατικά στο  26ο Κείμενο, με τον τίτλο «Κυμβαλίνη»[4]: το φόντο του κήπου οδηγεί τον συγγραφέα να πιστεύει πως «θα την αλλάξουμε τη ζωή. Μαζί». Το κείμενο, απ’ τα καλύτερα της συλλογής, είναι γεμάτο από ποιητικό οίστρο που διαλύει την απελπισία αυτού του κόσμου. Δεν θα έλεγα πως περιγράφει τον Παράδεισο. «Πηγή που αναβλύζει, εσύ φάρος, φως, έρωτας, θάνατος»: τα στοιχεία μιας αναγνώρισης που μας αφορά και μας κατευθύνει. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το Κείμενο 27ο, «Αναχώρηση Διπλασιασμός», που είναι το ίδιο με τον «Σύντροφο στη μήτρα»: Η ηδονική πράξη δύο σωμάτων μέσω της θέας των χρωμάτων της μητέρας του που βλέπει ο ένας εραστής από τους δύο, ακούει τους ήχους από το Σύμπαν. Ίσως ο Κήπος της Γης Θνητής να μην μας αρκεί και να επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά πως το Σύμπαν είναι η αληθινή μας καταγωγή και η μήτρα μας. Ίσως εκεί να επιστρέφουμε μέσα από την ηδονή των σωμάτων.

Χωρίς αμφιβολία, ο Νίκος Γύφτουλας δεν είναι τυχαίος συγγραφέας. Ούτε από αυτούς που διαβάζει ένα βιβλίο για να γράψει ένα άλλο. Επινοεί, κατακτώντας μια δική του γλώσσα, όχι τόσο εύκολη και κοινή. Τον ενδιαφέρει η λογοτεχνία τη στιγμή της δημιουργίας της, μια λογοτεχνία που είναι πέρα από κάθε κριτική, ελεύθερη και μετέωρη, σαν αυτή που σας παρουσίασα, ελπίζοντας να φωτίσω κάπως το θάμπος της τέχνης του. Ο Κήπος της Γης Θνητής είναι μόνο η αρχή γα μια πορεία καταγραφής ενός κόσμου που υπάρχει πάντα αυθαίρετα και που ο ικανός λογοτέχνης καλείται να καταγράψει. Κι όσο για τον ίδιο τον συγγραφέα σ’ αυτήν του την απόπειρα, καταφέρνει κατά την ανάγνωση να μας προσφέρει μια μαγεία πρωτόγνωρη, ανατρέποντας εύκολα τις ενοχές μας και απαλύνοντας μας τα οποιαδήποτε τραύματα και τις φοβίες μας για τα της ζωής τεκταινόμενα, που αναπαράγονται μέσα στον συμβολισμό της γραφής αγνά και απλά.

 

Δεκέμβριος 2015


[1] Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή «Λυκούργου Σταυράκου» και παρακολούθησε τμήματα υποκριτικής στην Ελλάδα και την Ιταλία. Είναι επίσης πτυχιούχος φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ρώμης La Sapienza, με κύριο κύκλο σπουδών το δημο-εθνο-ανθρωπολογικό.

[2] Το όνομα Σιλβάνα γράφεται καλύτερα με γιώτα (ι) γιατί προέρχεται από το λατινικό silva-ae = δάσος.

[3] Ταρσανάς ή Αρσανάς είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας βυζαντινοτουρκικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται κυρίως μικρές ναυπηγικές μονάδες και νεώρια, στα οποία ανελκύονται μικρά σκάφη συνήθως αλιευτικά και λέμβοι για καθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς αλλά και φύλαξη. Με το όνομα αυτό ως τοπωνύμιο φέρονται πολλές περιοχές (όρμοι), στις οποίες υπάρχουν ή υπήρξαν παλαιότερα παρόμοιες εγκαταστάσεις. Χαρακτηριστικοί είναι οι μικροί αρσανάδες που υπάρχουν στο Άγιο Όρος όπου φυλάσσονται οι λέμβοι των παράλιων Μονών, και που αποτελούν τα από θαλάσσης σημεία προσέγγισης σ΄ αυτές (κοινώς: σκάλες).

[4] Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο τίτλος «Κυμβαλίνη» του βιβλίου παραπαίει [ Α ]: Ανάμεσα στο κύμβαλον = είδος μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται μεταξύ τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (Πρδ 1. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ. 2. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», Πλούτ.) 3. Η φράση «κύμβαλον ἀλαλάζον», λέγεται για εκείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ). και [ Β ]: Στον Κυμβελίνο, το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που συγκαταλέγεται στις σαιξπηρικές τραγωδίες και οι μελετητές το χαρακτηρίζουν «τραγικωμωδία». Το έργο δεν μπορεί να χρονολογηθεί ακριβώς. Δεν είναι γνωστή με ακρίβεια η χρονολογία της πρώτης παρουσίασης του έργου, ωστόσο υπάρχει καταγεγραμμένη μια παράσταση, την Πρωτοχρονιά του 1634, ενώπιον της Αυλής και του βασιλιά Καρόλου Α΄. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1623. Η πηγή του αφορά την ομοερωτική ιστορία του Τζέφρεϊ του Μονμάουθ για τον Βρετανό άρχοντα Κυνοβελίνο, την οποία μεταποίησε αριστοτεχνικά ο Σαίξπηρ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top