Fractal

Νικόλας Σεβαστάκης: “Ο χρόνος ανάποδα”

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

 

Sevastakis

 

 

Ο Νικόλας Σεβαστάκης μιλά στο Fractal για την ποίηση και την μικρή φόρμα, για την απώλεια και τη νοσταλγία, για την σύγχρονη πραγματικότητα και τον πολιτισμό. Για την ευγνωμοσύνη, τη χαρά και την απόλαυση των μικρών πραγμάτων που συνυπάρχουν με την απώλεια στο καινούργιο του βιβλίο.

 

-Ποια ήταν η αφορμή για να γραφούν τα διηγήματα με τον τίτλο «Γυναίκα με ποδήλατο» εκδόσεις «Πόλις»;

Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή για τα διηγήματα που έγιναν τελικά το βιβλίο Γυναίκα με ποδήλατο. Ας πω απλώς ότι η αγάπη για τη λογοτεχνία υπάρχει εξαρχής και προηγείται του ενδιαφέροντος για άλλες μορφές έκφρασης και σκέψης όπως το δοκίμιο και το φιλοσοφικό κείμενο. Αν πρέπει όμως να μιλήσω για έναυσμα ή «σπινθήρα» της συγκεκριμένης συγγραφής, θα έλεγα ότι ήταν η έντονη ανάγκη που αισθάνθηκα να διαπλεύσω το χρόνο ανάποδα επινοώντας απολύτως φανταστικές καταστάσεις με τη βοήθεια σκόρπιου αυτοβιογραφικού υλικού.

 

-Δεν είναι δύσκολο μέσα από μικρές φόρμες γραφής να προσεγγίσει ο συγγραφέας και να αφηγηθεί μια καθημερινή σκηνή ή μια ιστορία;

Πιστεύω ότι η μικρή φόρμα υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο μια διάθεση συμπύκνωσης που, έτσι και αλλιώς, χαρακτηρίζει τα περισσότερο κείμενά μου, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Παρά την αντίθετη εντύπωση, στο μικρής έκτασης κείμενο έχεις να ανταποκριθείς σε δύσκολες αφηγηματικές προκλήσεις: να υφάνεις υπαινικτικά περάσματα χωρίς να γίνεις δυσνόητος και ερμητικός, να επιλέξεις λίγες σκηνές και καταστάσεις δίχως να αφήσεις στον αναγνώστη τη γεύση του ημιτελούς ή της προχειροφτιαγμένης πρόζας.

 

Gynaika_me_podilato-Οι ιστορίες που γράφετε έχουν κάποια σχέση με την πραγματικότητα, ή βασίζονται μόνο στην φαντασία;

Σε κάποιες από τις ιστορίες της Γυναίκας με ποδήλατο η ανάκληση προσώπων και περιστατικών δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικής αναπαράστασης. Παντού, ωστόσο, υπάρχει, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή, η μυθοπλαστική παρέμβαση. Άλλωστε δεν με ενδιαφέρει αυτό καθεαυτό το βίωμα όσο η ανάμιξη διαφόρων πεπρωμένων σε συγκεκριμένες στιγμές και συντυχίες. Από ένα σημείο και πέρα, ιστορώ αγωνίες ή και προσωπικά όνειρα των άλλων, όχι «πραγματικά γεγονότα» της ιδιωτικής μου ζωής.

 

-Σε πολλά από τα διηγήματα συνυπάρχουν η απώλεια, η νοσταλγία , αλλά και η ομορφιά . Μήπως δίπλα στην απώλεια υπάρχουν και άλλες εστίες γραφής;

Κάθε λογοτεχνία αναμετριέται με την απώλεια ή μάλλον τις απώλειες. Είναι άλλωστε μια από τις σταθερές αναφορές του νεωτερικού βλέμματος από την εποχή των ευρωπαϊκών ρομαντισμών ως τις σημερινές υβριδικές γραφές. Αλλά δίπλα στην απώλεια υπάρχουν και άλλες εστίες έντασης της γραφής. Ας πούμε η χαρά, η ευγνωμοσύνη, η απόλαυση των μικροπραγμάτων η οποία παρεμβάλλεται, με ρητό ή έμμεσο τρόπο, σε πολλά από τα διηγήματα.

