Fractal

Χαρά Νικολακοπούλου: «Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Γιάννη Σκαρίμπα ήταν μέσα σε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

Η συγγραφέας και φιλόλογος Χαρά Νικολακοπούλου μιλάει στη Χρύσα Φάντη για το έργο και την προσωπικότητα του Γιάννη Σκαρίμπα, με αφορμή το πρόσφατα εκδομένο βιβλίο της για τον «Χαλκιδαίο».

 

-Κυρία Νικολακοπούλου, το 2012, στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, εκπονήσατε τη διπλωματική εργασία σας με θέμα: Γιάννης Σκαρίμπας: Παραδοξολογίες και γλωσσικές ανατροπές στο πεζογραφικό έργο του. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2016, εκδώσατε από τις εκδόσεις poema  ένα εκτενές δοκίμιο που αφορούσε το έργο και τη ζωή του Σκαρίμπα, μονογραφία βασισμένη σ’ αυτήν την εργασία. Η ίδια είστε λογοτέχνης, φιλόλογος και μάχιμη εκπαιδευτικός. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε τόσο διεξοδικά ─ επί μια πενταετία και πλέον ─ με αυτόν τον ιδιότυπο πρωτεργάτη του παραλόγου, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλείτε στο βιβλίο σας;

Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Γιάννη Σκαρίμπα ήταν μέσα σε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ όταν διάβασα το Σόλο του Φίγκαρω, ήταν μικρό βιβλίο και εύκολα το έβαλα στην τσάντα μου. Από την πρώτη σελίδα με συνεπήρε. Ο παλαβιάρης πρωταγωνιστής που τριγυρνά αδέσποτος στους δρόμους της Χαλκίδας και βασανίζεται προκειμένου να συγγράψει ένα αριστούργημα, μου φάνηκε τρομερά κωμικός. Σύντομα όμως διαπίστωσα ότι η σπαρταριστή πρόζα του, το σατανικό του χιούμορ, ο ανελέητος σαρκασμός- και αυτοσαρκασμός-  σιγά σιγά έδιναν τη θέση τους σε μια θλίψη και μια μοναξιά σπαραξικάρδια.  Αυτό ήταν που με κέρδισε και με προκάλεσε να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του.

 

-Στην Εισαγωγή της μελέτης σας παραθέτετε στοιχεία σχετικά με τη ζωή του Σκαρίμπα ενώ παράλληλα αναφέρεστε στα λογοτεχνικά τεκταινόμενα της δεκαετίας 1930-1940. Για ποιο λόγο αυτή η αναφορά; Ποιο σκοπό,  κατά τη γνώμη σας, εξυπηρετεί;  

Η συγκεκριμένη δεκαετία ήταν εξαιρετικά γόνιμη για το ελληνικό μυθιστόρημα. Το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε και συνέγραψε ο Γ. Σκαρίμπας ήταν απαραίτητο να τεθεί και για γραμματολογικούς λόγους αλλά και για να διαφανεί η μεγάλη διαφορά που χωρίζει τον Σκαρίμπα από τους ομότεχνούς του όσον αφορά στην τεχνοτροπία του, στην επιλογή θεμάτων και  στο ιδιότυπο τού πνεύματός του.

 

 

 

-Μελετώντας τη Σκαριμπική ιδιόλεκτο σε όλα τα έργα του συγγραφέα (Καϋμοί στο Γριπονήσι (1930),  Το θείο Τραγί (1933),  Μαριάμπας (1935),  Το Σόλο του Φίγκαρω (1938),   Το Βατερλώ δυο γελοίων (1959),  Η μαθητευομένη των Τακουνιών (1961)), και διεισδύοντας  ταυτόχρονα στις γλωσσικές και εκφραστικές του πρωτοτυπίες και παραδοξότητες, χαρακτηρίζετε τον Σκαρίμπα αντικομφορμιστή και αναρχικό, πρωτότυπο και μοναδικό, αιρετικό στυλίστα και σουρεαλιστή συγγραφέα. Ποια ήταν εκείνα τα στοιχεία που πιστεύετε έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του ως καλλιτέχνη και που καθόρισαν τη στάση και τη ζωή του; Ιδιορρυθμία στο χαρακτήρα; Συγκυρίες; Περιβάλλον;

