Fractal

“Never Is A Promise” – Διήγημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη

 

apple+fiona

 

Την φωτογραφία την είδε τυχαία. Στο Facebook. Χαζεύοντας τις αναρτήσεις. Πίνοντας τον πρωινό καυτό καφέ και τρώγοντας ψωμί και σκληρό τυρί, και μια μπουκιά χθεσινό ψημένο κρέας που είχε μείνει εκτός ψυγείου. Έτσι την είδε, την φωτογραφία της.

Μία από τις πολλές είναι το σωστό, γιατί είχε και πολλές είναι η αλήθεια, αλλά αυτή την συγκεκριμένη, έτσι την είδε. Με το ένα χέρι στη λαβή του φλυτζανιού και το άλλο στο ποντίκι.

 

hero2

 

Κι έμεινε εκεί να την κοιτά. Χριστέ μου πόσο όμορφη είσαι… σκέφτηκε. Αλλά ως εκεί. Γιατί άλλες λέξεις, όπως έρωτας ή σεξ, για παράδειγμα, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να διανύσουν το όποιο κομμάτι του μυαλού του, είτε συνειδητού είτε ασυνείδητου. Ήταν στα όρια του ταμπού. Ουδέποτε στην ζωή του, όσα χρόνια κι αν την γνώριζε, πάνω από δέκα για να είμαστε ακριβείς, δεν είχε διανοηθεί να την φανταστεί, έστω, ως θαμπή μακρινή λήψη γυναίκας που κάνει έρωτα, πόσο μάλλον να την φαντασιωθεί.

Για εκείνον, ανήκε στις εμφανώς πανέμορφες γυναίκες αλλά χωρίς σεξουαλικό εαυτό. Χωρίς έστω την παραμικρή ερωτική διάσταση. Ήταν απλά μια πολύ όμορφη γυναίκα. Ακόμη και εικαστικά αν έβλεπε την όντως εκθαμβωτική ομορφιά της, ερωτισμός δεν του προέκυπτε από πουθενά. Πόσο μάλλον σεξ.

Λογικά τα έβρισκε όλα αυτά. Ήταν η γυναίκα του καλύτερού του φίλου. Όχι. Όχι απλά “του καλύτερού του φίλου”, αλλά του αληθινού, καλύτερού του φίλου.

Οπότε, το οτιδήποτε ήταν κλειστό. Το οτιδήποτε ερωτικό συνοδεύει κάθε ανθρώπινο πλάσμα, πόσο μάλλον ένα τόσο εξαιρετικά όμορφο πλάσμα, ήταν κλειστό. Αποκλεισμένο. Σφραγισμένο.

Εντάξει, δεν ξέρει πως θα είχε αντιδράσει αν για παράδειγμα εκείνη τον είχε φλερτάρει, αλλά ακόμη κι αυτό, ως υπόθεση, ήταν στα απολύτως γελοία και μη πιθανά. Για να μην πούμε στα όρια του μεταφυσικού.

Μόνο που αυτή την φορά, σε αυτή την φωτογραφία, με τα χέρια του ακίνητα και τα μάτια του κλειδωμένα στα δικά της, ένιωσε πως το μυαλό του έχασε κάθε του ασπίδα. Η προστασία του, έπεσε στο μηδέν. Την είδε να τον κοιτά τόσο ευθεία και μέσα στην ψυχή του, που η ανάσα του σταμάτησε εκεί, στο βλέμμα της.

Ξεφύσηξε κι έσκυψε το κεφάλι κι έκρυψε τα μάτια του με το χέρι αλλά την φωτογραφία της δεν την έκλεισε. Κι αποκάλυψε τα μάτια του ξανά. Ω! Τι κάνεις εκεί αγάπη μου τι κάνεις εκεί; Τι με κοιτάς έτσι; Τι θέλεις; Και ξεφύσηξε, ξανά.

Καταπράσινα τα μάτια της. Αλλά καταπράσινα. Ίσως και χρυσοπράσινα αλλά μπορεί να έφταιγε κι ο ήλιος. Γιατί ήταν καλοκαίρι τώρα που συνέβαιναν όλα αυτά και Ιούλιος. Και το πρόσωπο το υπόλοιπο, του ήταν αδύνατον να το περιγράψει. Ο ήλιος έφταιγε σίγουρα. Γιατί τα φρύδια έδειχναν ξανθά αλλά ξανθιά δεν την θυμόταν. Άρα δεν ήταν. Άρα ήταν εκείνο το σαν θηλαστικό λεπτό και μεγάλο μη εξημερωμένο. Που σε κοιτά με όλες του τις γραμμές ειρηνικές αλλά τόσο έτοιμες για μια γλώσσα που θα τις περάσει από επάνω ως κορυφή μαλακού ραπιτογράφου, καλά βουτηγμένου στο όποιο διαφανές υγρό. Είτε ιδρώτα είτε σάλιο λίγο αλμυρό, του κλασσικού καλοκαιριού, είτε υγροποιημένης γρήγορης ανάσας κλάσματα πριν το τέλος.

Και το δέρμα της. Επιφάνεια που το χρώμα της το μετρούσες με βαθμούς ομοιόμορφα αλειμμένης μελανίνης. Στρωμένης άριστα με μηδέν όγκους. Που λογικά θα είχε την γεύση κάποιας λεπτής κραυγής αν τα όποια δόντια σταματούσαν κάπου εκεί στο λαιμό, και θήλαζαν εκεί. Μέχρι διάλυσης και ρήξης. Της όποιας άμυνας.

