Fractal

Σταχυολογώντας τη χαλκέντερη πεζογραφική φλέβα της ακτιβίστριας Νένης Ευθυμιάδη

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27.5.1946. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1970. Έκτοτε, δικηγορεί στην Αθήνα. Από το 1973 ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία. Το ίδιο έτος κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο η ίδια απέσυρε από την κυκλοφορία. Το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε τροχοπέδη ή ανασταλτικό παράγοντα. Συνολικά εξέδωσε δώδεκα μυθιστορήματα: Εγώ κι εσύ μοιάζουμε λιγάκι (Δωρικός, 1973)× Ο κήπος με τα αγάλματα (Νέα Σύνορα, 1975)×[1] Η φωτοβολίδα (Νέα Σύνορα, 1978)× Αθόρυβες μέρες (Εστία, 1983)× Το χρώμα του μέλλοντος (Εστία, 1988)× Τρυφερός θάνατος (Εστία, 1990)× Οι πολίτες της σιωπής (Καστανιώτης, 1993)× Η πόλη των γλάρων (Καστανιώτης, 1997)× Οι τυχοδιώκτες (Ελληνικά Γράμματα, 2000)× Εγώ και ο Μαγγελάνος, (Κέδρος, 2005)× Τρεις νύχτες και ένας νεκρός (Μίνωας, 2005)× Ο γιος του Μπίλυ Μπλου (Ελληνικά Γράμματα, 2007). Πληθώρα διηγημάτων, κριτικών, χρονογραφημάτων και άρθρων της γνώρισαν το φως της δημοσιότητας. Επιπροσθέτως, συμμετείχε σε πολυάριθμους θεματικούς τόμους, με μικρότερης έκτασης αφηγήματα. Ακόμα, ασχολήθηκε με κριτικές παρουσιάσεις Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων. Καταπιάστηκε, με ιδιαίτερη αφοσίωση, με τη μεταφραστική πράξη δοκιμίων από τα γαλλικά, τα γερμανικά και αγγλικά, καθώς επίσης και με τις ποιητικές συνθέσεις του αμερικανού William Meredith (Βραβείο Πούλιτζερ 1988). Από το 1992 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, συνυπεύθυνη για τη διοργάνωση εκδηλώσεων γύρω από τη λογοτεχνία, τη θεωρία, τη σύγχρονη προβληματική ή εκπρόσωπός της σε διεθνή συνέδρια κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα. Μάλιστα, μερικά από τα έργα της έγιναν αντικείμενα μελετών σε Πανεπιστήμια, Συνέδρια ή σύμμεικτους τόμους. Επιπλέον, διετέλεσε ταμίας της Ένωσης Ελλήνων Συγγραφέων. Δίδαξε Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Επιμόρφωσης Ενηλίκων του Κολεγίου Αθηνών.

Η μετα-μοντερνιστική και μετα-φεμινιστική Ευθυμιάδη κινήθηκε στον υποβαθμισμένο για τα ελληνικά δεδομένα χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η μυθοπλασία της είναι θεμελιωμένη πάνω στον άξονα εγκληματογόνων πράξεων, ενόχων, ερευνών και καταδιώξεων. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα γεγονότα περιδεής και μέσα σε μια ατμόσφαιρα απειλής, προσπαθεί να ανιχνεύσει τα ερμηνευτικά κλειδιά, προκειμένου να ξεκλειδώσει τη συλλογιστική της πορεία. Ειδεχθή και βδελυρά εγκλήματα, ακανθώδεις γρίφοι, δυσεπίλυτα αινίγματα, συνθέτουν το πάζλ των έργων της. Ωστόσο, η βία και η εγκληματικότητα αυτό-αμφισβητούνται και προσλαμβάνονται ως φαντασιώσεις των ηρώων. Η Ευθυμιάδη παρωδεί την αστυνομική πλοκή, υπονομεύει το είδος και δανείζεται μόνο τις καλοζυγισμένες δόσεις σασπένς, τη τρομολαγνεία, τις εκμαυλιστικές προσμίξεις, τις μηχανορραφίες, τις ραδιουργίες και τις μυστηριώδεις σκευωρίες. Τα παράνομα παιχνίδια είναι μια μορφή εξέγερσης των ηρώων.