Ήταν σίγουρα ένας πολύ ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός άνθρωπος. Πιστεύω πως ο δείκτης ευφυΐας του ήταν αρκετά υψηλός και αυτό αυτομάτως τον καθιστούσε ασύμβατο με το περιβάλλον του. Αυτή η αίσθηση – και εμμονή- διατρέχει όλα τα έργα του.  Η φαντασία του ήταν επίσης οργιαστική. Ας μην ξεχνάμε ότι έγραψε ‘απομονωμένος’ στον στενό επαρχιακό κύκλο της Χαλκίδας και ότι  η επιρροή της συγκεκριμένης πόλης υπήρξε καθοριστική για το έργο του. Πολλοί μελετητές επισημαίνουν επιρροές από λογοτέχνες όπως ο Κνουτ Χάμσουν, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι , ο ‘Εντγκαρ ‘Αλαν Πόε,  ζωγράφους όπως ο Νταλί και ο Πικάσο αλλά και επιστήμονες όπως ο Φρόυντ και ο Σοπενχάουερ, ακριβώς γιατί μοιράστηκε μαζί τους τις ίδιες φιλοσοφικές σκέψεις, τις ίδιες ανατρεπτικές ιδέες του κόσμου που και εκείνοι είχαν.

 

-Στις Γλωσσικές ακροβασίες, πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου,  επισημαίνετε ένα πλήθος από νεολογισμούς, υποκοριστικά, λεκτικά παιχνίδια, ανορθογραφίες, ξενικές και ηχομιμητικές λέξεις και φράσεις, ιδιόμορφες συντακτικές δομές. Σχήματα για τα οποία ο Σκαρίμπας ήταν περήφανος και δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιεί και να καλλιεργεί. Ποια όμως η τύχη τους εκείνη την εποχή, σε σχέση τόσο με το αναγνωστικό κοινό όσο και με την τότε καθεστηκυία τάξη των ομοτέχνων του, της Αθήνας κυρίως;

Ο Σκαρίμπας ήταν ιδιαίτερα περήφανος για το γλωσσικό του δημιούργημα και αποκαλούσε τη γλώσσα του ‘γιαννοσκαριμπική’. Αυτό λοιπόν το εντελώς ιδιότυπο και ιδιότροπο γλωσσικό συνονθύλευμα προκάλεσε την άμεση και δραστική προσοχή των κριτικών –  άλλοι τον αποδοκίμασαν έντονα και άλλοι τον εκθείασαν με πάθος- σίγουρα όμως δεν άφησε κανέναν αδιάφορο. Η γοητευτική αυτή γλωσσική επιλογή του ήταν που του χάρισε και την είσοδό του στα Ηλύσια Πεδία της ελληνικής λογοτεχνίας με τη βράβευσή  του από το έγκριτο περιοδικό Ελληνικά  Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Μετά βαΐων και κλάδων δηλαδή έγινε αποδεκτός.

 

-Στο Παραδοξολογίες και Παραλογισμοί, σε μια διεξοδική ανασκόπηση του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας αναπτύσσει τις ιστορίες του, στέκεστε επί μακρόν στο σκωπτικό και παράλογο στοιχείο. Σημειώνετε πως ο Σκαρίμπας ενσυνείδητα κατέφευγε σ’ αυτό, με σκοπό, όπως ο ίδιος ομολογούσε,  να πάει κόντρα «στην καθωσπρέπικη υποκρισία». Σήμερα, μεσούσης της κρίσης, πόση (και ποια) σημασία και απήχηση θα είχε μια τέτοια γραφή και προτίμηση;

Σήμερα, όσο ποτέ, θα ήταν όχι μόνον επίκαιρος αλλά και λίαν ουσιαστικός. Το σκωπτικό και παράλογο στοιχείο του θα αντικατόπτριζε πλήρως τον παραλογισμό της εποχής μας. Στον ακραίο παραλογισμό της κρίσης που βιώνουμε, η γλώσσα είναι αναπόφευκτο να αντικατοπτρίζει και να αναδεικνύει μέσα από τη δυναμική της τέτοια πρωτόγνωρα βιώματα.

