Fractal

✔ Νέες εκδόσεις: ελληνική και ξένη πεζογραφία, αστυνομικό και ιστορικό μυθιστόρημα, δοκίμια/ 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ελληνική πεζογραφία:


Βαγγέλης Ραπτόπουλος «O άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα», εκδ. Κέδρος, σελ. 344

Ένας άστεγος Αθηναίος πυροδοτεί μια πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για έναν άνεργο δημοσιογράφο, με μια ικανότητα μεταξύ παραφυσικής και ψυχοπάθειας, γνωστή ως πυρογένεση. Με τη γραπτή μαρτυρία του αναμειγνύονται οι λάγνες φαντασιώσεις της χήρας του, που πολιορκείται από τον καλύτερό τους φίλο… Μια πολιτική και ερωτική μαύρη κωμωδία, χτισμένη με τα υλικά του ψηφιακού κόσμου, που θέτει επιτακτικά το ερώτημα: πού ζούμε;

 

 

Ελένη Στελλάτου «Το κόκκινο και το άσπρο», εκδ. Πόλις, σελ. 142

Ένας παππούς προσφέρει λεμόνια αντί για λουλούδια. Μια γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι βουτάει στη θάλασσα. Ένα μικρό κορίτσι προσπαθεί να επιβιώσει στον κόσμο των μεγάλων. Διαφορετικοί άνθρωποι που ζουν σ’ έναν τόπο που δεν κατονομάζεται αλλά που γρήγορα μοιάζει οικείος. Ο κύριος Νίκος, η Ελενίτσα, ο κύριος Π., ο γιατρός με το κόκκινο σακίδιο. Όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους με κοινό σημείο αναφοράς το νερό που άλλοτε ξεπλένει τον πόνο και την απογοήτευσή τους κι άλλοτε ζωντανεύει όνειρα του παρελθόντος ή και του μέλλοντος, καθώς αυτοί αναμετριούνται με την απώλεια και την προσδοκία μέσα στον χρόνο που παύει να υπάρχει.
Όπως το νερό που διαρκώς κινείται και αλλάζει μορφή, σ’ έναν αιώνιο κύκλο που διατηρεί τη ζωή, έτσι και τα πρόσωπα των δεκαοχτώ αυτών ιστοριών μετακινούνται από τη μία στην άλλη, ίδια ή αλλαγμένα έτσι όπως η ζωή τα έχει μεταμορφώσει, διανύοντας μια κυκλική τροχιά, στο κέντρο τη οποίας προβάλλει η ελπίδα.

 

Τζίνα Ψάρρη «Οι κόρες της ανάγκης», Άνεμος εκδοτική, σελ. 484

Η Κλωθώ είναι η Κόρη της Ανάγκης, κατά τον Πλάτωνα. Η Μοίρα που υφαίνει το νήμα της ζωής των ανθρώπων. Κι ύστερα, δίκαια εκείνοι αναρωτιούνται: τα χαρίσματά μας τα επιλέγουμε ή μήπως είναι με κάποιον τρόπο προαποφασισμένα; Ποιες αναμνήσεις χάνονται και ποιες διατηρούνται;
Τρεις εντελώς διαφορετικές γυναίκες. Οι απρόσμενες ανατροπές, η υπεροψία τής αρτιμελούς αυτάρκειας, η τρυφερή ευφυΐα της αναπηρίας, το αναπόφευκτο και ο έρωτας. Όλα χάνονται στην ανυπαρξία κι όλα πλάθονται από την αρχή. Κι αν το κλειδί της ευτυχίας τους το έψαχναν σε λάθος τσέπη; Κι αν η εμπιστοσύνη σαν ένα χαρτί αποδειχθεί, που έτσι και τσαλακωθεί μετά δεν ξαναϊσιώνει;
Ευκαιρίες που θ’ αρπάξουν κι άλλες που θα χάσουν. Τραύματα από μάχες που θα δώσουν, ουλές απ’ όσες σκόπιμα θ’ αποφύγουν. Ένας δρόμος είναι η ιστορία τους, που άλλοτε τον περπατούν με ικανοποίηση κι άλλοτε με θλίψη. Τα όνειρά τους, όμως, πάντα μυρίζουν καλοδεχούμενη καλοκαιρινή βροχή. Γιατί η αγάπη μια λέξη ακίνδυνη είναι κι οφείλουν να νιώσουν το άγγιγμά της χωρίς φόβο. Ακόμα και τότε που ο ενήλικος κόσμος τής απώλειας μοιάζει απάνθρωπος.
Αμείλικτα ερωτήματα τίθενται στην κρίση του αναγνώστη, μέσα από μια μυθοπλασία τόσο αληθινή όσο η οικογένεια της διπλανής πόρτας. Κι όπως στη ζωή, οι απαντήσεις δεν βρίσκουν πάντοτε την ίδια χαραμάδα διαφυγής.

