Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 10 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Αχιλλέας Κυριακίδης «Το μουσείο των τύψεων», εκδ. Πατάκη, σελ. 148

Ένας επιµελητής εκδόσεων βελτιώνει το ύφος συγγραφέων και επεµβαίνει ακόµα και σε κλασικά κείµενα. Ένας παθιασµένος αναγνώστης χάνεται στα λαβυρινθώδη προσχέδια διηγηµάτων του αγαπηµένου του συγγραφέα. Ένας άλλος γευµατίζει µε τον µπορχεσιανό Φούνες τον µνήµονα, την ώρα που ο νεαρός Μπόρχες βρίσκεται αντιµέτωπος µε το αίνιγµα του χρόνου στην τοποθεσία Σαράντα Χώµατα. Κι ενώ γνωστοί µυθιστορηµατικοί χαρακτήρες αναζητούν τη θέση τους σ’ ένα καινούργιο αφήγηµα, µια τσεστερτονικής εµπνεύσεως λέσχη επιτρέπει στα µέλη της να µελαγχολούν απερίσπαστα.
“Σύντοµες και παράξενες” ιστορίες, παγιδευµένες στις συµπληγάδες ενός µεταφυσικού ρεαλισµού, που αρδεύονται όλες τους από την ανεξάντλητη πηγή του µεγάλου Αργεντινού, κρυµµένου δίκην υποβολέως πίσω από κάθε γραµµή τους. Έκπληξη της συλλογής, ένα διήγηµα που ο Μπόρχες δεν εξέδωσε (µπορεί και να µην έγραψε) ποτέ. Κάιρο, 1946.

 

Μαρία Σκιαδαρέση «Όσα δεν έζησαν», εκδ. Πατάκη, σελ. 121

Ο έως χτες άγνωστος, ο άλλος· ο όποιος άλλος, ο διαφορετικός, κάποιος µε άλλο χρώµα, άλλη θρησκεία, άλλη πατρίδα, άλλο πολιτισµό, άλλες συνήθειες, άλλη ζωή.
Τέσσερις ιστορίες, όπου το ξένο εισδύει στο οικείο άλλοτε σαν επισκέπτης, άλλοτε σαν εισβολέας, συχνά ενοχλητικός, καµιά φορά προκλητικός ή αλλόκοτος, κάποτε γοητευτικός ή ερωτεύσιµος.
Ένας Κούρδος µετανάστης από την Τουρκία στο Λαύριο, µια µουσουλµάνα από τον κήπο της στην Κοµοτηνή σε πολυκατοικία της Ξάνθης, ένας Ιρανός αρχαιολόγος από την Τεχεράνη στην Αθήνα, ένας πρόσφυγας από τον πόλεµο της Σοµαλίας στην πλατεία Βικτωρίας. Άνθρωποι που έφυγαν απ’ την πατρίδα, τον τόπο, την πόλη τους για να ζήσουν κάπου αλλού όσα δεν πρόλαβαν, δε θέλησαν, δεν µπόρεσαν, δε σκέφτηκαν ποτέ να ζήσουν· όλα όσα δεν έζησαν.
Τέσσερις δεκαετίες της Ελλάδας στο πέρασµα από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τέσσερις δεκαετίες ερχοµού προσφύγων και οικονοµικών µεταναστών, κοινωνικής ανακατάταξης, επαναπροσδιορισµού των σχέσεων ανάµεσα σ’ εµάς και στους άλλους, τους άλλους που ζουν από χρόνια δίπλα µας κι αυτούς που ήρθαν κάποτε και συνέχισαν να έρχονται αλλάζοντας το ανθρώπινο τοπίο της χώρας αλλά και τη δική µας µατιά απέναντί τους. Μια αναζήτηση των ορίων ανάµεσα στο οικείο και στο ξένο στην κόψη µιας αόρατης κλωστής, που διαπερνά ρόλους ασαφείς, ρόλους που αλλάζουν κάθε µέρα, κάθε ώρα, ως τη στιγµή που θα αναρωτηθούµε πώς κι αυτός που θεωρούµε ξένο µπορεί να γίνει φίλος, ακόµα κι αδερφός, ή πώς κι εκείνος που θεωρήθηκε φίλος δείχνει στο τέλος άγνωστος, ίσως και αντίπαλος. Και τότε καταρρέουν τα στερεότυπα κι έρχεται η κάθαρση µε τη µορφή της ρήξης ή της συµφιλίωσης.

