Fractal

Νίκος Εγγονόπουλος: «Ποίηση 1948»

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

   Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), εκπρόσωπος του επαναστατικού και ηθελημένα προκλητικού υπερρεαλισμού στην ελληνική πνευματική σκηνή, διακρίνεται τόσο για την ιδιαιτερότητα της προσωπικής του φωνής όσο και για τη διατήρηση μιας έλλογης νοηματικής ακολουθίας, ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα ποιήματά του. Η συνολική παραγωγή του στηρίζεται σταθερά στην ιστορική και λογοτεχνική ελληνική παράδοση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί δανείζεται λεκτικούς τρόπους απ’ όλα τα στάδια εξέλιξης της νεοελληνικής γλώσσας. Οι αναφορές του σε γεγονότα της συλλογικής μνήμης καθιστούν ευανάγνωστο το διαρκή διάλογό του με την ιστορία. Η αναγωγή στο παράλογο, η τυπογραφική επανάσταση, η αχαλίνωτη φαντασία, η απροσδόκητη εικονοποιία, η πρόκληση, η ανατροπή, το χιούμορ, ο ερωτισμός, η πικρία, η έκπληξη, η συνειδησιακή ροή, η αυτόματη γραφή, η καταστρατήγηση των συντακτικών νημάτων και των γραμματικών δομών και η απουσία στίξης, αποτελούν κοινούς τόπους στην ποίησή του.

Το ποίημα του «Ποίηση 1948», που εντάσσεται στη συλλογή ΕΛΕΥΣΙΣ 1948, ανήκει στα αποκαλούμενα ως ποιήματα ποιητικής. Πρόκειται για αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Με άλλα λόγια, είναι προγραμματικά ποιήματα που συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση. Σ’ αυτά ο ποιητής λειτουργεί ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Έτσι, ο αναγνώστης εισέρχεται στο εκάστοτε ποιητικό εργαστήρι και αφουγκράζεται τον διάλογο που ανοίγουν οι ποιητές με την ίδια την τέχνη τους. Το γεγονός αυτό τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος τον δημιουργό ως λειτουργό και την τέχνη του ως πράξη ευθύνης.

Θέμα της ποιητικής σύνθεσης είναι η ποιητική δυστοκία, η πνευματική ξηρασία, ο ευνουχισμός της ποίησης, που παρατηρείται σε καιρούς χαλεπούς, όταν απουσιάζει το γόνιμο έδαφος που θα προσφέρει καρπούς λογοτεχνικής συγκομιδής. Η ποίηση σε οριακές καταστάσεις βουβαίνει, δεν δύναται να ευδοκιμήσει και να διαδραματίσει κρίσιμο, καταλυτικό, κοινωνικό, λυτρωτικό ρόλο. Επομένως, ο χαρακτήρας της ποιητικής σύνθεσης είναι επικαιρικός.