 

Λένα Κικίδου «Il ciclo della calamita» [Ο κύκλος της καταστροφής], εκδ. Κέδρος, σελ. 264

Σαν Φρανσίσκο, 1905.
Μια κοπέλα κι ένα παιδί θα εγκατασταθούν σ’ ένα ερημωμένο σπίτι στην κορφή ενός λόφου. Κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα, αλλά αμέτρητα μυστικά, θα κινήσουν το ενδιαφέρον του μοναχικού τους γείτονα.
Η ροπή προς τη βία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός και η λογική του όχλου θα γίνουν οι κινητήριοι μοχλοί για να ξεδιπλωθεί το παρελθόν των ηρώων σε πέντε ιστορίες που διαδραματίζονται στα όρια μεγάλων φυσικών καταστροφών: στην εξάπλωση του Μαύρου Θάνατου στην Ευρώπη (1347), στη Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου (1666), στον Μεγάλο Τυφώνα στις Ολλανδικές Αντίλλες (1780) και στη Μεγάλη Χιονοθύελλα (1888) του Κονέκτικατ.

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Ζόρδι Λιουμπραγάτ «Το μυστικό του Βεσάλιου», μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη, σελ. 608

Βαρκελώνη, Μάιος 1888. Λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης, ανακαλύπτονται κάποια φρικτά κατακρεουργημένα πτώματα γυναικών. Τα τραύματά τους θυμίζουν στους κατοίκους της πόλης μια παλιά κατάρα, λησμονημένη εδώ και πολύ καιρό…
Ο Ντανιέλ Αμάτ, νεαρός καθηγητής στην Οξφόρδη, λαμβάνει τηλεγράφημα ότι ο πατέρας του πέθανε υπό παράξενες συνθήκες. Είναι αναγκασμένος να επιστρέψει στη Βαρκελώνη μετά από χρόνια απουσίας. Από την πρώτη στιγμή θα εμπλακεί στην καταδίωξη ενός ανελέητου δολοφόνου, ενώ ταυτόχρονα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες του παρελθόντος του. Ο Μπερνάτ Φλέιτσα, ρεπόρτερ της Correo de Barcelona με μοναδική του επιδίωξη την είδηση που θα τον κάνει διάσημο, και ο Πάου Ζιλμπέρτ, αινιγματικός φοιτητής ιατρικής, θα ενωθούν με τον Αμάτ στην αναζήτηση ενός παλιού χειρογράφου, έργου του πατέρα της σύγχρονης ανατομίας Ανδρέα Βεσάλιου, που μπορεί ν’ αλλάξει την ιστορία της γνώσης και που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο κύριος στόχος του μυστηριώδους δολοφόνου. Στην ταραχώδη και σαγηνευτική Βαρκελώνη του τέλους του 19ου αιώνα τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται…

 

Πάολο Κονιέττι «Τα οχτώ βουνά», Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, σελ. 267

