Fractal

Διήγημα: “ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ Α.Ε.”

Γράφει ο Νίκος Δημητρόπουλος // *

 

f8

 

Σ’ εκείνο το μεγάλο κλουβί, υπήρχανε μόνο υδρόβια πουλιά. Κύκνοι ως επί το πλείστον και κάτι πάπιες, με φανταχτερό, σμαραγδένιο φτέρωμα. Οι πάπιες βουτούσαν συνέχεια στην μικρή τεχνητή λιμνούλα και αναδύονταν μέσα από το νερό, με το φως του ήλιου να ιριδίζει πάνω στα βρεγμένα τους πούπουλα. Υπήρχαν επίσης δυο ζευγάρια κορμοράνων και ένα ζεύγος φλαμίνγκο, μέσα σ’ εκείνο τον περιφραγμένο χώρο.

Ο Αντώνης Ζαφειρίου, επιστάτης του ζωολογικού πάρκου «Άγρια φύση Α.Ε.», είχε μεγάλη αδυναμία στα πουλιά και δη στους κύκνους. Μολονότι ήταν άνθρωπος απλός και όχι πολύ μορφωμένος, είχε την έμφυτη τάση να αναγνωρίζει και να θαυμάζει την αληθινή ομορφιά. Του φαινόταν λοιπόν ότι εκείνα τα πλάσματα, αποτελούσαν την πεμπτουσία του κάλλους και της αρμονίας. Εκείνα τα πουλιά, ήταν ένα σύμβολο ελευθερίας και ομορφιάς μέσ’ στο μυαλό του επιστάτη.

Δεν πήγαινε πολύς καιρός από τότε που το θηλυκό, του πιο ηλικιωμένου εκ των ζευγαριών των κύκνων, είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Για την ακρίβεια, είχαν περάσει μόλις δυο βδομάδες από ‘κείνο το θαμπό πρωινό, που ο Αντώνης Ζαφειρίου είχε θάψει το πουλί με τα ίδια του τα χέρια.

Μετά τον χαμό της συντρόφου του, ο αρσενικός κύκνος μαράζωσε και σταμάτησε να τρώει. Λούφαζε ολημερίς σε μια απόμερη όχθη της λιμνούλας και, με όση δύναμη του είχε απομείνει, κελαηδούσε το σπάνιο επιθανάτιο τραγούδι του. Ο Αντώνης Ζαφειρίου είχε δοκιμάσει ένα σωρό τεχνάσματα προκειμένου να κάνει το απεγνωσμένο ζώο να φάει, όμως εκείνο αρνιότανε πεισματικά. Πέντε μέρες αργότερα, ο αρσενικός κύκνος ξεψύχησε και, εύλογα, όταν ο Αντώνης Ζαφειρίου συμπλήρωσε περίλυπος την φόρμα όπου καταγράφονταν οι θάνατοι των ζώων, έγραψε την λέξη «αυτοκτονία», εκεί όπου έπρεπε να αναφέρει την αιτία θανάτου.

Όταν ο Ζαφειρίου πήγε την αναφορά του στον διευθυντή του ζωολογικού πάρκου, για να την διαβάσει και να την υπογράψει, ο παχουλός εκείνος άντρας σάστισε και σήκωσε το βλέμμα του εξεταστικά προς τον υφιστάμενό του που περίμενε υπομονετικά, για να πάρει το υπογεγραμμένο έγγραφο και να το παραδώσει στην γραμματέα, η οποία θα το καταχωρούσε στο αρχείο της εταιρείας.

«Εδώ έχεις γράψει αυτοκτονία», είπε ο διευθυντής.

«Έτσι είναι», αποκρίθηκε ο επιστάτης. «Το πουλί αρνιότανε να φάει. Προτίμησε να πεθάνει, επειδή είχε χάσει την σύντροφό του».

«Ανοησίες. Το θηλυκό είχε κάποια μεταδοτική ασθένεια». είπε με υπερφίαλη βεβαιότητα ο διευθυντής.

«Το ζώο ήταν υγιέστατο. Σταμάτησε απλώς να τρώει», επέμεινε ο επιστάτης. Ο διευθυντής, αφού τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, τού εγχείρησε μια καινούρια φόρμα για να συμπληρώσει.

«Συμπλήρωσέ την πάλι και δώσ’ την μου να υπογράψω», είπε με αδιαπραγμάτευτο ύφος.

«Και τι να γράψω;»

«Θα γράψεις ότι το ζώο πέθανε από μεταδοτική ασθένεια. Είναι τοις πάσι γνωστά ότι τα ζώα δεν αυτοκτονούν και δεν εκδικούνται, αυτό είναι που διαφοροποιεί τους ανθρώπους και τους κάνει ανώτερο είδος», είπε ο διευθυντής.