Ο Εγγονόπουλος αποστασιοποιείται από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και τις ιδεολογίες τους και αίρεται πάνω από αυτές, χωρίς να τάσσεται με το μέρος κανενός. Υιοθετεί μια μετριοπαθή και ουδέτερη στάση, μια πνευματική ανεξαρτησία ως ανάγκη για τίμια σχέση με τα εργαλεία της δουλειάς του. Το μόνο που επιθυμεί είναι η παύση των εχθροπραξιών, αλλά μέσα στην παραζάλη και τα πάθη του πολέμου δεν εισακούεται. Στην υπό εξέταση σύνθεση, μιλά για ανημποριά της ποίησης να αρθρώσει το λόγο της απέναντι στις επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσα σε αιματηρές συνθήκες του διχασμένου από τον εμφύλιο σπαραγμό (1946-1949) έθνους. Μέσα σε συνθήκες ακραίας βίας, εμφύλιου μακελειού, σύρραξης, έντασης λόγω της περιρρέουσας ζοφερής, ηλεκτρισμένης και θανατηφόρας ατμόσφαιρας, η ποίηση φαντάζει εξωπραγματική, μάταιη, ανούσια, κενή, άσκοπη, άκαιρη, άγονος γραμμή, νεκρή ζώνη, είδος πολυτέλειας και γι’ αυτό παραχωρεί τη σκυτάλη στην ποιητική σιωπή, η οποία αναδεικνύεται καταλληλότερη, αφού αποδίδει με μεγαλύτερη ένταση την τραγικότητα της εποχής. Στο ποίημα εφαρμόζεται η ρητορική της σιωπής ως εκφραστική της αδυναμίας της ποίησης να υπερβεί τα γεγονότα της εποχής της. Ο Εγγονόπουλος τείνει στο ά-λεκτο, κάτι που αποτυπώνεται με τη λιτότητα, τη βραχυλογία, την άμεση προβολή της συναισθηματικής του φόρτισης και την δηλούμενη ολιγογραφία. Θεωρεί την σιωπή του αρετή, τόλμη, ανθρώπινη συμπεριφορά, αταραξία μέσα στην τρέλα, ευθυκρισία στον παραλογισμό, πολιτική ανεξαρτησία, διαμαρτυρία της λογικής, πολιτική αφατρίαστη. Ξεκινώντας από μια διάθεση έντονης αποστροφής και αποτροπιασμού μπροστά στην εποχή του εμφυλίου σπαραγμού, διακηρύσσει την αναστολή και την αφωνία του ποιητικού λόγου. Οι λέξεις φαντάζουν ανεπαρκείς την ώρα που διακυβεύεται η ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς ο θάνατος σπέρνει και θερίζει. Τα λόγια κομπάζουν μπροστά στη φρίκη. Η ανάγκη επιβίωσης δεσπόζει ετσιθελικά στην ψυχή κάθε ανθρώπου, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος. Το ψυχικό πένθος του δημιουργού αναστέλλει τις δημιουργικές του τάσεις, οι οποίες και υποχωρούν ως έκφραση ελάχιστου φόρου τιμής, ως ένδειξη σεβασμού στους νεκρούς. Όταν το έθνος σπαράσσεται, ο νεκρός-ζωντανός και προδομένος Εγγονόπουλος δεν μπορεί να προσποιείται ότι γράφει χαρούμενη και ικανοποιητική σε ποσότητα ποίηση. Η τραγικότητα της εποχής ξεπερνά τη δύναμη του ποιητικού εγώ.

Εν τέλει, ο Εγγονόπουλος αισθηματοποιεί την ποιητική του αμηχανία και αισθάνεται υποχρεωμένος να εξομολογηθεί, προκειμένου να από-ενοχοποιηθεί. Με αυτήν την σύνθεση-μινιατούρα απολογείται. Αδύναμος να ανταποκριθεί στο χρέος του ως ποιητής, απέναντι στην τέχνη του και στην εποχή του, για την ποιητική του σιωπή, λόγω των τραγικών συνθηκών, αισθάνεται την ανάγκη να δώσει κάποιες εξηγήσεις. Πιθανοί αποδέκτες της εξομολόγησης του Εγγονόπουλου ενδέχεται να είναι (α) η ποίηση, καθώς δεν εκτελεί το καθήκον του ως λειτουργός της, (β) ο εαυτός του, επειδή ο ίδιος ελπίζει πως έτσι θα λυτρωθεί από την ευθύνη της πνευματικής δυστοκίας, για την οποία νιώθει ένοχος και (γ) η αναγνωστική κοινότητα, που ίσως περιμένει από την ποίηση μια ελπίδα σωτηρίας ή έστω διαφυγής και λύτρωσης από τη μακάβρια πραγματικότητα.