«Αυτός σκηνοθετεί καθημερινά τη ζωή με σατανικούς σε έμπνευση αυτοσχεδιασμούς και στήνει έτσι θέατρο του παραλόγου (όπως παράλογη είναι και η ίδια η ζωή)…», επισημαίνει η συγγραφέας Μαρία Χατζηγιάννη που τον γνώριζε πολύ καλά σε προσωπικό επίπεδο.

Ο φιλόλογος και νεοελληνιστής λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Λειψίας κ. Συμεών Σταμπουλού εκφράζει την άποψη ότι ο Σκαρίμπας δεν είναι παράλογος· αντίθετα είναι ειλικρινής, μακριά από φτιασιδώματα και ψευτιές στέκεται το έργο του. Ο,τι δηλαδή λείπει από τη σημερινή εποχή του δήθεν και της υποκρισίας. Εμείς τον θεωρούμε παράλογο, καθώς ανατρέπει βίαια τα δεδομένα που έχουμε γερά εγκαταστημένα και αβασάνιστα υιοθετημένα στο μυαλό μας.

 

-Μετά από εμπεριστατωμένη ανάλυση του έργου του, καταλήγετε: «Πολύ προτού διατυπωθούν οι θεωρίες της αναγνωστικής πρόσληψης και επανεκτιμηθεί ο ρόλος του αναγνώστη στην αφηγηματική διαδικασία, ο Σκαρίμπας ήταν από τους πρώτους που απαίτησε, με πραγματική επιμονή, την ενεργό συμμετοχή του. […] Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν επιδιώκει όχι μόνο να εμπλέξει ενεργά τον αναγνώστη αλλά και να τον δυσκολέψει, να τον προβληματίσει, να τον κινητοποιήσει. […] Ο αναγνώστης δεν θα διαβάσει με άνεση και ευκολία ένα βιβλίο του Σκαρίμπα· τελειώνοντάς το θα έχει την εντύπωση πως έδωσε μια επίπονη μάχη και την κέρδισε. Κι αυτό γιατί ο βαθμός ανοικείωσης που προκαλεί έντεχνα ο συγγραφέας στον λόγο του, είναι αρκετά αυξημένος».

Ακριβώς. Ας μην ξεχνάμε ότι η αντισυμβατική, ανατρεπτική κι αιρετική ματιά του στη ρευστότητα της πραγματικότητας και στον κατακερματισμό της συνειδησιακής ροής των αντιηρώων του, δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από μια πιο συμβατική γλωσσική κατασκευή. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο έργο του, όλοι αυτοί οι εξαιρετικά αποκλίνοντες, κωμικοτραγικοί χαρακτήρες, δεν διαθέτουν την ακλόνητη αίσθηση της λογικής, όπως την εννοεί ο κοινός νους. Αυτοί οι χαρακτήρες αναποδογυρίζουν τη γνώριμη εικόνα του κόσμου. «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούνε όρθια», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο ίδιος.

 

-Σε κάποιο σημείο στο βιβλίο σας λέτε πως Το σόλο του Φίγκαρω  θεωρείται  το πιο πρωτοποριακό και τολμηρό μυθιστόρημα της ‘‘Γενιάς του ’30’’. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.