Και το στήθος. Δεν φαινόταν. Λογικό. Από που κι ως που θα φαινόταν το στήθος σε δημόσια φωτογραφία. Αλλά ως συμμετρία φαινόταν. Αν και δεν τον ένοιαζε και τόσο το στήθος. Ποιο πολύ ο λαιμός, τα χέρια, και τα πλευρά. Τα μπράτσα. Αλλά τα πλευρά. Πριν κατέβει στα πόδια.

Σταμάτα! Σταμάτα…μάλωσε τον εαυτό του. Αλλά την φωτογραφία δεν την έκλεισε.

Θα έβαζε μουσική. Αυτό θα έκανε. Θα έβαζε μουσική.

Fiona Apple, Never Is A Promise.

Θα της έγραφε γράμμα. Αυτό θα έκανε. Θα της έγραφε γράμμα.

Κι έπιασε και ξετσαλάκωσε κάτι χαρτιά. Και ξεκίνησε.

Αγάπη μου,

 

Τόσα χρόνια με μηδέν κουράγιο. Που μάλλον δεν έμαθα ποτέ.

Τόσα χρόνια και πώς να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Και πώς να σιγουρέψω πως δεν θα με σταυρώσεις με τα μάτια. Και πώς να πω την αλήθεια. Και πες μου σε παρακαλώ γιατί απ’ όλα να σου μιλήσω.

Μα και τι θα γινόταν αν έπαιρνα τον χρόνο πίσω. Θα έμπαινα στην θέση του; Αφού πάλι εκείνον θα ήθελες. Μήπως και ταιριάζαμε; Ποτέ δεν ταιριάζαμε. Βασικά πάντα εκείνος κέρδιζε τα πάντα. Όλες εκείνον ήθελαν.

Και συγγνώμη, μήπως και δεν το είχες καταλάβει;

Μάζεψε όλα τα χαρτιά με μια απότομη και άξαφνη κίνηση με το ένα χέρι, τα έκανε ένα κουβάρι, και τα πέταξε στο νεροχύτη που ήταν δίπλα από το τραπεζάκι της κουζίνας όπου έπινε τον καφέ του τόση ώρα.

Μάζεψε ό,τι έτρωγε και τα έβαλε στο ψυγείο. Έκλεισε το laptop και πέταξε όσον καφέ είχε μείνει. Τακτοποίησε και τις καρέκλες και βγήκε στο μπαλκόνι.

Έβραζε ο τόπος.

Κάθισε στο πλακάκι της βεράντας. Κοίταξε λίγο τον ήλιο να κατακαίει την πόλη. Σηκώθηκε. Πήγε μέχρι το δωμάτιο το μέσα και πήρε το κινητό του. Βγήκε πάλι και κάθισε ξανά. Θα καλούσε τον καλύτερό του φίλο. Στο σταθερό, του σπιτιού.

Αλλά δεν τον κάλεσε.

Άρχισε να χαζεύει πάλι τις θαμπές ταράτσες των σπιτιών. Αφόρητη η ζέστη.

Και θυμήθηκε πως εκείνη, κάποτε, σε μια από τις μακριές κουβέντες τους, καθώς τον καλύτερό του φίλο τον είχε πάρει ο ύπνος στην απέναντι πολυθρόνα του σαλονιού, του είχε πει πως η ζωή πολύ συχνά σου ζητά να γίνεις ήρωας, και πως αν εκείνος έχει νιώσει ποτέ να έχει γίνει.

Την είχε κοιτάξει με πλάγιο βλέμμα, αλλά όπως πάντα με τα πάντα κρυμμένα, και την είχε ρωτήσει «Τι να έχω νιώσει;»

«Να έχεις γίνει ποτέ ήρωας, αν κάποια σου πράξη μία ή πολλές θα τις έλεγες ηρωικές…»

Δεν της είχε απαντήσει. Είχε προφασιστεί πέντε λεπτά να πάει στο μπάνιο και μετά είχε αλλάξει την συζήτηση. Κι έτσι δεν της είχε απαντήσει. Ποτέ.

Άνοιξε το κινητό και μπήκε στο Facebook. Βρήκε την φωτογραφία της.

Μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε τα παράθυρα αφού πρώτα κατέβασε τα στόρια. Και τις κουρτίνες.

Άναψε ένα μικρό πορτατίφ σε μια γωνία και κάθισε κάτω, δίπλα του. Άνοιξε πάλι το κινητό κι άνοιξε και την φωτογραφία αφού φόρεσε τ’ ακουστικά.

Fiona Apple, Never Is A Promise.

Και στήριξε το κινητό πάνω στα διπλωμένα του πόδια. Να μπορεί να κλειδώνει σ’ εκείνη.

Μπορεί και να έκλαιγε, αν και μάλλον απίθανο. Οι ήρωες δεν κλαίνε. Ποτέ._

 

 

Glykofrydis_G* Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Εργάστηκε στις κινηματογραφικές ταινίες και στα τηλεοπτικά σίριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη και αργότερα ως β’ βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην Deutsche Film-und Fernsehakademie στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την Πληροφορική την οποία και ακολούθησε ως επάγγελμα. Έχει εκδώσει διηγήματα και δύο μυθιστορήματα, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογές διηγημάτων, μεταξύ των οποίων και στο «Έρως 13″, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Έργα του: “Ο επιβάτης” (Νεφέλη), “10 ώρες δυτικά” (Ελληνικά Γράμματα), “Hotel Chelsea” (Ψυχογιός).

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top