Ο Πιέτρο είναι ένα αγοράκι της πόλης, μοναχικό και λίγο κακότροπο. Η μητέρα του δουλεύει σ’ ένα γραφείο συμβουλευτικής οικογενειών στην περιφέρεια κι έχει ταλέντο στο να φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων. Ο πατέρας είναι χημικός, τύπος σκοτεινός και γοητευτικός, που γυρίζει στο σπίτι κάθε βράδυ από τη δουλειά μες στα νεύρα. Τους γονείς του Πιέτρο τούς συνδέει ένα κοινό πάθος: γνωρίστηκαν στο βουνό, ερωτεύτηκαν στο βουνό και μάλιστα παντρεύτηκαν στα ριζά των Τριών Κορυφών του Λαβαρέντο. Το βουνό τούς ένωνε πάντα, ακόμα και στην τραγωδία, και τώρα ο επίπεδος ορίζοντας του Μιλάνου τούς γεμίζει θλίψη και νοσταλγία.
Όταν ανακαλύπτουν το χωριουδάκι της Γκράνα, στα ριζά του Μόντε Ρόζα, νιώθουν πως βρίσκονται πια στο σωστό μέρος: ο Πιέτρο θα περάσει όλα του τα καλοκαίρια σ’ εκείνο τον τόπο που ήταν “κλεισμένος ψηλά από κορφές γκρίζες σαν το σίδερο και χαμηλά από έναν γκρεμό που εμπόδιζε την πρόσβαση”, τον διασχίζει ωστόσο ένας χείμαρρος που γοητεύει τον Πιέτρο από την πρώτη στιγμή. Εκεί τον περιμένει ο Μπρούνο, με μαλλιά ξανθά και σβέρκο καψαλισμένο από τον ήλιο: έχει την ίδια ηλικία με τον Πιέτρο, όμως αυτός, αντί να κάνει διακοπές, πηγαίνει τα γελάδια στο βοσκοτόπι.
Αρχίζουν έτσι τα καλοκαίρια εξερευνήσεων και ανακαλύψεων, ανάμεσα στα εγκαταλειμμένα σπίτια και στον μύλο, στα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια. Είναι τα χρόνια όπου ο Πιέτρο αρχίζει τις πορείες με τον πατέρα του, “ό,τι πλησιέστερο σε εκπαίδευση πήρα ποτέ από εκείνον”. Γιατί το βουνό είναι γνώση, είναι ένας γνήσιος τρόπος ν’ ανασαίνεις και θα είναι η πιο αληθινή του κληρονομιά: “Να τη, λοιπόν, η κληρονομιά μου: μια απόκρημνη πλαγιά, χιόνι, ένας σωρός λιθάρια, ένα πεύκο”. Μια κληρονομιά που μετά από πολλά χρόνια θα τον ξαναφέρει κοντά στον Μπρούνο.

 

Μάρτιν Ζούτερ «Μοντεχρίστο», Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Πατάκη, σελ. 342

Όταν το Intercity ακινητοποιείται ξαφνικά, ο Γιόνας Μπραντ ούτε που μπορεί να διανοηθεί την περιπέτεια στην οποία θα μπλεχτεί. Έξω υπάρχει ένας νεκρός κι ο Μπραντ κινηματογραφεί με την κάμερά του τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην τραπεζαρία του τρένου και κάνει ερωτήσεις στους επιβάτες.
Δουλεύει ως ελεύθερος ρεπόρτερ, ονειρεύεται όμως να γίνει σκηνοθέτης και το πρότζεκτ που είχε ετοιμάσει, το “Μοντεχρίστο”, μια ιστορία προδοσίας, απογοήτευσης και όψιμης εκδίκησης, έχει όλα τα στοιχεία ενός μπλοκμπάστερ – αρκεί κάποιος να του δώσει την ευκαιρία να το πραγματοποιήσει. Όταν ερωτεύεται τη Μαρίνα Ρουίθ, τα όνειρα που είχε εγκαταλείψει μπαίνουν και πάλι σε πρώτο πλάνο.
Τρεις μήνες αργότερα η μοίρα τού παίζει ένα παράξενο παιχνίδι: πέφτουν στα χέρια του δύο χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων με τους ίδιους σειριακούς αριθμούς – γνήσια και τα δύο, όπως τον διαβεβαίωσαν άναυδοι οι υπάλληλοι της τράπεζας. Και αμέσως μετά κάποιοι μπαίνουν στο σπίτι του και το κάνουν άνω κάτω, ενώ ο ίδιος δέχεται επίθεση.
Ένα εξαιρετικό, επίκαιρο θρίλερ για τον κόσμο των τραπεζιτών, των χρηματιστών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών από έναν μεγάλο συγγραφέα του καιρού μας.