Στο Σόλο του Φίγκαρω τα όρια της γλώσσας δεν παραβιάζονται απλώς, διαρρηγνύονται τελείως· η παρωδία, η καυστική σάτιρα κατά πάντων διαπερνούν ολόκληρο το πεζογράφημα, ο παραλογισμός γίνεται πια εκ των ων ουκ άνευ. Καθίσταται καταφανής η αγωνιώδης προσπάθεια του συγγραφέα να πλάσει έναν ολότελα καινούριο και αμεταχείριστο κόσμο, ακόμα περισσότερο: να κινηθεί «όξ’ απ’ τα όρια του κόσμου τούτου»˙  Επιπλέον, εδώ  οι παραδοξολογίες, η ακραιφνής σάτιρα και ο παραλογισμός, έχουν επιφορτιστεί μ’ έναν ακόμη ρόλο: να υπερτονίσουν τον τεράστιο διχασμό που υφίσταται εκ των πραγμάτων ανάμεσα στον καλλιτέχνη, που σπαράσσεται από εσωτερικές αναζητήσεις και συγκρούσεις, και στον κοινό, απλό άνθρωπο που ποτέ του δεν θα μπορέσει να συλλάβει τον ακήρυχτο πόλεμο που μαίνεται στα εσώτερα του συγγραφέα-λογοτέχνη.

 

-Στο έργο του επισημαίνετε ιδέες και εικόνες που επανέρχονται εμμονικά, όπως εκείνες της περιπλάνησης, της φυγής ή του καταφυγίου (βάρκα-πλοίο), της προσκόλλησης σε ένα αντικείμενο (π.χ. στο γοβάκι κάποιας κυρίας), κ.α. Κατά τη γνώμη σας αυτά τα  επαναλαμβανόμενα μοτίβα της γραφής  του είναι απλώς και μόνο γεννήματα της ιδιορρυθμίας του ή στοχεύουν κι αυτά στην ανάδειξη μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντι στα πράγματα κι ενός πολύ ιδιαίτερου συγγραφικού ύφους και ήθους;

Θα σας απαντήσω με μια πολύ καίρια παρατήρηση του κ. Συμεών Σταμπουλού ο οποίος αναρωτιέται αν όλα τα παραπάνω που αναφέρατε καθώς και αυτές οι εμμονικές προσκολλήσεις του συγγραφέα «δεν συγκροτούν έναν εωσφορικό Θίασο Σκιών. […]

Και για να το πω κυριολεκτικά: οι συντακτικές ακροβασίες, οι τρικλοποδιές στα λογικά σχήματα, η πριμοδοσία του ανάποδου, του χυδαίου, η ξυπόλητη παρέλαση των ανισόρροπων, είναι ένας με λογοτεχνικό μανδύα Καραγκιόζης, ένας ίσκιος, ένα ψέμα που λέει ψέματα. Το “α λά Σκαρίμπα” ύφος έρχεται ντρίτα από το Θέατρο Σκιών». Ο Σκαρίμπας ήταν δεινός καραγκιοζοπαίκτης,  κατασκεύαζε ο ίδιος τις φιγούρες και έγραφε τα έργα που ανέβαζε στη γειτονιά του με θεατές αποκλειστικά μικρά παιδιά και γριούλες.

 

-Παραδοξολογίες, παραλογισμοί, μπερδεμένα αφηγηματικά επίπεδα, οι ίδιοι ήρωες σε διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους, υποσυνειδησιακοί απόηχοι, ονειρική ατμόσφαιρα, γλωσσική αναρχία, εξωφρενική φαντασία και εκκεντρικότητα, πλείστα όσα λεκτικά και αφηγηματικά τεχνάσματα, σκωπτικό ύφος, σάτιρα του παραλόγου. Τελικά, τι θα έπρεπε να πιστέψουμε; Πως ο Σκαρίμπας ήταν ένας παραλογισμένος;

Σίγουρα πάντως τόσο σαν άνθρωπος όσο  και σαν λογοτέχνης ξέφευγε πολύ από καθορισμένες νόρμες και πλαίσια. Δεν μπορεί εύκολα να τον κατατάξει κανείς σε μια σχολή, ρεύμα ή κίνημα. Και φυσικά δεν υπήρξαν μιμητές του, καθώς ήταν τόσο τελεσίδικα μοναδικός, όπως επισημαίνει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Με εξαίρεση, θα τολμούσα να πω, τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο ο οποίος με το Λιμενάρχης Ευρίπου μάς έχει δώσει πολύ ωραία κείμενα στα ίχνη του Σκαρίμπα.

