Fractal

Στο Χωμενιδικό σύμπαν

Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

 

«Νεαρό άσπρο ελάφι», Χ.Α. Χωμενίδης, εκδ. Πατάκη, σελ. 317

 

Πρόσφατα έτυχα σε μια παρέα που συζητούσε για βιβλία και συγγραφείς. Υπάρχουν (ακόμη) τέτοιες. Οι περισσότεροι όπως άλλωστε είναι το συνηθέστερο απαξιώνουν τους λεγόμενους νεοέλληνες συγγραφείς και αποθεώνουν συνήθως ακόμη και μέτριους λογοτέχνες με ξενικά επίθετα. Όταν η συζήτηση έφτασε στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή διαπίστωσα μεταξύ άλλων ότι ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ο συγγραφέας των ακραίων προτιμήσεων. Υπάρχουν αρκετοί που δεν τον αντέχουν και άλλοι τόσοι που τον λατρεύουν. Ανήκω ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία. Τον «γνώρισα» λογοτεχνικά όχι από το «Σοφό παιδί», όπως οι περισσότεροι αναγνώστες αλλά από το τρίτο του στη σειρά μυθιστόρημα τη «Φωνή». Ευτυχώς…

«Η Φωνή» μου έδειξε ότι υπάρχει μια νέα σχολή Ελλήνων συγγραφέων που έχουν τεράστιες δυνατότητες και αδικούνται από τη μικρή –έως ανύπαρκτη-διείσδυση της γλώσσας μας σε άλλες χώρες. Έσπευσα να διαβάσω με αντίστροφη σειρά και τα προηγούμενα βιβλία του. «Το Σοφό παιδί» που ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο την εποχή που εκδόθηκε θεωρώ ότι είναι μάλλον υπερτιμημένο, ενώ αντίθετα «Το Ύψος των περιστάσεων» είναι από τα καλύτερα βιβλία του. Από τότε παρακολούθησα σταθερά όλη τη διαδρομή του με εξαίρεση ένα βιβλίο του που αγόρασα αλλά δεν έχω αξιωθεί να διαβάσω («Το σπίτι και το κελλί»).

Με την έκδοση της «Νίκης» πριν από τέσσερα χρόνια η αλήθεια είναι ότι μούδιασα ελαφρά. Όπως αρκετοί άλλοι συγγραφείς ο Χωμενίδης ενδέχεται να έπεσε στο λεγόμενο writer’s block και κάποια στιγμή να αναζητούσε μάταια έμπνευση. Κατέφυγε στην εύκολη λύση, ενός βιβλίου με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Συνήθως, οι συγγραφείς δύσκολα επιστρέφουν από τέτοιο μπλοκάρισμα και καταφεύγουν σταθερά στην εύκολη λύση και στα επόμενα βιβλία τους. Αγόρασα με μεγάλο δισταγμό το «Νεαρό άσπρο ελάφι» (εκδόσεις Πατάκη) διαβάζοντας ότι ήταν ένα ακόμη βιβλίο με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και για καιρό απέφευγα να το διαβάσω υπό τον φόβο ότι ο Χωμενίδης που είχα γνωρίσει μάλλον είχε «στερέψει» ιδεών και έμπνευσης. Σε μεγάλο βαθμό με διέψευσε.