Κάτω τον μανδύα της αστυνομικής ίντριγκας αναφαίνονται κοινωνικές αποχρώσεις και προβληματισμοί ευρύτερης και διάχυτης στόχευσης. Πρόδηλη είναι η διαλεκτική σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής και η αποδόμηση του πορτρέτου της εποχής.  Η Ευθυμιάδη καταγίνεται με θεματικούς κύκλους που, όπως η ίδια δήλωνε, ερεθίζουν. Φαινόμενα κοινωνικής αναλγησίας, φαύλος ηθικός αμοραλισμός, έκλυση ιδεολογιών, ανθρωπιστική αλλοτρίωση, σήψη θεσμών, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, κομφορμισμός, χρησιμοθηρικός υλικός ευδαιμονισμός και εξανδραποδιστικός τυχοδιωκτισμός, αποτελούν το θεματολογικό της «οπλοστάσιο». Απ’ αυτό δεν απουσιάζουν ο θάνατος, ο έρωτας, τα ταξίδια.

Η ανθρωπογεωγραφία της, πρόσωπα του επέκεινα, με αδιευκρίνιστες προθέσεις, που, ωστόσο, προσπαθούν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα από την ετερογνωσία. Το υπαρξιακά διαμελισμένο και κατακερματισμένο εγώ τους, υπακούοντας στο κέλευσμα του “ένδον σκάπτε”, επιδίδεται σ’ ένα ντόμινο δοκιμασιών, σ’ έναν αέναο, χιμαιρικό αγώνα ενδοσκόπησης, σφυρηλάτησης της ταυτότητας και σύλληψης του εαυτού. Η Ευθυμιάδη εμμένει στην εσωτερική ανατομική χαρτογράφηση και σφυγμομέτρηση των προσώπων. Γράφει ψυχολογικό θρίλερ και δίνει την αρμόζουσα προσοχή όχι μόνο στην εξονυχιστική παρουσίαση του ψυχικού βάθους, αλλά και στην πολυπρισματικότητα των χαρακτήρων. Οι ήρωές της περνούν από ποικίλες ψυχολογικές μεταπτώσεις μέχρι τελικά να φτάσουν στην χαμηλόφωνη κάθαρση. Τα έργα της βρίθουν από συναισθηματικούς αναβρασμούς και δαψιλείς θυμικές αναστατώσεις. Οι αντισυμβατικοί εκκεντρικοί ενίοτε χαρακτήρες αγωνιούν για το άγνωστο και εμφορούνται από δέος. Δεν ισοπεδώνονται από το μύθο, αλλά δρουν κι αντιδρούν, προσπαθώντας να αποδράσουν από τα δεσμά του κόσμου και να περιπλανηθούν στις περιπέτειες ενός διεισδυτικότερου και πλατύτερου στοχασμού, που η πραγματικότητα επιθυμεί να ακρωτηριάσει. Κεντρομόλες και φυγόκεντρες δυνάμεις συνιστούν το προσωπικό τους σύμπαν. Τα  μεσοαστικής κυρίως νοοτροπίας δραματικά κι απρόβλεπτα εξελισσόμενα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με τη διελκυστίνδα της πολυκύμαντης ζωής, κάτι που απαιτεί ισορροπίες ανάμεσα στην ατομική ουτοπία και τη δράση. Ήρωες με θερμοκρασία, κοσμοπολίτες, υπερβαίνουν τα γηγενή σύνορα, γεφυρώνουν αποστάσεις, εκμηδενίζουν πολιτισμικές διαφορές και συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Εδώ ακριβώς έγκειται η απέκδυση της ελληνικότητας, η οικουμενικότητα της προβληματικής της και ο διεθνιστικός της χαρακτήρας.

 

 

