Fractal

O Νεοελληνικός Ρεαλισμός προ των πυλών

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

patriwtismos

 

Στην ίδια δοτική πτώση του ουδετέρου μα τόσο σημαντικού άρθρου τοποθετείται σήμερα πλήθος πόλεων. Σούλι, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σπάρτη, Μεσολόγγι, Μάνη, Κρήτη, Αετοράχη, Ελ Αλαμέιν. Οι λέξεις γίνονται σύμβολα έτσι Τρίτης ορεινής ταξιαρχίας σημαίνει ένα απόσπασμα της ζωής όλων μας. Έτσι, ως συνέπεια όλης αυτής της αδιαπραγμάτευτης μυθολογίας εξελίσσεται η ελληνική εποποιία. Διανύοντας ως παρουσία, λόγος και έργο μια περίοδο χιλιάδων ετών, για να αναδυθεί ως φύλλο μετά τον Μεσαίωνα, διεκδικώντας τη θέση του μες στον κόσμο. Κάθε κατάκτηση είναι συνέπεια αγώνων, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και υπό την έννοια της αφοσιωμένης συλλογικότητας. Η καταγωγική αυτή σχέση ανάμεσα στην ιστορία και τον φορέα της σε κάθε εποχή, η κλίση του ίδιου του βαθύτερου εαυτού μας και η εσωτερική, σιωπηρή προοπτική που μας στέλνει από μάχη σε μάχη και από μνημείο σε μνημείο, καθορίζει τη μνήμη μας. Πουθενά αλλού τόσοι αγωνιστές, τόσοι μάρτυρες, τέτοια αφοσίωση στους διαρκείς αγώνες, λες και ανανεώνεται αυτό το δυναμικό, εντόπιο σώμα. Η νεοελληνική μυθολογία ήδη απ’ τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν μόλις και αποκτούσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε αυτοδιάθεση δίχως την αναμνηστική αξία που λερώνει την επικαιρότητα στάθηκε με σεβασμό απέναντι στη βιωμένη συνείδηση του ελληνισμού. Ένα μεγάλο μέρος των θεωρημάτων αυτού του τόπου, μία μερίδα θεμελίων για την καινούρια Ελλάδα του 20ου αιώνα στηρίχθηκαν στην έννοια της υπέρβασης, της τιμής και του καθήκοντος. Μια ας πούμε παραλλαγή του σολωμικού, λόγος έργο, νόημα στην πιο αστική εκδοχή που καταντά έμβλημα και χώρος κοινόχρηστος της θεωρίας.

Τόσες μάχες, τόσοι πόλεμοι, τόσα χρόνια σκλαβιάς είναι θαύμα πως δεν έσβησαν τον τόπο αυτό. Ίσως η σωτηρία του να αποδίδεται στη γλώσσα και τη διαχρονικότητά της, ως στοιχείο συνδετικό της συνείδησης ανά τους αιώνες. Ίσως πάλι η συνείδησή μας ν’ αποκτά το ειδικό βάρος ενός φαινομένου, μιας αδιαπραγμάτευτης αλήθειας όταν εκπληρωθεί ο κύκλος του ηρωικού, εθνικού μας πεπρωμένου και φανούν οι ευτυχισμένες, οι πιο στωικές μέρες. Τα κουρέλια αυτών των ανθρώπων, όσων έδωσαν σε κάθε φάση της εντόπιας ιστορίας τη ζωή τους στον κοινό αγώνα, αποτελούν το διαρκές και αναντικατάστατο σήμα. Συγκροτούν την εθνική μνήμη, σηματοδοτούν μια σειρά από πληγές, από διαρκώς ανθιστάμενες στην επούλωση πληγών που καθώς ανανεώνουν την έντασή τους, τείνουν στην κατηγορία των υπενθυμίσεων, επιβεβαιωτικές πάντα του ελληνικού μύθου. Αυτά τα κουρέλια, που κανείς θα μπορούσε να τα πει της μακράς, ιστορικής μας πορείας αποτελούν τη σημαία μας, το ξεχασμένο έμβλημά μας, στριμωγμένο στους ηλεκτρικούς ανεμοδείκτες των πετρελαιοειδών, των τραπεζών και των πολυεθνικών εταιρειών. Δικαιούται κανείς να ισχυριστεί πως ο Α. Λαταούντα όταν εκφωνεί τον πρώτο πανηγυρικό του ιταλικού νεορεαλισμού ακριβώς αυτές τις πληγές εννοεί. Τα ανοιχτά, εθνικά τραύματα, τις σηματοδοτήσεις των χρονολογιών, τα ονόματα και ίσως κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτά. Γιατί εκείνο που απομένει, αυτό που καθορίζει το αίσθημα δεν είναι άλλο απ’ την ουσία όλων αυτών των δράσεων, είναι εκείνο που μας εμπιστεύτηκε ο Γιώργος Μακρής στη Μελέτη Ιστορίας.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω και αναμετρώντας την κενή, δίχως ισχυρά σύμβολα, αναχαιτιστικά της διαλυτικής εποχής μας ανατρέχουμε στο βισκοντικό σύμπαν και όσα τόσο συνεκτικά και διάφανα εισήγαγε, αραδιάζοντας την λαϊκή ιστορία με αυτήν του έθνους, των γενεών και όλων εκείνων των ειδικών παραμέτρων που διαμορφώνουν μια δυναμική επικρατέστερη της επιστημονικής. Η ελληνική τέχνη ποτέ δεν βίωσε το αίσθημα αυτό. Στάθηκε όσο πλησιέστερα μπορούσε για μερικές δεκαετίες, εξαντλώντας τα αποθέματα απ’ τα σπασμένα ερείπια, τους θρόνους, τους άμβωνες. Απ’ τον μεσοπόλεμο ως και τη δικτατορία η ελληνική τέχνη ανανεώνει την παράδοση, εφευρίσκει νέα κανάλια επαφής με το συντελεσμένο, θέτει στο προσκήνιο προβληματισμούς, που αφορούν τη συλλογικότητα. Ο ζωγράφος Θεόφιλος, η αναζήτηση μιας θέσης ισορροπίας ανάμεσα στην προοπτική της χώρας και τα ιστορικά αντίβαρα μιας δαιδαλώδους πορείας, οι σεφερικοί δρόμοι που καθίστανται οικουμενικοί, προοιωνίζοντας μια χρυσή εποχή. Όλα αυτά τα συνθετικά αντλούν απ’ την ιστορία και στερεώνουν το ιδεολογικό και αισθητικό υλικό τους γύρω απ’ αυτήν.