 

Μίμης Ανδρουλάκης «Νύχτα με πέντε φεγγάρια», εκδ. Πατάκη, σελ. 344

Είναι μια ματαιόδοξη μικροαστή που κολακεύεται να αποπλανά διασημότητες; Ποιο είναι το κίνητρο της Λίνας που παίζει σε μια ζαριά τη ζωή της, χωρίζει και συγκροτεί -εν μέσω κρίσης- με έμπιστες συμμαθήτριες έναν επιχειρηματικό και ερωτικό κύκλο με επίλεκτους αλλά μακρινούς εραστές; Όταν οι μεγάλες τους πόζες ξεφτίζουν σε ασήμαντους ρόλους, εκείνη θα ξεσπάσει: “Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε ένας άνδρας με κάποια γενναιότητα και λίγη ποίηση μέσα του;”. Ο φίλος της Μάνος, ή “Γκοντάρ”, δηλώνει: “Δεν μ’ άγγιξε η χρεοκοπία· τη Χαμένη Δεκαετία έκανα έρωτα”. Τη Λίνα στοιχειώνει η άγνωστη οδύσσεια της τουρκόφωνης Πόντιας προγιαγιάς, της χαρισματικής Παναγίας των ξεριζωμένων, της καλλονής που περιπλανήθηκε με το πλοίο του θανάτου στη Μαύρη Θάλασσα, ρίζωσε στη Μακεδονία, δημιούργησε τον μοναδικό γυναικείο οικισμό-συνεταιρισμό κι αγωνίστηκε περιμένοντας… ένα τίποτα.
Γυναίκες, γυναίκες που αγρυπνούν όταν οι άλλοι κοιμούνται, κι άνδρες ξεχωριστοί: ο Σπύρος με την ουτοπία της Γόβας· ο Μεγάλος Πιανίστας· ο Εβραίος Ααρών· ο “καινοτόμος”· ο πρεσβύτερος Στυλιανός· ο “αστέρας”· ο… Ιστορίες, ιστορίες μάς κυριεύουν με μυστική νοσταλγία, συγχρονίζονται απροσδόκητα και θέτουν στον καθένα το καίριο ερώτημα: Μπορεί να είναι μάταιη μια ζωή φιλτραρισμένη από τόσες διαψεύσεις, ματαιωμένες ελπίδες και προδοσίες;
Μικρά δράματα στον καμβά της Μεγάλης Ιστορίας ρίχνουν -εκατό χρόνια μετά την Ποντιακή Γενοκτονία- ένα διαφορετικό φως στα αινίγματα της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας και της Θράκης.

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Αντόνιο Ταμπούκι «Για την Ιζαμπέλ Ένα μάνταλα», Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα, σελ. 166

“Το σημαντικό είναι να ψάχνεις,
δεν έχει σημασία αν βρίσκεις ή δεν βρίσκεις”.
Πώς να χαρακτηρίσει κανείς μια ιστορία σαν αυτή; Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να μοιάζει με φανταστικό μυθιστόρημα, ίσως όμως να ξεφεύγει από κάθε πιθανό προσδιορισμό. Ο Ταμπούκι έβαλε ως υπότιτλο “Ένα μάνταλα”· όμως, αν κοιτάξουμε καλύτερα, με κριτήρια εντελώς ανατολίτικα, θα δούμε πως πρόκειται τελικά για μια αναζήτηση, για μια έρευνα που φαίνεται σα να διεξάγεται από κάποιον μεταφυσικό Φίλιπ Μάρλοου. Ωστόσο, με τη μεταφυσική, σε αυτή τη σπασμωδική και περιπλανώμενη έρευνα, συνταιριάζεται μια εντελώς γήινη άποψη της ζωής: γεύσεις, μυρωδιές, τόποι, πόλεις, φωτογραφίες που συνδέονται με τον κόσμο της φαντασίας μας, με τα όνειρά μας, αλλά και με την καθημερινή μας εμπειρία. Τότε, λοιπόν; Στο σημείωμά του ο Ταμπούκι μάς προτρέπει να σκεφτούμε έναν μοναχό ντυμένο στα κόκκινα, τον Χαίλντερλιν και κάποιο ναπολιτάνικο τραγούδι. Ετερόκλητα συστατικά, θα μπορούσε να πει κάποιος. Ίσως όμως είναι καλύτερα να μην ψάχνουμε για συνάφεια σε ένα από τα πιο εκκεντρικά και προφητικά μυθιστορήματα που μας έχει χαρίσει ποτέ η ιταλική λογοτεχνία. Ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα.