 

 

Ιστορικό μυθιστόρημα:

 

James Heneage «Το λιοντάρι του Μυστρά», Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη, σελ. 616

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έπεσε ποτέ, έγινε Βυζάντιο. Ένας άνθρωπος είναι ταγμένος να σώσει αυτήν αυτοκρατορία. Αυτή είναι η ιστορία του…
Ο Λουκάς Μαγκόρις, απόγονος Άγγλων πριγκίπων, είναι άνθρωπος µε σπάνιο ταλέντο για τον πόλεµο και για το εµπόριο. Σ’ αυτόν πέφτει το βαρύ καθήκον της υπεράσπισης της χώρας του και του αγαπηµένου του Μυστρά εναντίον των ασυγκράτητων οθωµανικών δυνάµεων. Το “Λιοντάρι του Μυστρά” ανοίγει µε τον θάνατο του Ταµερλάνου καθώς ετοιµάζεται να εισβάλει στην Κίνα των Μινγκ. Ο Μεχµέτ έχει απελευθερωθεί και κυβερνάει τα οθωµανικά εδάφη εν ονόµατι του Ταµερλάνου, αλλά ο αδερφός του, ο Σουλεϊµάν, έχει εισβάλει στην Ανατολία, έχει καταλάβει την Μπούρσα κι έχει αναγκάσει τον Μεχµέτ να επιστρέψει στο οχυρό του στην Αµάσεια. Ο Σουλεϊµάν δείχνει τώρα έτοιµος να απειλήσει ξανά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία…
Κινεζική μεθόριος, Χειμώνας 1405
Ο αετός του Ταµερλάνου βρισκόταν στον ουρανό και η λεοπάρδαλή του στο χιόνι, ελεύθερα επιτέλους και τα δύο από τις αλυσίδες τους. Η γυναίκα επάνω στον πύργο δεν µπορούσε να τα δει. Ούτε οι Μογγόλοι στρατιώτες, που στριµώχνονταν γύρω από τις φωτιές τους· δεν µπορούσαν καν να δουν ο ένας τον άλλο εξαιτίας της χιονοθύελλας. Η ανάσα τους κρυστάλλιαζε στα γένια τους και οι φτυσιές τους είχαν γίνει πάγος όταν έφταναν στο χώµα. Δάχτυλα χεριών και ποδιών είχαν χαθεί στη διάρκεια της πορείας, ύστερα χέρια και πόδια. Άντρες είχαν ταξιδέψει µε τα άλογά τους χωρίς µύτη για να µυρίζουν ή αυτιά για να ακούνε. […]
Η ορδή είχε ξεκινήσει από τη Σαµαρκάνδη σκυφτή, κόντρα σ’ έναν ορµητικό άνεµο που φυσούσε από τη στέπα. Λικνίζονταν αργά στις σέλες τους, µαζεύοντας όση ζεστασιά µπορούσαν από τα ζώα τους, ελπίζοντας αυτή η περιπέτεια να είναι η τελευταία του Ταµερλάνου. Οι στρατηγοί του τον είχαν εκλιπαρήσει να µην ξεκινήσει για πόλεµο.