Ο τίτλος της ποιητικής σύνθεσης είναι χαρακτηριστικός, καθώς παρέχει τα ερμηνευτικά κλειδιά της στον αναγνώστη. Η έλλειψη οριστικού άρθρου στο ουσιαστικό ποίηση προσδίδει μια καθολική διάσταση. Η ποίηση ως πνευματική λειτουργία και ως λειτουργία τέχνης, τοποθετείται, δοκιμάζεται και παράλληλα καθορίζεται στη σχέση της με τα ιστορικά δρώμενα ενός συγκεκριμένου έτους. Ο συνοδευτικός χρονολογικός προσδιορισμός (1948) προσδίδει ιστορική χρωματικότητα, καθώς φανερώνει πως το ποίημα γράφεται, ενώ μαίνεται ακόμα ο εμφύλιος πόλεμος. Επομένως, ο βασικός θεματικός άξονας του ποιήματος είναι ήδη προκαθορισμένος μέσα από την προσημαντική δύναμη του τίτλου, ο οποίος τροφοδοτεί το συλλογικό  με την γενικευτική  λέξη ποίηση και με το έτος 1948 αναδεικνύει εμφατικά την έντονη παρουσία του συγκείμενου. Χωρίς εικόνες και συμβολισμούς, προσδιορίζεται η εποχή, δίνεται το θέμα και προβάλλεται το δράμα του ελληνικού λαού.

 

Δομή: 1η στροφική ενότητα (στ. 1-13), 2η στροφική ενότητα (στ. 14-20).

 

Ανάλυση:

 

τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση

κι’ άλλα παρόμοια:

 

Κατατίθεται με τόνο σοβαρό και επίσημο η δήλωση του ποιητή για τον αντιποιητικό χαρακτήρα της εποχής του εμφύλιου σπαραγμού, η οποία επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση της στάσης του ποιητή. Η εποχή του τρόμου καταστρατηγεί τη λογοτεχνική παραγωγή κι αναστέλλει την ποιητική δημιουργία, καθώς η τέχνη αποδεικνύεται κατώτερη της οδυνηρής πραγματικότητας. Με λιτούς στίχους σκιαγραφείται το βαρύ κλίμα, η πένθιμη ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία ο ποιητής νιώθει την ύπαρξή του να συνθλίβεται.

 

του εμφυλίου σπαραγμού: Να σημειωθεί ότι σε εποχές πολιτικής πόλωσης, όπου ο εμφύλιος αποκαλείται συμμοριτοπόλεμος και ανταρτοπόλεμος, ο ψυχραιμότερος, ακριβέστερος και εν τέλει όντως ανθρωπιστής Εγγονόπουλος διαβλέπει την ουσιαστική πτυχή του πολέμου και τον χαρακτηρίζει αναλόγως: εμφύλιος σπαραγμός. Στο σημείο αυτό, μορφολογικά, η πτώση του τόνου -εμφυλίου αντί εμφύλιου- αφενός αποδίδει την οικεία στον ποιητή καθαρεύουσα, αφετέρου αποφεύγει την μετρική κανονικότητα, έτσι ώστε ο στίχος, χάνοντας τον μετρικό βηματισμό της, κινητοποιεί δραστικότερα την προσοχή του αναγνώστη. Η επιλογή της λέξης σπαραγμού δεν είναι τυχαία και διαθέτει έντονη σημασιολογική και συναισθηματική φόρτιση, καθώς δηλώνει την κατασπάραξη, το ξέσκισμα των σαρκών, τον βαρύ ψυχικό πόνο, τη συντριβή και την τεμαχισμένη εικόνα του ποιήματος. Η λέξη συνειρμικά παραπέμπει στην έννοια του σπαράγματος, της αποσπασματικής γραφής, του κατακερματισμένου κι ακρωτηριασμένου λόγου,  γεγονός που συνάδει με την θρυμματισμένη ψυχή του ποιητή. Ο αλληλοσπαραγμός των αντιμαχόμενων παρατάξεων, ο κλαυθμός κι ο οδυρμός, ο ψυχικός σπαραγμός, δεν δύνανται να αποδοθούν με λέξεις. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που δεν χωρά σε στίχους.