 

Λουίς Σεπούλβεδα «Ιστορία μιας λευκής φάλαινας», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera, σελ. 88

“Γέμισα τα πνευμόνια μου, καταδύθηκα ώς τα σκοτεινά βάθη, πήρα φόρα, αναδύθηκα σχεδόν δίπλα στο μικρό πλεούμενο, με όλο το σώμα στον αέρα, και πέφτοντας, προκάλεσα ένα θηριώδες κύμα, ένα χείμαρρο αφρού που το τουμπάρισε.
Τους είδα να κολυμπούν απεγνωσμένα και να γαντζώνονται στο αναποδογυρισμένο σκάφος. Και τότε, όπως ξεμάκραινα, άκουσα το όνομα που μου ’χαν δώσει οι φαλαινοθήρες.
“Θα ξαναγυρίσουμε για σένα, Μότσα Ντικ!” φώναξε ο άνθρωπος με το καμάκι.
Και η φωνή του, η γεμάτη μίσος, ήταν το προμήνυμα γι’ αυτά που έμελλε να ’ρθούν.”
Λένε πως στα νερά του Ειρηνικού, στην ακτή της Χιλής απέναντι απ’ τη Νήσο Μότσα, στις 20 Νοεμβρίου 1820, ένας μεγάλος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε και βύθισε το φαλαινοθηρικό Essex που είχε αποπλεύσει απ’ το λιμάνι του Ναντάκετ, στον βόρειο Ατλαντικό, δεκαπέντε μήνες πριν απ’ το ναυάγιο. Λένε πως ο τεράστιος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε στο Essex επειδή οι φαλαινοθήρες είχαν σκοτώσει μια θηλυκιά φάλαινα και το μικρό της.
Η “πραγματική” ιστορία του Μότσα Ντικ ενέπνευσε, εν μέρει, τον Χέρμαν Μέλβιλ για το αριστούργημά του: “Μόμπι Ντικ, ή Η φάλαινα” (1851).

 

Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα «Γενική θεωρία της λήθης», Μετάφραση: Μαρία Μπεζαντάκου, εκδ. opera, σελ. 192

“Από το παράθυρο του σαλονιού είδα έναν άντρα να τρέχει. έναν τύπο ψηλό, κάτισχνο, απίστευτα σβέλτο. Τρεις στρατιώτες τον κυνηγούσαν σε μικρή απόσταση. Πολίτες ξεχύνονταν σαν ποτάμι από τις γωνίες κι ενώνονταν με τους στρατιώτες. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένα πλήθος έπαιρνε τον φυγά στο κατόπι. Τον είδα να συγκρούεται μ’ ένα παιδί που βρέθηκε μπροστά του μ’ ένα ποδήλατο, και να κατρακυλά αβοήθητος στο χώμα. Ο όχλος πλησίαζε και βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, όταν ο άντρας καβάλησε το ποδήλατο κι άρχισε ξανά να τρέχει σαν τρελός. Σ’ εκείνο το σημείο είχε ήδη σχηματιστεί μια δεύτερη ομάδα, εκατό μέτρα μπροστά, κι άρχισαν να του πετάνε μια βροχή από πέτρες. Ο δύστυχος χώθηκε σ’ ένα στενό δρομάκι. Αν είχε θέα από ψηλά, όπως εγώ, δεν θα το είχε κάνει: αδιέξοδο. Όταν κατάλαβε το λάθος του, εγκατέλειψε το ποδήλατο και προσπάθησε να πηδήξει τον τοίχο.
Μια πετριά τον βρήκε στο σβέρκο, κι έπεσε κάτω.”
Ανγκόλα 1975, πορτογαλική αποικία. Τις παραμονές της Ανεξαρτησίας της αφρικανικής χώρας, μια πορτογαλίδα άποικος, η Λουντοβίκα Φερνάντες (Λούντο), τρομοκρατημένη από τις αναταραχές, χτίζει έναν τοίχο μπροστά στην πόρτα της και απομονώνεται στο διαμέρισμά της. Για τη Λούντο, η Ανγκόλα περιορίζεται σε όσα βλέπει από το παράθυρό της, σε όσα φτάνουν στ’ αυτιά της από το ραδιόφωνο ή από τη διπλανή πόρτα και σ’ ένα μήνυμα δεμένο στο πόδι ενός περιστεριού.