Χωρίς να πει άλλη λέξη, ο Αντώνης Ζαφειρίου, συμπλήρωσε πάλι τη φόρμα, σύμφωνα με την υπόδειξη του διευθυντή. Με το που ο Ζαφειρίου βγήκε από το γραφείο, ο διευθυντής σήκωσε το εσωτερικό τηλέφωνο και είπε στην γραμματέα του προστακτικά: «Όταν

ξεφορτωθείς αυτόν τον βλάκα, φέρε μου έναν καφέ και τη λίστα μ’ εκείνους που πρόκειται να απολυθούν».

Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα ανάμεσα στους εργαζόμενους του πάρκου και, όπως είθισται να συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο άμεσα ενδιαφερόμενος, τα έμαθε τελευταίος και καταϊδρωμένος.

«Δηλαδή σκοπεύουν να με απολύσουν αύριο;», ρώτησε ο Ζαφειρίου τον συνάδελφο που του είχε φέρει τα κακά μαντάτα, σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει. Είχε φάει δέκα χρόνια από τη ζωή του μέσα σ’ εκείνα τα κλουβιά.

«Έτσι άκουσα», του είπε ο άλλος.

Μετά το σχόλασμα, ο Ζαφειρίου, δεν γύρισε αμέσως στο σπίτι του, παρά πήγε και κρύφτηκε στις επάλξεις εκείνου του ψευτοπύργου, ο οποίος δέσποζε στην κορφή του χωμάτινου όχθου, πίσω από το κλουβί των λιονταριών. Ο επιστάτης, διαπίστωσε ύστερα από λίγο πως ο διευθυντής είχε αποκοιμηθεί στο γραφείο του. Όταν έκανε εκείνο που είχε αποφασίσει να κάνει, πήρε την άγουσα για το σπίτι του, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν είχε αφήσει πίσω του σημάδια της παρουσίας του.

Το επόμενο πρωί, με το που έφτασε στο πάρκο, είδε τα περιπολικά και το ασθενοφόρο σταθμευμένα στην είσοδο. Ο διευθυντής, ο οποίος είχε έρθει αντιμέτωπος με τα εξαγριωμένα ζώα βγαίνοντας από το γραφείο του, είχε σίγουρα πειστεί πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ότι τα ζώα, ήταν απολύτως ικανά να εκδικηθούν, ακριβώς όπως κι οι άνθρωποι. Ο Ζαφειρίου πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία θεωρούσε ύποπτο εκείνο τον συνάδελφό του που την προηγουμένη του είχε μεταφέρει την φήμη ότι επρόκειτο να απολυθεί. Τελικά είχανε διώξει εκείνον από την δουλειά κι οι αστυνομικοί, το είχαν θεωρήσει πρώτης τάξεως κίνητρο για δολοφονία.

Η θέση του διευθυντή έμεινε κενή και προκηρύχθηκε διαγωνισμός. Εντός μίας εβδομάδας, η θέση καλύφθηκε. Ο καινούριος διευθυντής, αν και πιο νέος στην ηλικία, δεν είχε και μεγάλη διαφορά από τον προκάτοχό του, σε ό,τι αφορούσε τις απόψεις και τις πρακτικές του. Μέχρι το τέλος του μήνα, εξ αιτίας των νέων περικοπών στις οποίες ήταν αναγκασμένη να προβεί η καινούρια διεύθυνση, απολύθηκε και ο Ζαφειρίου. Αυτή τη φορά, πριν εγκαταλείψει δια παντός τον ζωολογικό κήπο, ο επιστάτης, άνοιξε μονάχα το κλουβί με τους κύκνους και τις πάπιες. Ήταν μια πράξη φιλευσπλαχνίας και όχι εκδίκησης. Ο επιστάτης είδε για μια στιγμή τα πουλιά να φτεροκοπούν ελεύθερα κάτω από το ασημένιο φως της νύχτας και, προτού χαθούν από τα μάτια του για πάντα, σκέφτηκε ότι οι πιθανότητες να έβρισκαν τον δρόμο προς το φυσικό τους περιβάλλον και να επιζούσαν έπειτα από τόσα χρόνια αιχμαλωσίας, ήτανε μάλλον απειροελάχιστες. Όμως ο θάνατος, ήταν ένα πολύ μικρό τίμημα, αν αναλογιζόταν κανείς την άμετρη ευτυχία που ενέχει η στιγμή της απελευθέρωσης. Το ίδιο συναίσθημα αβάσταχτης ευτυχίας δοκίμασε και ο Αντώνης Ζαφειρίου εκείνο το βράδυ, όταν βγήκε από την πόρτα του ζωολογικού πάρκου και βρέθηκε στον δρόμο. Ένιωθε ότι μαζί με τα πουλιά, είχε δραπετεύσει κι εκείνος από το κλουβί του. Η μόνη διαφορά, ήταν ότι εκείνος δεν διέθετε φτερά.

 

 

* Ο Νίκος Δημητρόπουλος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έχει δουλέψει στο θέατρο και σ’ ένα σωρό άλλες δουλειές. Τους τελευταίους μήνες μαθαίνει να περπατάει.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top