 

εποχή: Η επαναφορά της λέξης υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στο «τι είναι» και στο «τι δεν είναι» η εποχή αφενός κι αφετέρου δημιουργεί μια ρυθμικότητα.

 

κι’ άλλα παρόμοια: Στο στίχο αυτό, ο Εγγονόπουλος παραφράζει τον καβαφικό στίχο κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Από το καβαφικό διακείμενο παραλείπεται το εξόχως ειρωνικό ηχηρά, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται η ειρωνεία, που περιορίζεται, έτσι, στην υπαγωγή της ποίησης σ’ ένα χώρο κι άλλων παρομοίων, δηλαδή στο χώρο της τέχνης. Με αυτό το καβαφικό δάνειο, ο Εγγονόπουλος προτείνει μια συνολική αντιμετώπιση του εμφυλίου απ’ όλους τους καλλιτέχνες. Κάνει λόγο, με κάποια ελαφριά υποτιμητική διάθεση, για άλλες, συναφείς με την ποίηση, τέχνες, για κάθε μορφή πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας (μουσική, θέατρο, ζωγραφική, κ.ά.), που αναστέλλεται λόγω των εξωτερικών συνθηκών. Επομένως, ο στίχος επεκτείνει την αρνητική επίδραση του κλίματος της εποχής, τη στατικότητα, την πνευματική ξηρασία. Τα πάντα τα σκεπάζει ο πόνος. Το μέλημα όλων είναι η επιβίωση και οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση είναι περιττή και παραμερισμένη. Δεν είναι καιρός για τέχνη, γενικά, αλλά εφόσον με τον λόγο αποκαλύπτεται το άκαιρο της ποίησης, η ποίηση, για λίγο, προηγείται και απομονώνεται από τ’ άλλα παρόμοια.  Η ειρωνική διατύπωση συγκροτεί την προσωπική οπτική γωνία του ποιητή. Η άνω και κάτω στιγμή εισάγει την επεξήγηση της κατηγορηματικής θέσης με την οποίαν ξεκινά το ποίημα.

 

σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου

 

κάτι: Κάτι το ελάχιστο εκκολάπτεται και προσπαθεί να γίνει ποίηση. Παρόλη την αδυναμία του να συνθέσει, δεν εγκαταλείπει. Ο ποιητής αν και σπεύδει να δηλώσει πως η εποχή αυτή δεν είναι εποχή για ποίηση, ωστόσο, ο ίδιος παράγει, έστω και κάτι ελάχιστο. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο Εγγονόπουλος αντιφάσκει. Μολαταύτα, το ποίημα αυτό ομολογεί την αδυναμία της ποίησης να λειτουργήσει υπό αυτές τις συνθήκες. Το γεγονός αυτό αίρει την αντίφαση, καθώς το ποίημα λαμβάνει μορφή εξομολόγησης, στην οποία τον ωθεί μια εσωτερική ανάγκη να απολογηθεί. Ο ποιητής κάνει μια προσπάθεια να μην στέκει ως απλός παρατηρητής των γεγονότων. Εξάλλου, όπως θα ισχυριστεί ακολούθως, τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα και τόσο λίγα. Με άλλα λόγια, το ποίημα, στο επίπεδο του νοήματος, ακυρώνει τη γραφή και τη λειτουργία της ποίησης. Στο επίπεδο, όμως, της ποιητικής πράξης ο ποιητικός λόγος έχει ήδη γραφεί και είναι συντελεσμένος. Αυτό σημαίνει ότι η ακύρωση και η κατάργηση της ποιητικής πράξης δεν πραγματώνονται. Έτσι, η άρνηση του ποιητικού λόγου λειτουργεί τελικά μόνο ως φραστικό εύρημα, για να καταγγελθεί μέσα απ’ αυτό η τραγωδία του εμφυλίου σπαραγμού. Το ποίημα, λοιπόν, στην ουσία του περιέχει την άρση και τη θέση της ποιητικής γραφής. Στο επίπεδο του ποιητικού νοήματος, η ποίηση αίρεται· στο επίπεδο της συγκεκριμένης και γραμμένης ποιητικής πράξης, η ποίηση τίθεται. Τελικά, ο ποιητής δεν ακυρώνει τη λειτουργία της ποίησης. Αντίθετα η ποίηση τίθεται και λειτουργεί με τη σφραγίδα, έστω, της πίκρας και της ολιγογραφίας. Αποδεικνύεται λοιπόν, μέσα απ’ αυτήν την αντινομία, ότι η ποιητική έκφραση, ως ανάγκη ζωτική και ως πάθος, δεν ξεπερνιέται, όσο τραγικό κι αν είναι το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, όσο δυστυχισμένη κι αν είναι η προσωπική ζωή του δημιουργού. Εύκολα μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανάγκη έκφρασης γίνεται πιο δυνατή μέσα σε αρνητικές καταστάσεις.