Το «Νεαρό άσπρο ελάφι» δεν είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει γράψει αλλά είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που μας επαναφέρει σε μεγάλο βαθμό στο σύμπαν του συγγραφέα. Παρότι, τα περισσότερα βιβλία του διακρίνονται για τον σουρεαλισμό τους ο Χωμενίδης έχει τη μοναδική ικανότητα να σατιρίζει ανελέητα τη νεοελληνική πραγματικότητα και το αναμφίβολο χάρισμα της ρεαλιστικής γραφής. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο κεντρικός ήρωας (αν θεωρήσουμε ότι συντηρείται και εδώ η αυτοαναφορικότητα έχει προφανώς πολλά στοιχεία δανεισμένα από τον Χωμενίδη ή τη ζωή του) με αφορμή ένα τραγικό συμβάν που μαθαίνουμε στις τελευταίες 50 σελίδες έχει γίνει στην ουσία αναχωρητής της ζωής. Διαλέγει ως τόπο εξορίας του την Κέρκυρα και ζει εκεί μια επίπεδη ζωή αρνούμενος για μια δεκαετία να γράψει οτιδήποτε και δηλώνει πρώην συγγραφέας. Όταν εμφανίζεται μια ουρανοκατέβατη πρόσκληση να τιμηθεί από μια πόλη της Βόρειας Ελλάδας την αποδέχεται γιατί το αντίτιμο είναι ότι θα μπορέσει να γευτεί για δεύτερη φορά στη ζωή του το κρέας του άσπρου ελαφιού. Κάπου εδώ αρχίζει η είσοδος στο κλασικό Χωμενιδικό σύμπαν. Στην Κυδωνία (την πόλη που γίνονται οι τιμητικές εκδηλώσεις) στήνεται ένα γκροτέσκο πάρτι με όλα τα στοιχεία που έκαναν τον Χωμενίδη έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους και πετυχημένους συγγραφείς της γενιάς του. Και ο Χωμενίδης κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά: Σατιρίζει ανελέητα τους πάντες και τα πάντα, σαρκάζει χωρίς έλεος, βγάζει μεταφορικά τη γλώσσα του και ακροβατεί στα όρια της λεπτής ειρωνείας θεσμών και αξιών. Για πρώτη όμως φορά, ο Χωμενίδης καταθέτει μια ξεκάθαρη και βαθιά τομή στα εσώτερα ενός χαρακτήρα του, για πρώτη, ίσως, φορά ποντάρει τόσο πολύ στο συναίσθημα και δίνει ένα ιδανικό φινάλε απόλυτης κάθαρσης. Παρότι στη διαδρομή αφήνει έντονες υπόνοιες ότι ο ήρωας του είναι νεκρός, τρελός ή ζει ένα παράξενο σουρεάλ όνειρο στο τέλος δεν «κλέβει» καταφεύγοντας σε κάποια από τις τρεις προαναφερόμενες «εύκολες» συγγραφικά λύσεις. Συμπερασματικά, ο Χωμενίδης καταθέτει ένα βιβλίο στο οποίο είναι φανερό ότι κλείνει προσωπικούς ανεξόφλητους λογαριασμούς με το παρελθόν και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, στην ουσία μια δεύτερη συγγραφική περίοδο που χωρίς να έχω διαβάσει (ακόμη) κάποιο από τα επόμενα δύο βιβλία του μάλλον πλησιάζει τη συγγραφική του ωριμότητα. Παρότι σε πολλά σημεία του το βιβλίο του είναι παρεμφερές με πολλά από τα προηγούμενα του αυτή τη φορά ο Χωμενίδης πάει ένα βήμα πιο πέρα και δεν αρκείται στη σάτιρα θεσμών, φορέων και καταστάσεων με αριστοφανική διάθεση αλλά επιχειρεί αρκετά επιτυχημένα να δομήσει και να αποδομήσει ένα χαρακτήρα. Χωρίς να ξεπέφτει ποτέ στο μελόδραμα ή στη φτηνή συγκίνηση.

 

Ο συγγραφέας Χ.Α. Χωμενίδης

 

Είναι εξαιρετικά πιθανό στις επόμενες δεκαετίες τα βιβλία του να χρησιμοποιούνται ως δείγματα εκτεταμένων χρονογραφημάτων. Δυνητικά και χωρίς διάθεση συγκρίσεων θα μπορούσε να είναι ο λογοτεχνικός Ψαθάς των ημερών μας αφού βιβλία όπως «Η φωνή», «Ο κόσμος στα μέτρα του» ή ακόμη και ο λιγότερο πετυχημένος «Υπερσυντέλικος» κάνουν μια κατάδυση σε όλες τις αδυναμίες της λεγόμενης νεοελληνικής κοινωνίας και τη σατιρίζουν (την «ξεσκίζουν», όπως πιθανώς θα έλεγε ή θα έγραφε και ο ίδιος) ανελέητα. Αυτό αποτελεί μια εικασία. Το σίγουρο είναι ότι ο Χωμενίδης με την προ 30ετίας περίπου εμφάνιση του στην ελληνική λογοτεχνία δημιούργησε πολλούς συγγραφικούς κλώνους που εκδίδουν πλέον τις δουλειές τους άλλοι ακολουθώντας πετυχημένα τα χνάρια του στον τομέα της ρεαλιστικής γραφής και άλλοι αποτελώντας κακέκτυπα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top