 

-Αν θυμάμαι καλά είσαστε από μια οικογένεια που έχει παράδοση στα γράμματα. Ποιες είναι οι μνήμες σας από αυτή την πνευματική ενηλικίωση;

Είχα δυο γονείς βιβλιοφάγους, παθιασμένους με τα διεθνή γεγονότα, αριστερούς. Ο πατέρας μου Αλέξης Σεβαστάκης έγραψε πεζογραφία, θέατρο, ιστορικές μελέτες. Η μητέρα μου, Καίτη Μανταφούνη, ήταν μια γυναίκα που έζησε τη ζοφερή Αθήνα της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, από μεσοαστική οικογένεια φιλοβασιλικών αναφορών (Λαϊκό Κόμμα). Λάτρευε τη μουσική, τους ευρωπαϊκούς και αμερικάνικους χορούς της τζαζ του 40 και του 50. Ίσως από εκείνη κληρονόμησα την αγάπη μου για την ξένη μουσική, ένα άλλο πεδίο εκφραστικού πειραματισμού που με ακολουθεί από δεκαετίες. Ο πατέρας μου ήταν πιο χωμάτινος, από την «έσω» αγροτική Σάμο. Έτσι όπως το σκέφτομαι εκ των υστέρων περιέχω πάντως και τα δυο αποστάγματα. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου για χρόνια, μέχρι το 1989, μια εκνευριστική πολλές φορές ιδεολογική στενότητα συνυπήρχε με την ευρύτητα των οριζόντων, την ελευθερία και μια πολύπλευρη όχι μονοκόμματη πνευματικότητα. Νιώθω δε πάντα ευγνωμοσύνη απέναντι σε αυτή τη μεγάλη δωρεά εμπειρίας, εκπληκτικών αφηγήσεων και ηθικού παραδείγματος. Και οι δυο γονείς μου ήταν εξαιρετικοί στην ανάπλαση ιστοριών ζωής. Και η βιβλιοθήκη τους είχε Επιθεώρηση Τέχνης μαζί με Νέα Εστία ή το Μηδέν και το Άπειρο του Καίσλερ μαζί με τον Βάρναλη, τον Τσίρκα και τους μεγάλους Ρώσους πεζογράφους.

 

-Σας θυμάμαι ως αρθρογράφο σε εφημερίδες με γνώμη για τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας αλλά και με ενεργή στάση για τον πολιτισμό. Πιστεύετε ότι επαληθεύτηκαν κάποιες πολιτικές σας εκτιμήσεις;

Κατά καιρούς, ιδιαίτερα όμως τα πυκνά χρόνια από το 2008 ως το 2012 έδωσα έμφαση σε κείμενα δραστικής κοινωνικής κριτικής και πολιτικής παρέμβασης. Προσπάθησα, όπως και πολλοί άλλοι, να διαβάσω τη συγκυρία και την εμπειρία της ελληνικής κρίσης. Νιώθω ότι αστόχησα σε ορισμένες πολιτικές μου εκτιμήσεις και σε κάποιες, πιο θεωρητικές, ερμηνείες. Έκανα την υπόθεση λόγου χάρη ότι η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά μπορούσε να απαντήσει στη δομική κρίση του συστήματος διακυβέρνησης βοηθώντας στην ανάδυση ενός νέου δημοκρατικού παραδείγματος. Αμφιβάλω πλέον γι αυτή τη δυνατότητα. Νομίζω ότι ο μέσος αντιμνημονιακός ριζοσπαστισμός παγιδεύτηκε στη «στιγμή της αγανάκτησης» ή επαναπαύτηκε με την χρεοκοπία των αντιπάλων του. Ο σοσιαλκρατισμός, οι μυθολογίες της Λατινικής Αμερικής, η διαρκής επίκληση της εαμικής στιγμής (ακόμα και για το ζήτημα του χρέους όπου μπερδεύεται αδικαιολόγητα το θέμα των… Γερμανικών Αποζημιώσεων), δείχνουν πολύ μεγάλη αδυναμία αναστοχασμού των σημερινών όρων της κατάστασης. Χωρίς ριζικές αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα και στους κώδικές του, ο ριζοσπαστισμός μοιάζει με επιστροφή σε εξαντλημένες σκηνές του προηγούμενου αιώνα.

 

-Γράφετε και ποίηση. Πώς συνδυάζετε την ποίηση με την πεζογραφία;

Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω σταματήσει να δουλεύω εσωτερικά μια ορισμένη ποιητική εμπειρία, την ποιητική προσφώνηση των γύρω πραγμάτων. Tα ποιήματα όμως δεν έρχονται συχνά γιατί η στροφή προς την πεζογραφία απορροφά κατά κάποιον τρόπο όλον μου το λογοτεχνικό εαυτό. Ομολογώ άλλωστε ότι τα τελευταία χρόνια διαβάζω κυρίως πεζογραφία.

 

-Στο διήγημα «Ο ποδηλάτης και τα κήτη», αναφέρεστε στην σκληρότητα των ανθρώπων που σκοτώνουν, χωρίς τιμωρία, τα μεγάλα κήτη. Πού θα παει αυτή η κατάσταση;

Το διήγημα «Ο ποδηλάτης και τα κήτη» είναι από αυτά που έχουν ως αφετηρία μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα: ένα πλήθος ανθρώπων να παρατηρούν δυο φαλαινοειδή που σφαδάζουν στην παραλία ενός νησιού. Από εκεί και πέρα, σε αυτό το βραχύσωμο κείμενο αγγίζω ένα θέμα που έχει άλλες προεκτάσεις: το θέμα της σκληρότητας των λαϊκών ανθρώπων, της ωμότητας που συναντούσες στις κατ’ επίφαση αμόλυντες κοινότητες της επαρχιακής Ελλάδας καθοδόν προς τον εκσυγχρονισμό της. Με ενοχλεί πολύ η νοσταλγία που σπεύδει να αθωώσει τα πάντα χάριν μιας αισθητικής ή ιδεολογικής προσέγγισης στο υλικό του παρελθόντος. Αντίθετα, με ελκύει η νοσταλγία που ανακαλύπτει τη διπλή φορά των πραγμάτων, την περιφορά τους ανάμεσα στο αγαθό και στο ποταπό.