 

ως αν/ να γράφονταν / από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων θανάτου: Με μια ρεαλιστικού περιεχομένου παρομοίωση  δίνεται, με οξύτητα και δριμύτητα, η ζοφερή εφιαλτική πραγματικότητα του πολέμου και ειδικά η πιο τραγική του εικόνα, αυτή του μαζικού θανάτου. Η παρομοίωση είναι από τις πιο ευρηματικές της συγκαιρινής της εποχής, γιατί μέσα απ’ αυτή χρωματίζεται με τα μελανότερα χρώματα η περιρρέουσα αιματηρή ατμόσφαιρα, καταγγέλλεται η «δολοφονία» των ποιητών (περιθωριοποίηση στην αντι-πνευματική εποχή, εκτελέσεις, εξορίες πνευματικών ταγών), αποκαλύπτεται το ίδιο το περιεχόμενο της ποίησης, καθώς αυτή μιλά για θάνατο, αίμα, ερείπια, ανθρωποθυσίες, που επεκτείνονται στο χώρο και το χρόνο μην αφήνοντας και τα ελάχιστα περιθώρια για ποίηση. Κάθε φορά που ο Εγγονόπουλος ανακινεί μια νέα ατέρμονη απόπειρα ποιητικής γραφής, τα χαρτιά, πάνω στα οποία ξεκινάει να γράψει, φαντάζουν σαν αγγελτήρια θανάτου. Ο Εγγονόπουλος αποδεικνύει τις υπερρεαλιστικές του καταβολές και την αχαλίνωτη φαντασία του. Ότι κι αν γίνεται εκείνη την εποχή έχει τη σφραγίδα, το στίγμα του πολέμου. Καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα, πολύ περισσότερο η τέχνη, δεν ξεφεύγει, δεν ανατρέπει, αλλά στον αντίποδα, επιδεινώνει την κατάσταση. Μοιάζει με ιεροσυλία, καπηλεία των νεκρών και των αγώνων τους, είναι εντελώς παράκαιρη στο γενικότερο κλίμα, μοιάζει με μια περιττή και ανούσια πολυτέλεια. Όταν ο θάνατος είναι παρών, η ποίηση από σεβασμό και διακριτικότητα είναι απούσα ή κάνει ελάχιστα αισθητή την παρουσία της. Η οδύνη για τους αδικοφαγομένους είναι αποτρεπτική της γραφής. Η προσπάθεια είναι μάταιη, ατελέσφορη.  Μπροστά στο πλήθος των νεκρών, η ποίηση σιωπά.  Το αίσθημα του πνιγμού αντανακλάται στο χωρίο με τη χρήση της καθαρεύουσας. Επιπροσθέτως, ο ρόλος της παρομοίωσης είναι να εκφράσει αυτό το κλίμα, αλλά και να δικαιολογήσει την προηγουμένως διατυπωθείσα άποψη του ποιητή ότι η εποχή αυτή δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια. Με άλλα λόγια, η απροσδόκητη παρομοίωση διαδραματίζει ουσιώδη δομικό ρόλο και στηρίζει την ποιητική σύνθεση, καθώς αποτελεί συνδετικό νοηματικό κρίκο, ανάμεσα στην πρώτη υποενότητα της πρώτης στροφικής ενότητας (στ. 1-5) και στην δεύτερη στροφή που έπεται, όπου εξομολογούμενος ο Εγγονόπουλος αιτιολογεί τη σχετική ποιητική του παραίτηση. Επομένως, επικουρικά, η μακάβρια αυτή παρομοίωση δικαιολογεί την ποιητική δυστοκία, την ανημποριά του ποιητή να παραγάγει.