 

 

Η λογοτεχνία περισσότερο απ’ όλες τις τέχνες γυρεύει την διευθέτηση της μνήμης, την τακτοποίηση μιας μακράς, βιωμένης εμπειρίας, ενός κύκλου που πρέπει να παραμείνει ανοιχτός. Οι άλλες τέχνες, καταδικασμένες να ανθήσουν στο εξωτερικό, μακριά απ’ τον ελληνικό, αταβιστικό επαρχιωτισμό γίνονται δεκτές στην ελληνική πραγματικότητα, μόνο αφού οι εκφραστές τους έχουν κατορθώσει κορυφαία επιτεύγματα σε περιβάλλοντα κατά πολύ ανταγωνιστικότερα της Ελλάδας με τ’ ακαλλιέργητα αντανακλαστικά. Οι απαντήσεις στα αυτόκλητα διλήμματα, η θέση μας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, η προσπάθεια να λησμονηθούν δηλαδή αδιάσειστες πτυχές της ιστορικής μας συνείδησης απασχολούν περισσότερο απ’ το επιτρεπτό το εντόπιο στοιχείο, ενώ την ίδια στιγμή παραμένουν κρυφά τα σκληρότερα ζητήματα. Εκείνα που περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μας διαμόρφωσαν, θέτοντας τα πλαίσια και τις εγχώριες στρατηγικές. Ειδικότερα ο κινηματογράφος θα εντάξει στην παραγωγή του φιλμ με σαφή αναφορά στο οικονομικό και αισθητικό θαύμα αυτής εδώ της χώρας, για να περάσει αργότερα στη φάση της εμπορικής εκμετάλλευσης και αργότερα του στείρου εσωτερισμού σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η φωνή του ή καλύτερα να ευθυγραμμιστεί με ορισμένες κατευθύνσεις. Και όμως στην αναζήτηση αυτή ουδείς έχει σταθεί για να αποκαλύψει τις παραμέτρους της σημερινής Ελλάδας, τις πιστές αναπαραστάσεις που εν είδη καθρέφτη θα αποκαλύψουν στα μάτια μας κατ’ αναγωγή, όλο το φάσμα μιας εποχής. Μόνο τότε, όταν δηλαδή η οφειλή μας αυτή θα έχει εκπληρωθεί η συνέχειά μας θα μπορέσει να είναι συντονισμένη, συγχρονισμένη με τα διεθνή πρότυπα, σε έναν κόσμο που αν δεν μετέχεις, τότε αποκλείεσαι με κάθε τρόπο. Οι πολιτικές διαφορές, οι γενιές του προσφυγικού ελληνισμού που γαλουχήθηκαν δίχως κανένα εθνικό όραμα, ο παγκόσμιος πόλεμος και το πραξικόπημα, όλα άφησαν τα σημάδια τους στον τόπο αυτό. Αυτά καλούμαστε να επιδείξουμε, σ’ αυτά θα πρέπει να γυρέψουμε αποσπάσματα του σημερινού μας εαυτού, τις πτώσεις, τους υπερσυντέλικους κάπου εκεί θα πρέπει να τους αναζητήσουμε, σώζοντας την ίδια στιγμή αυτήν την εποχή απ’ την καταδίκη και τον αποκλεισμό. Μιλούμε για τον ελληνικό νεορεαλισμό, το συνοικιακό εκείνο δράμα με τα κακοφτιαγμένα κοστούμια, πάντα απομιμήσεις, με τα αποφόρια των μεγάλων ιστορικών δραμάτων έτσι όπως βιώθηκαν στην πορεία μας μες στο χρόνο. Αυτό είναι το δράμα μας και οφείλουμε να το ιστορήσουμε, πιστοί στην αλήθεια που από μέσα μας επιβάλλεται. Αλήθεια που ξεπερνά τα επίδικα χρόνια, την ανακεφαλαιοποίηση μιας χρόνιας παθογένειας, την επένδυση σ’ ένα δυναμικό που φθίνει αργά και σταθερά, ακολουθώντας τη μοίρα μιας ολόκληρης ηπείρου.