 

-Αγαπούν οι σημερινοί αναγνώστες τα διηγήματα;

Το διήγημα δεν είναι το αγαπημένο είδος των σημερινών αναγνωστών. Και έχουν βέβαια ειπωθεί και αναλυθεί τα πιθανά αίτια. Υπάρχει ο πειρασμός του βιβλίου-τούβλου, του ποταμού στον οποίον χάνεσαι και «ταξιδεύεις» στις διακοπές σου κλπ. Από την άλλη όμως το διήγημα ή η νουβέλα έχουν το δικό τους κοινό. Το διαπίστωσα αυτούς τους μήνες όταν μου έλεγαν πολλοί ότι διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν τη μια ή άλλη ιστορία από τη Γυναίκα με ποδήλατο. Άλλος κόλλησε με το ομώνυμο διήγημα, άλλος με μια από τις πιο μικρές ιστορίες. Με άλλα λόγια, στα διηγήματα δεν υπάρχει το «μια κι έξω» αλλά ένα μέσα-έξω, ένας διαφορετικός διάλογος του αναγνώστη με το κείμενο. Θυμίζει κάπως τη σχέση με τα μεμονωμένα ποιήματα μιας συλλογής και όχι τόσο την ανάγνωση των κεφαλαίων ενός μεγάλου μυθιστορήματος. Μια συλλογή διηγημάτων είναι όπως ένας δίσκος βινυλίου ή ένα σι ντι: είναι καλό εκείνο το βιβλίο που κατορθώνει την ιδιότητα του concept album, του έργου που έχει μια ενότητα νοήματος μέσα από τα διαφορετικά τραγούδια που το αποτελούν.

 

-Θα μπορούσατε να μας προτείνετε να διαβάσουμε κάποιους διηγηματογράφους;

Υπάρχουν πολύ αξιόλογες παρουσίες στο χώρο της μικρής φόρμας. Και ξένοι και Έλληνες. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω τον Ανδρέα Μήτσου, την Ελισάβετ Χρονοπούλου, τις ιδιοσυγκρασιακές ποιητικές πρόζες του Κώστα Μαυρουδή, τον Σωτήρη Δημητρίου ή τα κωμικά παράλογα του Γιάννη Παλαβού. Διάβασα επίσης με ενδιαφέρον τη νουβέλα και τα διηγήματα της Βασιλικής Πέτσα που μαρτυρούν οξυμένη ευαισθησία στις λεπτές μεταβάσεις αισθημάτων και καταστάσεων. Από τους ξένους θα πάω πίσω στο χρόνο για κάποιες μόνο από τις στάσεις της αναγνωστικής μου εμπειρίας: Κλάιστ, Μωπασάν, Τσέχοφ, «Το Παλτό» του Γκόγκολ, το «Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου» του Τουργκένιεφ, Κάφκα. Και με ένα άλμα στις τελευταίες δεκαετίες αναφέρω τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, τις «εννέα ιστορίες» του Σάλλιντζερ, τον Τζον Τσίβερ, τον Γάλλο Ντιντιέ Ντενίνκ, την Αλις Μονρό. Πρόσφατα απόλαυσα και τον «Προστατευόμενο» του Χάρι Μούλις.

 

-Τι θα προτείνατε στους νέους συγγραφείς;

Με μια συλλογή διηγημάτων δεν είσαι βέβαια σε θέση να δίνεις συμβουλές σε νέους συγγραφείς. Ακόμα και αν είσαι πενήντα χρονών και έχεις μια μεγάλη εμπειρία γραφής. Το μόνο που θα μπορούσα να ευχηθώ είναι αποφυγή της ρηχής καταγγελίας και των υψηλών τόνων που αρχίζουν να εμφανίζονται σε μια ορισμένη λογοτεχνία της κρίσης. Νομίζω ότι σήμερα έχει ενισχυθεί ο πειρασμός μιας λογοτεχνίας η οποία θέλει να γίνει σώνει και καλά «ιστορική» και «ανατρεπτική» περιφρονώντας τις χαμηλές κλίμακες, την ανθρώπινη κωμωδία. Θα συνιστούσα επιφυλακτικότητα απέναντι σε αυτό το ρεύμα που μπορεί να γίνει ένας νέος κομφορμισμός στο όνομα της αλήθειας ή της ευθύνης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top