 

γι’ αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε – άλλωστε – δεν ήσαν;)
κι’ είναι
– προ πάντων –
και
τόσο
λίγα

 

Η δεύτερη στροφή, ως απόρροια της πρώτης, αφενός μεταβάλλει το ομαδικό βίωμα σε ατομικό με την κυριαρχία του α΄ ενικού προσώπου και αφετέρου αιτιολογεί την ποιητική ολιγογραφία και πίκρα.

τα ποιήματά μου/ είν’ τόσο πικραμένα: Η πίκρα του Εγγονόπουλου, που τον συνοδεύει στις ώρες της μοναξιάς, αποτελεί σταθερό συναισθηματικό προσανατολισμό, άξονα και επανερχόμενο μοτίβο στην ποίησή του, λόγω του ότι ο ίδιος βίωσε οριακές καταστάσεις (Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική, προσφυγιά, μεταξική δικτατορία, Β΄ Παγκόσμιος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος). Με τη μεταφορά γίνεται αισθητό πως ο ποιητής δεν δύναται ν’ αποκοπεί από την ποιητική του ιδιότητα και γι’ αυτό περιορίζει την ποιητική του έκφραση σε ποιήματα πικραμένα. Ο αβάσταχτος πόνος, η θλίψη, για όσα δεινά βιώνει το έθνος φωλιάζει και βαραίνει την καρδιά του δημιουργού. Εύλογο επακόλουθο και η ποίησή του να αποβάλλει ψυχικό πένθος.

 

(και πότε – άλλωστε – δεν ήσαν;): Η τοποθετημένη μέσα σε παρένθεση ρητορική ερώτηση διακρίνεται για την βάσανο που την διαπερνά. Επειδή, ακριβώς, ο Εγγονόπουλος δράττει την ευκαιρία να μιλήσει για την πίκρα που διέκρινε εν γένει την ποίησή του (αυτοσχόλιο ποιητικής) κι επειδή αποκλίνει από τα χρονικά συμφραζόμενα και το πλαίσιο, όπου συντίθεται το ποίημα, θέτει το στίχο σε παρένθεση. Οι παύλες και οι παρενθέσεις είναι μόνιμα στοιχεία του έργου του Εγγονόπουλου, δεν λειτουργούν απλά παρενθετικά και διακοσμητικά, αλλά σχολιαστικά. Αποτελούν ένα είδος αποστροφής εις εαυτόν, μια αναδίπλωση και ταυτόχρονα μια εξωτερίκευση της έντασης του έσω κόσμου που βαίνει παράλληλα, αν και όχι διασταυρούμενα, με τον έξω. Εδώ, η αναστοχαστική ερώτηση προς τον εαυτό του αναδεικνύει την θλιβερή όψη της ποίησης του Εγγονόπουλου. Η βαθιά ποιητική θλίψη, που παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του, υπογραμμίζεται με την έμφαση στην ποσοτικά περιορισμένη ποιητική παραγωγή του. Πώς να εκφραστεί σε ποίηση ο ανθρώπινος πόνος; Πώς να ανθίσει η ποίηση μέσα στον αλληλοσκοτωμό;

 

– προ πάντων -: Υπογραμμίζει το πάγιο γνώρισμα της ποίησης του Εγγονόπουλου, την ολιγογραφία του. Η βαρύτητα των λόγων ενισχύεται με τις παύλες.