 

Θοδωρής Παπαθεοδώρου «Γυναίκες της μικρής πατρίδας», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 642

Αν κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια που αξιώθηκα να ζήσω, είναι πως η ελευθερία και η αγάπη είναι αξεχώριστες. Γέννες της ίδιας σποράς, καρποί των αδείλιαστων ψυχών. Δεν αρκεί να επιθυμείς, δεν αρκεί να περιμένεις. Πρέπει να τολμήσεις, ν’ αγωνιστείς για όσα αξίζουν στη ζωή. Για να έχει νόημα. Για να μην ξοδευτεί άδικα. Εγώ ανήκω σε μια τέτοια γενιά. Στη γενιά που δε φοβήθηκε τη θυσία…
Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Μακεδόνισσες. Ελληνίδες. Στη χαραυγή του εικοστού αιώνα, άγριος κι αδυσώπητος ξεσπάει ο αγώνας στη σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός ψυχορραγεί. Τούρκοι, Βούλγαροι, κομιτάτα, τσέτες, πυρπολήσεις, εκτελέσεις, αμέτρητες θυσίες.
Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Σαν την Αρετή. Σαν τη Φωτεινή. Ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, πάλεψαν για το γένος, την πίστη, τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη. Μπορεί να τις κυνήγησαν, μπορεί να τις βασάνισαν. Δεν τις δάμασαν όμως ποτέ. Αυτές. Τις γυναίκες της μικρής πατρίδας μας…

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

John Conolly «Το δέντρο του θανάτου», Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Bell, σελ. 437

Μη μπορώντας ακόμη να ξεπεράσει την άγρια σφαγή της γυναίκας και της κόρης του, ο Τσάρλι Πάρκερ έχει αποτραβηχτεί στα μέρη της νιότης του, στο χειμωνιάτικο Μέιν. Αλλά η επιστροφή του εκεί ξυπνά τα φαντάσματα του παρελθόντος, αναγκάζοντάς τον να λάβει μέρος στο κυνήγι ενός δολοφόνου που σκότωσε μια νεαρή γυναίκα και το αγοράκι της.
Καθώς οι νεκροί πληθαίνουν, γίνεται φανερό ότι και κάποιος άλλος βρίσκεται στα ίχνη του φονιά. Κάποιος που δείχνει να ξέρει τον Τσάρλι τόσο καλά όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Και η απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα βρίσκεται τριάντα χρόνια πίσω στο παρελθόν. Σ’ ένα δέντρο που απ’ τα κλαδιά του κρέμονται μακάβριοι καρποί και στις βίαιες απαρχές του θρύλου ενός ασύλληπτου φονιά: του τέρατος που ακούει στο όνομα Κέιλεμπ Κάιλ…
Ευφυές, ατμοσφαιρικό, τρομακτικό και απολύτως συναρπαστικό, το “Δέντρο του θανάτου” είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Τζον Κόνολι με ήρωα τον Τσάρλι Πάρκερ.

 

 

Δοκίμια:

 