 

Αλεχάντρο Παλόμας «Ένας γιος», Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, εκδ. opera, σελ. 224

“Ο μπαμπάς μ’ έπιασε από τους ώμους κι έγινε κατακόκκινος. ‘‘Μη φορέσεις ποτέ ξανά γυναικεία ρούχα, ακούς τι σου λέω; Ακούς τι σου λέω, Γκίγε;’’ Και είπε: ‘‘Την επόμενη φορά που θα σ’ ακούσω να λες μπροστά στους θείους ότι όταν μεγαλώσεις θέλεις να γίνεις Μαίρη Πόππινς, σου τ’ ορκίζομαι ότι… σου τ’ ορκίζομαι ότι…’’”.
Ο Γκίγε δίνει την εικόνα ενός παιδιού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Δείχνει ευτυχισμένος, είναι επιμελής και φρόνιμος μαθητής της Δ΄ δημοτικού και κάνει πολύ στενή παρέα με μια συμμαθήτριά του από το Πακιστάν, τη Ναζία. Η μαμά του Γκίγε εργάζεται στο Ντουμπάι και είναι εντελώς απούσα, ο μπαμπάς του έχει προσφάτως βγει στην ανεργία, και ο μικρός -που δεν μιλάει για τη μητέρα του- έχει ως μοναδικό πρότυπο τη Μαίρη Πόππινς. Η δασκάλα του αρχίζει να διαισθάνεται πως κάτι δεν πάει και τόσο καλά. Πιστεύει πως η εξάρτησή του από την -εξιδανικευμένη στη φαντασία του μικρού- Μαίρη Πόππινς είναι μόνον η ορατή κορυφή ενός παγόβουνου, και ζητά τη βοήθεια της ψυχολόγου του σχολείου. Με τη σειρά της, η ψυχολόγος ζητά από τον Γκίγε να της ζωγραφίσει κάποιες εικόνες από την καθημερινότητά του, κι έτσι απλώνονται μπροστά της τα κομμάτια ενός πολύ σύνθετου παζλ…

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

George Simenon «Τα υπόγεια του Ματζέστικ», Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, σελ. 218

Όμως μέσα σ’ αυτό το ντουλάπι υπήρχε ένα πτώμα που πρέπει να το τοποθέτησαν εκεί όρθιο και σιγά σιγά να δίπλωσε στα δύο. Ανήκε σε μια γυναίκα περίπου τριάντα χρόνων, πολύ ξανθιά -βαμμένη ξανθιά-, που ήταν ντυμένη με ένα λεπτό, μάλλινο, μαύρο φόρεμα.
Ο Ντονζ δεν φώναξε. Ιδιαίτερα χλομός, πλησίασε το γυάλινο κλουβί του Ραμιουέλ και έσκυψε στο γκισέ για να του μιλήσει.
– Ελάτε να δείτε…
Ο λογιστής τον ακολούθησε.
Υπάρχει το Παρίσι της αφθονίας και των εκλεπτυσμένων τρόπων. Υπάρχει και αυτό των μελαγχολικών πρωινών και των εξουθενωμένων ζευγαριών. Ο Προσπέρ Ντονζ, υπάλληλος στο ξενοδοχείο Ματζέστικ, ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο των Ηλυσίων Πεδίων, ανακαλύπτει νωρίς το πρωί το πτώμα μιας πελάτισσας, στριμωγμένο μέσα σε ένα από τα ενενηνταδύο μεταλλικά ντουλάπια του βεστιάριου του προσωπικού. Η νεαρή Αμερικανίδα στραγγαλίστηκε ενώ ο σύζυγός της έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Τί γύρευε εκείνη στο βεστιάριο του υπογείου; Ο Μαιγκρέ ανακαλύπτει για τις ανάγκες της έρευνας έναν κόσμο ξεχωριστό, φτιαγμένο από παρασκήνια και μυστικούς χώρους· έναν πάνω κόσμο με τους δικούς του κώδικες και τα δικά του δράματα κι έναν κάτω κόσμο όπου απασχολούνται ανώνυμοι. Ο μεγάλος πλούτος συγχρωτίζεται με την αβεβαιότητα, την κούραση και τη δουλειά αυτών που, πάντα στη σκια, υπηρετούν, παρατηρούν, αισθάνονται, χωρίς ωστόσο να σκέφτονται λιγότερο…
Ένα σπουδαίο βιβλίο του Σιμενόν με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, γραμμένο το 1942, με προδρομικές συγγένειες με την ταινία του Robert Altman “Gosford Park” και το τηλεοπτικό σήριαλ “Downton Abbey”.