 

Ο Σκαρίμπας έζησε και δημιούργησε το έργο του στην Χαλκίδα την οποία αγάπησε όσο κανείς γέννημα θρέμμα Χαλκιδαίος. Εσείς ζείτε, εργάζεστε, δημιουργείτε και δραστηριοποιείστε στη Μεσσηνία, αν και δεν κατάγεστε από εκεί. Σε ποιο βαθμό αυτή η βιωματική σύμπτωση-αντιστοιχία, επέδρασε στη διαμόρφωση της στάσης σας απέναντι στο έργο του «Χαλκιδαίου»; Μια στάση εξαιρετικά θα έλεγα δημιουργική και αγαπητική.

Σας ευχαριστώ που επισημαίνετε αυτή τη σύμπτωση καθώς εγώ δεν την είχα εντοπίσει.  Προς το παρόν όντως αγαπώ πολύ την πόλη όπου ζω, παρότι δεν κατάγομαι από εδώ, και ίσως αυτό το γεγονός να επέδρασε υποσυνείδητα στην επιλογή μου να νιώσω μεγάλη οικειότητα και να αποφασίσω να ασχοληθώ με το έργο του Σκαρίμπα.

 

-«Τα γυρίζω ανάποδα, λοιπόν, για να σταθούν όρθια».

Η Διώνη Δημητριάδου στην κριτική της για το βιβλίο σας, ποιώντας ιδιαίτερη μνεία στο «Δημιουργικό», το τελευταίο μέρος του δοκιμίου σας, υπογραμμίζει: «Η Νικολακοπούλου δίνει μια εικόνα της αγαπημένης πόλης του Σκαρίμπα, όπως θα την έδινε κάποιος που την έζησε και τη βίωσε. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, τη Θεσσαλονίκη του Αναγνωστάκη, του Νικηφόρου, του Ιωάννου. Στην περίπτωσή τους όμως πρόκειται για μια βιωματική ταύτιση με την πόλη τους, η οποία αποκτά σώμα και παρουσία ανθρώπινη. Ενώ εδώ έχουμε μια πόλη που αγαπιέται (γιατί αυτή την αίσθηση δίνει) από τη Νικολακοπούλου (που δεν είναι η καταγωγή της από την Χαλκίδα)  μέσα από το έργο του δημιουργού, που -αξιοσημείωτο αυτό- αγάπησε (λάτρεψε καλύτερα) τη Χαλκίδα, χωρίς αυτή η πόλη να είναι ομοίως η δική του γενέτειρα. […] Όταν μιλάει λοιπόν η Νικολακοπούλου γι’ αυτή την πόλη, πιάνεις την αύρα της».

Δεν έχω παρά να συμφωνήσω μαζί της. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να μνημονεύσω  κι εγώ δυο αποσπάσματα, από τα πιο τρυφερά και δημιουργικά κομμάτια στη μελέτη σας:

[…]όταν η νύχτα όξω αρχίσει να σφυρίζει με τη φωνή των ανέμων, η πόλη μετατοπίζεται σε μια άλλη αερική διάσταση κάτω από το φως του φεγγαριού. […] Τότε ο επισκέπτης θα αρχίσει να υποψιάζεται πως μια όχι κανονική ζωή, μυστική, ζει τούτο το μέρος. Γιατί η καινούργια αυτή πόλη μοιάζει με φύλλο χαρτιού που το ξεφυλλίζει ο άνεμος κατά τα κέφια του. Τη μια σου δείχνει τη μια της σελίδα, την επόμενη την άλλη. Και τις δύο μαζί αποκλείεται να τις δεις

[…]ερωτεύτηκε μια κυρία από τα σημάδια που είχαν αφήσει οι γόβες της πάνω στην άμμο. Λένε πως ακολούθησε καταπόδας αυτά τα ίχνη και μόλις ανακάλυψε την κάτοχό τους χλώμιασε και δήλωσε περιχαρής δούλος της δια παντός.

[…]Όμως αυτόν τον παλαβιάρη δεν θα τον συναντήσεις μάλλον ποτέ στους δρόμους και τις γειτονιές της Χαλκίδας[…]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top