Fractal

Η Νικολέτα Δάφνου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

dafnou

 

Το εργαστήρι του συγγραφέα. Τι θράσος. Ο Καμύ, ο Ζολά κι ο Λουντέμης με κοιτάζουν από το ράφι κοροϊδευτικά. Δεν τολμώ να αυτοχρισθώ «συγγραφέας». Μεγάλη λέξη. Με βαραίνει σαν κληρονομιά από συγγενή γέρο και μαγκούφη, που θέλει σώνει και ντε να μου αφήσει το Μέγαρό του στην εξοχή. Λες και ζήτησα εγώ Μέγαρο. Λες και θέλω να χαθώ στους διαδρόμους του, να καθαρίζω όλη μέρα, να ακούω τον ήχο της φωνής μου στα κρύα μάρμαρα, να κλαίω το βράδυ απ’ τη μοναξιά πίσω από τα σκονισμένα τζάμια.

Εγώ το μόνο που θέλησα (δεκατριών χρονών ξεκίνησα να γράφω), είναι να φύγει ο κόμπος στο λαιμό που δε γίνεται δάκρυα. Να ηρεμήσει το φούσκωμα στην καρδιά που δε γίνεται κραυγή. Έτσι ήταν – και είναι – το εργαστήρι μου. Άναρχο, άτσαλο, άχρονο.

Με ρώτησαν μια φορά «κάθε πότε γράφεις;». Απάντησα  «κάθε που δεν αντέχω άλλο». Δε σημαίνει πως μετά, νηφάλια πια, δεν τα διορθώνω. Κάθε άλλο. Είμαι πολύ αυστηρή με τα γραπτά μου. Αλλά η έμπνευση έρχεται ως Ανάγκη. Έτσι έγραψα ξυπνώντας ξημερώματα, έγραψα φεύγοντας από παρέες που πέρναγαν καλά, έγραψα στην άκρη του τραπεζομάντηλου, σε χαρτοπετσέτα, μέσα σε μπαρ με εκκωφαντική μουσική, σε κατασκότεινους δρόμους, ανάμεσα σε περίεργα βλέμματα, στην παλάμη μου γιατί δεν είχα χαρτί. Και δεν το μετάνιωσα στιγμή.

Μόνο για ένα μετανιώνω. Που έγραψα αντί να μιλήσω. Που τα όπλα μου έγιναν κουκκίδες από μελάνι αντί σπαθιά στην καρδιά. Μέχρι που έμαθα ότι μπορείς να μιλήσεις γράφοντας. Να κοινωνήσεις σε άλλους τη φωνή σου. Να βγάλεις στον κόσμο – δύσκολος τοκετός – ένα βιβλίο.

Τα υπόλοιπα υπόκεινται στην κρίση του αναγνώστη. Κι αν ο αναγνώστης συμπέσει με αυτόν στον οποίο απευθύνονται τα λόγια… ποσώς ενδιαφέρει. Γιατί η τέχνη φτάνει σε ένα σημείο που παύει να είναι ατομική και γίνεται πανανθρώπινη. Έτσι – θαρρώ – γεννήθηκε η ποίηση…

 

dafnou2

 

ΕΞΙΛΕΩΣΗ

Έχεις ακούσει τον ήχο των δέντρων τη νύχτα;

Είναι σαν ψυχές

που αναζητούν τις παιδικές τους γεύσεις και μυρωδιές.

Λίγο γάλα, μερέντα αλειμμένη σε ψωμί,

ψαχνό κοτόπουλο κομμένο σε μπουκίτσες

κι απ’ την άλλη νυχτολούλουδο, μια βρώμικη κουβέρτα,

η ανάσα του πατέρα που μυρίζει αλκοόλ…

Πάντα ερχόταν βράδυ, συνήθως σε κακή διάθεση.

Κρυβόμουν πίσω απ’ το κρεβάτι

του έκανα “τσα” και γελούσα τρομαγμένη

για να τον κάνω να γελάσει, να μην τη χτυπήσει πάλι.

Η παιδική μου ψυχή

ωρίμασε βίαια στο πρώτο μελανιασμένο της μάτι.

Έλεγα για τις παιδικές μυρωδιές.

Μέλι στο μικρό μου δαχτυλάκι

να δελεάσω την πασχαλίτσα στον κήπο.

Είχα ξεχάσει ανοιχτό το βάζο, μαζεύτηκαν όλα τα μυρμήγκια.

Όχι άλλες φωνές, όχι άλλο ξύλο.

Κλείνω με τα χέρια μου τ’ αυτιά μου

το μέλι κολλάει στο τσουλούφι μου.

Κλαίω.

«Μαμά μου, μαμά μου!». Ο μικρός μου αδερφός.

«Μην τη χτυπάς!». Εγώ.

Έρχεται κατά πάνω μου. Θεόρατος. Απειλητικός.

Δε φοβάμαι. Έχω στο φανελάκι μου καρφιτσωμένο το φυλαχτό

της γιαγιάς Βαγγελιώς

που μου ‘πλεκε με κόκκινες κλωστές τα κοτσιδάκια μου

και μου ‘λεγε αληθινές ιστορίες για νεράιδες.

Γονατίζει και…

κλαίει.

«Συγγνώμη», μου λέει.

Τον χαστουκίζω με το παιδικό μου χεράκι.

Το νυχτολούλουδο ακόμα μυρίζει από πάνω μας.

«Δε σ’ αγαπώ!» λέω άσκεφτα.

Βλέπω τα μάτια του να ραγίζουν.

Το νυχτολούλουδο μυρίζει ακόμα πιο έντονα.

Γεύση μερέντας στο στόμα μου.

Είμαι παντοδύναμη. Επτά χρονών

μ’ όλες τις γεύσεις και τις μυρωδιές στην πλάση δικές μου.

Σηκώνω το χεράκι μου και τον προστάζω:

«Πέθανε! Να πεθάνεις!».

Ραγίζουν και τα χείλη του.

Τραβάει προς το πηγάδι της αυλής, ανεβαίνει στο χείλος

και μ’ ένα άηχο «πλοπ» πέφτει μέσα.

Γελάω δακρυσμένη.

Τρέχουν τα σάλια μου μερέντα, λερώνεται το φουστανάκι.

Τώρα θα χαρεί η μαμά.

Βγαίνει στην αυλή.

Ο λαιμός της φαγωμένος από χιλιάδες πασχαλίτσες.

Με τρομάζει όταν με κοιτάει έτσι.

Βουρκώνει.

«Σκότωσες τον πατέρα σου;». Λέει. «Παλιόπαιδο»…

και σκύβει και με φιλά στα μάτια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top