 

και/ τόσο/ λίγα: Σ’ αυτούς τους τελευταίους στίχους παρατηρούμε την πορεία του ποιητή προς μια φθίνουσα ποσοτικά τάση, φόρμα που καταλήγει σε μονολεκτικό, παρατακτικό στίχο, που προκαλεί με την σειρά του έναν επιβλητικό ρυθμό. Η απομόνωση των λέξεων είναι εμπρόθετη, η μορφή στηρίζει το περιεχόμενο, καθώς αντανακλά την ποσοτική μείωση της ποιητικής του παραγωγής.

 

Αν και τα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά δεν είναι τόσο ευδιάκριτα εδώ, καθώς η δομή του ποιήματος είναι λογικά διαρθρωμένη (θέση, αιτιολόγηση-επιχειρηματολογία, συνέπειες) και τα νοήματα σαφή, ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποιες υπερρεαλιστικές καταβολές. Ας προσπαθήσουμε να κωδικοποιήσουμε μερικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την θητεία του ποιητή στον σουρρεαλισμό: ελλειπτική διατύπωση, τεμαχισμένος – ακρωτηριασμένος – συλλαβικός λόγος που μοιάζει με ψέλλισμα,  λέξεις-θραύσματα που παραπέμπουν στην κομματιασμένη καρδιά του ποιητή, θαυμάσια ως προς τη σύλληψη και αλλόκοτη παρομοίωση,[1] αχαλίνωτη φαντασία, απουσία σημείων στίξης, καταστρατήγηση της παραδεδομένης εικόνας του στίχου και ακραία κατάτμησή του, έλλειψη προσωδιακής μετρικής, κυριαρχία του ελεύθερου στίχου, ολιγογραφία, κ.ά.

Η γλώσσα του ποιήματος είναι κατά βάση δημοτική, με ελάχιστες λόγιες εκφράσεις σε καίρια σημεία, ομοιογενής, άμεση, απλή και λιτή. Η γλωσσική ουδετερότητα συμβαδίζει με την γενικότερη υφολογική ουδετερότητα. Ο τόνος είναι χαμηλόφωνος, το ύφος προσωπικό, εξομολογητικό, απλό, απογυμνωμένο, αστόλιστο, κοντά στην τονικότητα και στο φραστικό ήθος μιας απλής κουβέντας, έλλειψη εξεζητημένων εξάρσεων, μελοδραματισμών, εντυπωσιακών λυρισμών, απουσία τολμηρών εκφραστικών σχημάτων λόγου, λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ο ρυθμός ασθματικός, μονοκόμματος, αγωνιώδης.

Τέλος, ο αναγνώστης του ποιήματος δεν δικαιολογεί τη στάση του λογοτεχνικού εγώ. Αν και έχει στο νου του πως και ο ποιητής είναι άνθρωπος με πάθη, αδυναμίες και φόβους, δεν δικαιολογεί την μειωμένη ποιητική παραγωγή, ως μορφή ασύνειδης λιποταξίας. Σε οριακές καταστάσεις, η πνευματική ηγεσία του εκάστοτε τόπου καλείται να ορθώσει το ανάστημα  της, να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα, να διαφυλάξει την εθνική ταυτότητα, να ενθαρρύνει το λαό.

 

 

___________________________________________________

[1] Θυμίζει την ροϊδεια τεχνική της κολοκυνθοπληγίας, η οποία λειτουργεί ως ανθυπνωτικό φάρμακο κρατώντας σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του απαίδευτου Έλληνα αναγνώστη. Οι ασύμβατες ομαδοποιήσεις, οι απρόοπτες, αλλόκοτες, απροσδόκητες παρομοιώσεις, ο ασυνάρτητος κατάλογος, η σύζευξη αντιθέτων, οι ψηλαφητές ανάγλυφες εικόνες αφυπνίζουν, καθώς προκαλούν σοκ και έκπληξη.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top