Η συγγραφέας δεν διστάζει, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει τεχνικές της σάτιρας. Εκείνη της ασυμφωνίας προκαλεί τρόμο και σοκ στον αποδέκτη της αφήγησης. Η Ευθυμιάδη χλευάζει τα κοινωνικά στερεότυπα, εμπαίζει τις υπερεξουσίες του χρήματος, διαπομπεύει τις ανισότητες, στηλιτεύει και καυτηριάζει παραδεδομένες αξίες, αναδεικνύει τα παράδοξα κι ευτράπελα στοιχεία της κοινωνίας και λοιδορεί τα κακώς κείμενα του αδηφάγου πολιτικού συγκείμενου. Απεχθάνεται τον εφησυχασμό και την υπναλέα αδρανοποίηση ως στάση ζωής. Χρησιμοποιεί τεχνικές έκπληξης, που λειτουργούν ως ροϊδειο «ανθυπνωτικόν φάρμακον», προκειμένου να κρατήσει σε πνευματική εγρήγορση τον αποδέκτη. Συχνά, μάλιστα, προκαλεί με τη σύζευξη και τη συμπλοκή ετερόκλητων κι αλλόκοτων όρων, με την πολλαπλότητα των εκδοχών, την ευμεταβλησία των συμβάντων, τα ενδεχόμενα που αιωρούνται. Παίζει με την έννοια του φευγαλεωδώς τυχαίου, με το αναπάντεχο τέλος, στο οποίο οδηγεί ο συνδυασμός του αστάθμητου παράγοντα και της εχεφροσύνης. Η πεζογράφος αφήνεται στα απρόβλεπτα της διαδρομής, στις υπερβάσεις, γι’ αυτό και παίζει αδιάκοπα με το φαίνεσθαι και το είναι, με το όνειρο και την πραγματικότητα, με τη σχετικότητα της αλήθειας και καθετί περιέχει το σπόρο της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα τ’ άλλο συμπτωματικά κι απρόσμενα και η έκβαση του κάθε σεναρίου στοιχειοθετείται στον αντίποδα του  αναμενόμενου. Είναι αξιοσημείωτο πως η τεχνική της υποκρισίας λαμβάνει μορφή λεκτικής ειρωνείας, αμφισημίας του λόγου, αποβουκόλησης, προσωπείου, συμβόλου ή αλληγορίας. Χρησιμοποιεί ακόμα και την παρωδία με την αλυσίδα των συναρπαστικών αιφνιδιασμών της ως όχημα για την επίτευξη της στοχοθεσίας  της. Αναμφισβήτητα, η Ευθυμιάδη διαθέτει υπόγειο και αιχμηρό χιούμορ. Δημιουργεί μια ιδιότυπη, νουάρ περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έναν υποδόριο σαρκασμό. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ύφος της χαρακτηρίζεται ως ετερογενές, υπαινικτικό, ανάλαφρο, παιγνιώδες, σκωπτικό ή τραγελαφικό.

 

 

Η ματιά της άφυλη και ευρηματική. Τα έργα της σφιχτοδεμένα, δίχως ίχνη ακριτομυθίας. Ο λόγος της καλοδουλεμένος, σμιλεμένος, περίτεχνος, καθώς τον τιθασεύει με επιδέξιους μαεστρικούς χειρισμούς. Τα βιβλία της διαθέτουν σαφήνεια, μεστότητα, πυκνότητα και αλληλουχία νοημάτων. Πάνω σ’ έναν σπονδυλωτό μύθο οργανώνει στέρεα το υλικό της χωρίς κίνδυνο απεραντολογίας. Οι μελετητές κάνουν αναφορά στη δομημένη με φροντίδα, καλοστημένη, ελκυστική, ευφάνταστη και δαιδαλώδη πλοκή της. Το στυλ της γραφής της ιδιάζον, εμβριθές, κάποτε ίσως και εκκεντρικό. Τα πάντα διυλίζονται στον ευρυγώνιο, διεισδυτικό μεγεθυντικό της φακό. Η Ευθυμιάδη δεν αφήνει αφηγηματικά χάσματα. Η αφήγησή της είναι άρτια, πολυμέτωπη, πλουραλιστική, με εναλλασσόμενη και ζευγαρωτή εναλλαγή, κυμαινόμενη ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη εστίαση.

Η ιδιάζουσα αγχίνους φυσιογνωμία της προσέφερε ενδελεχείς και πολυεπίπεδους καρπούς συγκομιδής. Ως άλλος σεισμογράφος κατέγραψε τις συγκαιρινές της δονήσεις με τεχνική επάρκεια. Κάθε της πόνημα αποτελεί και μια σιωπηλή διαμαρτυρία, κάθε της συγγραφή εμπερικλείει μια περιπέτεια. Η Νένη Ευθυμιάδη ανανέωσε με τη θεματική και τη γραφή της τη νεότερη ελληνική γραμματεία. Δυστυχώς, έφυγε πρόωρα από τη ζωή νικημένη από την επάρατη νόσο αφήνοντας το δικό της στίγμα στην πνευματική σκηνή. Κατά την επιθυμία της, αποτεφρώθηκε στο Παρίσι και η στάχτη της ρίχτηκε στον ποταμό που διασχίζει την πόλη νύχτα…

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

[1] Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1973 και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1975, όπου και έγινε ταινία από τον Τώνη Λυκουρέση. Της επανεκδόσεώς του το 1994 προηγήθηκε μια ακόμα γλωσσική επεξεργασία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top