Μια εκδοχή λοιπόν της ελληνικής τέχνης που θα μπορούσε να συμβάλλει σε εκείνο που ονομάζεται ενεργητικός στοχασμός και διαφεύγει κάθε υποκειμενικού ρεαλισμού και κάθε εσωτερισμού, καταργώντας κάθε αμφισβήτηση στα συνθετικά στοιχεία και τις αιτίες. Το μετρημένο μάρμαρο, η Σαμοθράκη, η Σμύρνη, η Καισάρεια, το Μους και η Πόλη καθορίζουν αυτό που σήμερα ονομάζεται ελληνισμός Τα τραύματα παρόντα, τα κουρέλια που είδαμε ν’ ανεμίζουν απ’ αυτές τις εποχές κρατούν, ολοζώντανα τα χρώματά τους, υπογράφουν τη σημερινή μας εκδοχή, μας συγκινούν γιατί είναι αληθινά. Ο νεορεαλισμός που προτείνει η καινούρια τέχνη στηρίζεται και αιτιολογείται απ’ την πιο απτή εικονογράφηση όλων εκείνων των συνθετικών στοιχείων στην πιο επίκαιρη έκβασή τους. Το υλικό ενός γνήσιου και μη βιωμένου ακόμα νεορεαλιστικού κινήματος στην εντόπια, καλλιτεχνική δραστηριότητα, με την αποκαλυπτική του επίδραση και την ανάδειξη όλων των αληθινών μεγεθών της ταυτότητάς μας μπορούν να μας προσφέρουν πολύτιμη γνώση για την τωρινή μας θέση.

 

texn_9.1.0_346

 

 

Η γνήσια και αυθεντική νεοελληνική αντίληψη με τον αγώνα του καλλιτέχνη να βγάλει μέσα απ’ το σύγχρονο το αιώνιο και το διαρκές θα φανερώσει ένα μερίδιο του μέτρου και του ειδικού βάρους με το οποίο εξαργυρώνεται σήμερα η ελληνική ταυτότητα. Έτσι θα χτυπήσει εντός μας το είδος του σφυγμού που ανέκαθεν μας όριζε. Ο ολοκληρωτισμός που κατήγγειλε ο Γ. Αριστηνός ως κίνδυνο της παράδοσης να παραχωρήσει τη θέση της σε μια απαστράπτουσα εικόνα φαντάζει ως αυριανή έμπνευση και ένα στάδιο της κοινωνικής μας βιολογίας. Η τέχνη πιστή τροφός της ζωής συνιστά το μόνο μέσο για την αντιστροφή του κλίματος που επισημαίνει εδώ και δεκαετίες ο οικουμενικός, νεοελληνικός στοχασμός. Η απάντηση στο στίχο του Γιώργου Σαραντάρη κρύβεται στον νεορεαλισμό και την εμπειρία του που όχι μόνο τη δικαιούται το ελληνικό πνεύμα μα την αποζητά η ίδια η σύγχυση των συνθετικών μας όρων. Η φωνή που κερδίζεται και χάνεται δεν μπορεί παρά με την αξία της να κερδίσει τη θέση της στο μέλλον. Αρκεί να καταστεί αναγνωρίσιμη με τους νέους όρους, προσιτή στα νοήματά της για τη συντριπτική πλειοψηφία του σύγχρονου ελληνισμού. Διάφανα ανιχνεύσιμη μες σ’ αυτούς τους θορυβώδεις αιώνες. Πρόκειται για το μόνο είδος της εσωτερικής ζωής το ανυπολόγιστο ζήσιμο της οποίας μέσα απ’ την πιστή ομοίωση του νεορεαλισμού μπορεί να ερεθιστεί και να λάμψει, καθορίζοντας εκ νέου τη θέση του ελληνικού μες στον χρόνο και το χώρο. Το παλαμικό ξύπνα του μύθου και το μίλα του Ρήγα συνιστά το ζητούμενο αυτής της αρχαίας ιστορίας που σήμερα πέφτει σαν βάρος και ενοχή στα χέρια μας, γυρεύοντας μια προοπτική.