Μαρή Θεοδοσοπούλου «Σχόλια στον Καβάφη», εκδ. Πόλις, σελ. 308

Ο παρών τόμος περιλαμβάνει δεκαοχτώ Ex Libris, τα περισσότερα των οποίων (15) προέρχονται από την τακτική ανά Κυριακή συνεργασία της Μάρης στην εφημερίδα “Η Εποχή”· ένα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Οδός Πανός” και τα υπόλοιπα δύο είχαν παραμείνει ανέκδοτα· βρέθηκαν στα χαρτιά της σε προχωρημένο, ανολοκλήρωτο πάντως, στάδιο επεξεργασίας.
Δύο από τα πιο πάνω κείμενα είναι εκτενείς κριτικές για εκδόσεις έργων του Καβάφη (αλληλογραφία του με τον Ε.Μ. Φόρστερ, λεξικό παραθεμάτων του Αλεξανδρινού), και άλλα δύο κρίνουν καβαφικού ενδιαφέροντος βιβλία τρίτων, του Δημήτρη Παπανικολάου και της Έρσης Σωτηροπούλου, αντιστοίχως. Τρία άλλα κείμενα σχολιάζουν τα του “Έτους Καβάφη” (2013), ενώ τα λοιπά συνιστούν εμπεριστατωμένα και διεισδυτικά μελετήματα για τις σχέσεις του Αλεξανδρινού με τον Ξενόπουλο, τον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Παπαδιαμάντη. Σε όλα διακρίνεται το κάποτε πολύ αιχμηρό ειρωνικό χιούμορ της Μάρης και η βαθιά γνώση της των λογοτεχνικών θεμάτων.
Ο ευσυνείδητος και, ταυτόχρονα, ανήσυχος κριτικός δεν αποδέχεται ασυζητητί τα καθιερωμένα και δεν επαναπαύεται στις όποιες παγιωμένες αντιλήψεις. Κατά την κρατούσα άποψη, για παράδειγμα, οι σχέσεις μεταξύ Ξενόπουλου και Καβάφη, όπως και οι σχέσεις Καβάφη – Παλαμά έχουν μελετηθεί και διερευνηθεί επαρκώς, ίσως κατά τρόπο οριστικό. Στις σχετικές μελέτες της που δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο η Μάρη ξαναπιάνει το νήμα από την αρχή και ξετυλίγει τις σκέψεις της με επαγωγικό, λεπτομερειακό, σχεδόν αστυνομικής υφής τρόπο, και επανεξετάζει τις σχέσεις προσώπων και κειμένων, αμφισβητώντας τις έως τώρα απόψεις που θεωρούνται τελεσίδικες.
Με ανάλογη μέθοδο εξετάζει τις “ασυνήθεις εκδοτικές και μεταφραστικές τύχες’, όπως τις χαρακτηρίζει η ίδια, του καβαφικού ποιήματος “Τείχη”. Στο μελέτημα αυτό είναι εμφανέστατη η άνεση με την οποία κινείται στο χώρο της καβαφικής βιβλιογραφίας, επισημαίνοντας παραλείψεις και προτείνοντας προσθήκες. Παρόμοια είναι η προσέγγισή της στο κείμενο που επιγράφεται “Η πρώτη φορά”.
Σχετικό παράδειγμα αποτελεί και το μελέτημα “Παπαδιαμάντης – Καβάφης” το οποίο, εκτός των άλλων, αναδεικνύει τις γνώσεις και το ενδιαφέρον της Μάρης για γλωσσικά και γλωσσολογικά θέματα.
Με την ίδια όπως πιο πάνω βιβλιογραφική άνεση, καταγράφεται από τη Μάρη στο μελέτημά της “Σεφερικός Καβάφης” η πολύχρονη προσπάθεια του Γιώργου Σεφέρη να οικειωθεί την καβαφική ποίηση. // Δημήτρη Δασκαλόπουλου, από την Εισαγωγή του

 

Γκυ ντε Μωπασάν «Οι αυτόχειρες», Μετάφραση: Γιώργος Ξενάριος, σελ. 128

Στο κέντρο της χειρονομίας της αυτοχειρίας υπάρχει αυτό που βρίσκει κανείς και στην τρέλα: η διαταραχή της ταυτότητας του εγώ, η κατάλυση της ενότητάς του. Και στην περίπτωση του Μωπασάν, όπως σε πολλές άλλες, η αυτοχειρία γειτονεύει στενά με την τρέλα, την ψυχοπαθολογία. […] Η θανατολογία του Μωπασάν πατάει με το ένα πόδι στον κόσμο που πλάθει η σκοτεινιασμένη ψυχή του και με το άλλο στο συγγραφικό του πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει την κατάδυσή του στον ζοφερό κόσμο τού ανθρώπου και την καταγραφή όσων συμβαίνουν στις βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης. Με τα κείμενά του για την αυτοκτονία ο Μωπασάν πραγματώνει ένα κρίσιμο κομμάτι του αφηγηματικού του σχεδίου: αποθεώνει το ρόλο του συγγραφέα ως ψυχολόγου και παράλληλα υλοποιεί τη σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου. Άλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα ο βίος του θα επιβεβαιώσει τραγικά τη γραφή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top