 

 

Θεατρικό:

 

Χούλιο Κορτάσαρ «Κάποιος Λούκας», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, σελ. 184

Ο Λούκας και οι μονόλογοί του

Ρε συ, άκου να σου πω, δε φτάνει που τ’ αδέλφια σου μου τα ’πρηξαν ώς το μη παρέκει ενόσω σε περίμενα με τόση όρεξη να πάμε μια βόλτα, έχω και σένα να καταφτάνεις μούσκεμα, μ’ αυτή τη φάτσα κάτι ανάμεσα σε βαρίδι κι αναποδογυρισμένη ομπρέλα που κι αν την έχω δει τόσες φορές. Έτσι δεν κάνουμε προκοπή, να το ξέρεις. Τι σόι βόλτα θα ’ναι αυτή αν πρόκειται να σε κοιτάζω όλη την ώρα για να καταλάβω πως μαζί σου θα βραχώ ώς το κόκαλο, πως το νερό θα κατρακυλάει στο σβέρκο μου, πως τα cafes θα μυρίζουν υγρασία και θα ’χει σίγουρα μια μύγα στο κρασί μου;

Μπορώ να πω ότι δεν έχει νόημα να σου δίνει κανείς ραντεβού […].

———————————-

Μοίρα των εξηγήσεων

Κάπου πρέπει να υπάρχει μια χωματερή όπου στοιβάζονται οι εξηγήσεις.

Ένα μόνο πράγμα είναι ανησυχητικό σ’ αυτό το σωστό πανόραμα: ό,τι ενδέχεται να συμβεί τη μέρα που κάποιος θα κατορθώσει να εξηγήσει και τη χωματερή.

———————————-

Έρωτας 77

Κι αφού κάνουν όλα όσα κάνουν, σηκώνονται, πλένονται, πουδράρονται, παρφουμάρονται, χτενίζονται, ντύνονται, κι έτσι, σιγά σιγά, ξαναγίνονται αυτό που δεν είναι.

Πίσω από το όνομα “Λούκας” κρύβεται κάποιος «Χούλιο» που αφηγείται ιστορίες για τους αγαπημένους του πιανίστες, τις ζωές εκκεντρικών καλλιτεχνών, τα έθιμα ορισμένων αργεντινών οικογενειών, την αγάπη και τη φιλία. Ακούραστος ανατροπέας κανόνων, προσφέρει μέχρι και συμβουλές για το πώς να γυαλίσετε τα παπούτσια σας, να γράψετε ποιήματα, να δώσετε διαλέξεις, να καταφέρετε να σας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές από μια συναυλία ή να κολυμπήσετε σε μια πισίνα με αλεύρι. Σε τελική ανάλυση, αυτό εδώ είναι περισσότερο ένα εγχειρίδιο κόντρα στη σοβαρότητα, παρά ένα βιβλίο μυθοπλασίας.

 

 

Συνεντεύξεις- Επιστολογραφία:

 

Νίκος Καββαδίας «Νίκος Καββαδίας, Ο αρμενιστής ποιητής», επιμέλεια: Μιχάλης Γελάσης, εκδ. Άγρα, σελ. 440

Νέα σημαντικά στοιχεία για τον Νίκο Καββαδία έρχονται στην επιφάνεια σαραντατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Ύστερα από πολύχρονη έρευνα του δημοσιογράφου και μελετητή Μιχάλη Γελασάκη, παρουσιάζεται ένας τόμος με ανέκδοτο και αθησαύριστο έργο, άγνωστες συνεντεύξεις του ποιητή, τον ναυτικό του φάκελο, τα καράβια που ταξίδεψε, ανέκδοτη αλληλογραφία, σπάνιες μαρτυρίες, αδημοσίευτες φωτογραφίες, τη σχέση του με τον Γιώργο Σεφέρη και άλλα ευρήματα με επεξηγηματικά κείμενα, υποσημειώσεις, λεζάντες και παραπομπές.
Η έκδοση αυτή επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση και τη μελέτη γύρω από τον “Ιδανικό κι ανάξιο εραστή, των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων”, ο οποίος παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους και πιο διαβασμένους Έλληνες ποιητές.
Ο μυστηριώδης ανθρωπογεωγραφικός κόσμος του Κόλια, όπως τον έλεγαν οι φίλοι, γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικός, με σταθερό φόντο τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς “στην πλάτη της θαλάσσης”, όπου μόνη συντροφιά ήταν ο ήχος των μορσικών σημάτων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top