Είναι βέβαιο πως η πάλη ανάμεσα στο λόγο και το μύθο, ανάμεσα στο επίτευγμα και την αιώνια, χθόνια δύναμη που συντρέχει ή κατακρημνίζει τ’ ανθρώπινα θα γεννήσει ξανά έναν νέο ορισμό του ελληνισμού, σφυρηλατημένο αυτή τη φορά κάτω από αρχαία βημόθυρρα μα και σε γρήγορες τροχιές, στάδια, συναυλίες, όπου μπορεί και γεννιέται η συγκίνηση, όπου μπορεί και υπάρχει η γλώσσα για να μιλήσει τη μνήμη και τ’ όνειρό της.

Είναι ν’ αμφιβάλλει κανείς πόσο μπορεί η κριτική να αποσαφηνίσει την ιδέα της τέχνης που καλλιεργείται εντός σου. Το μέτρο, ένα απόφωνο του εθιμικού δικαίου δείχνει το δρόμο και εξισορροπούνται όλες οι δυνάμεις. Στην εποχή μας αυτή η φωνή, αυτός ο τόνος που μπορεί να διατρέξει όλη την ορχήστρα δεν έχει βρεθεί. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την ελληνική τέχνη για τ’ αργά αντανακλαστικά της. Όμως η έλλειψη καθαρών επιλογών, η ασυντόνιστη πολυφωνία τα κακώς κείμενα μιας εθνικής έκφρασης, με στοιχεία που θα ‘πρεπε να είναι συνεκτικά και όχι τοπικά, θα μπορούσαν να διαγνωστούν ως πρώτες κακοτεχνίες. Η εποχή ανήκει στην εικόνα και διά μέσου αυτής ανοίγεται μια ευκαιρία στην αυτογνωσία, σε μια κατεύθυνση πληρότητας που άλλοι το λένε ευτυχία ή σοφία και άλλοι πάλι το εντάσσουν στην απόλαυση και την έννοιά της ή το συσχετίζουν με όρους κοινωνικούς και εθνικούς, αθροίζοντας μνήμες. Ο ζωντανός καθρέφτης του παραμυθιού, ο κινηματογράφος και κατόπιν η λογοτεχνία και οι πλαστικές τέχνες οφείλουν να αποκωδικοποιήσουν σε πραγματικές συνθήκες ό,τι σκόρπιο απέμεινε απ’ την εθνική μας ταυτότητα και συνοψίζεται σήμερα στ’ αποτυπώματά μας. Ό,τι επιπλέει στα λιμνάζοντα νερά μας αφορά ένα σήμα για την κατεύθυνσή μας. Πρόκειται για ψήγματα, θραύσματα, όμως με κάτι τέτοια και με την ελιά του ναυτικού στον πιο ταπεινό βράχο κρατήθηκε η ύπαρξή μας. Ο νεοελληνικός ρεαλισμός, αυτός που γίνεται ακόμη και ερασιτεχνικός για να πλησιάσει την αλήθεια, η στράτευση στη δοξολογία της λαϊκής ζωής με τους υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα, τα ατέλειωτα δίκτυα, την αθρόα πληροφόρηση. Εκεί κρύβονται οι ευρεσιτεχνίες της νέας εποχής, η μετάφραση της ταυτότητάς μας στο μέλλον. Εκεί ορισμοί για το πώς και το γιατί του νέου ελληνισμού. Με ψυχραιμία, με την αναλογία λογικής και αισθήματος που θεωρούμε την ίδια μας τη ζωή. Η πραγματική απεικόνιση, που συνδέει τέχνη και κοινωνία ήταν πάντα το ζητούμενο. Κάτι παραπάνω απ’ την αναπαράσταση, σχεδόν στα όρια ενός ντοκουμέντου που από ένστικτο γυρεύει τις πηγές της εκ γενετούς μας ποίησης.

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top